Εποπτεία αγοράς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας (νόμος 4072/2012)
Άρθρο 22. Ορισμοί 1. Για τους σκοπούς των άρθρων 22 έως 33 εφαρμόζονται οι ορισμοί του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ III, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος κεφαλαίου. 2. Βιομηχανικά προϊόντα, που καλύπτονται από τεχνική βιομηχανική νομοθεσία και τα οποία χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το σκοπό που προορίζονται, εγκαθίστανται και συντηρούνται κατάλληλα και τα οποία είτε δεν έχουν πλήρως συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις είτε είναι πιθανόν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια χρηστών και καταναλωτών, αποσύρονται από την αγορά, περιορίζεται ή και απαγορεύεται η διαθεσιμότητα τους και ενημερώνονται σχετικά, όπου προβλέπεται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα άλλα κράτη - μέλη. 3. Οι αναγνωρισμένοι φορείς, τα εργαστήρια παροχής υπηρεσιών και οι κοινοποιημένοι φορείς που εμπλέκονται στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων, οφείλουν να ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις της τεχνικής νομοθεσίας που τους αφορούν και να τηρούν απαρέγκλιτα τις προϋποθέσεις λειτουργίας που τους επιβάλλονται.
Άρθρο 23. Πεδίο εφαρμογής. 1. Οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 33 εφαρμόζονται σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας, που καλύπτονται από την τεχνική βιομηχανική νομοθεσία του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ IV. 2. Το σύνολο της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας στο οποίο βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 33 αποτυπώνεται αναλυτικά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV, το οποίο μπορεί να τροποποιείται ή να επικαιροποιείται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ανάλογα με την εξέλιξη και την επέκταση του πεδίου της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας.
Άρθρο 24. Εθνική αρχή για την εποπτεία της αγοράς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας. 1. Αρμόδια υπηρεσία για εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 22 έως 33 ορίζεται η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. 2. Με την αρμοδιότητα της αυτή και σε εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ «για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθμ. 339/93 του Συμβουλίου» η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας αποτελεί την Εθνική Αρχή Εποπτείας της Αγοράς για την Ελληνική Επικράτεια σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας είναι αρμόδια για το συντονισμό των λοιπών αρχών εποπτείας της αγοράς στο πλαίσιο του Κανονισμού 765/2008 ΕΚ για τις ανάγκες επικοινωνίας της Χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της χώρας στα αντίστοιχα όργανα και επιτροπές της Ευρωπαϊκής'Ενωσης και συμμετέχει στις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτει η χώρα για θέματα εποπτείας αγοράς σε τομείς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας. 3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος εξειδικεύεται η οργανωτική, υλικοτεχνική και διοικητική υποδομή της αρμόδιας υπηρεσίας για την υποστήριξη και τη λειτουργία του συστήματος εποπτείας της αγοράς, οι αποζημιώσεις και λοιπές δαπάνες των ελεγκτών, καθώς και οι διαδικασίες για την οικονομική βιωσιμότητα του όλου συστήματος εποπτείας της αγοράς.
Άρθρο 25. Εξουσιοδοτική διάταξη. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ανατίθεται τμήμα της άσκησης των διαδικασιών ελέγχου και εργαστηριακής τεκμηρίωσης της εποπτείας της αγοράς σε υπηρεσίες ή φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994 (Α' 28), μέσω προγραμματικής συμφωνίας στην οποία καθορίζονται επακριβώς τα πεδία ελέγχου, τα χρονοδιαγράμματα ελέγχου, καθώς και οι εργαστηριακές δοκιμές που κρίνονται κατά περίπτωση αναγκαίες για την τεκμηρίωση των διαδικασιών του ελέγχου. Στο τμήμα του έργου που ανατίθεται δεν περιλαμβάνεται η έκδοση διοικητικών πράξεων και η επιβολή κυρώσεων.
Άρθρο 26. Σύσταση Συντονιστικού Συμβουλίου Εποπτείας Αγοράς. 1. Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας. 2. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς αποτελεί γνωμοδοτικό όργανο προς την Εθνική Αρχή εποπτείας της αγοράς για το συντονισμό των υπηρεσιών της διοίκησης, τον προγραμματισμό, την παρακολούθηση της υλοποίησης του ετήσιου προγράμματος και τον απολογισμό του ελεγκτικού συστήματος. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, αποτελείται από έντεκα (11) μέλη, τα οποία ορίζονται για θητεία τριών (3) ετών και στη σύνθεση του μετέχουν: α. Ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας, ως Πρόεδρος. β. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Βιομηχανικής Πολιτικής και Εποπτείας Φορέων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας. γ. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών. δ. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας του Καταναλωτή. ε. Ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους. στ. Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολιτικής Ποιότητας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας. ζ. Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πιστοποίησης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. η. Ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης-Πιστοποίησης. θ. Ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Εργαστηρίων. ι. Ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγωγέων Ελλάδας. ια. Ένας εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του Συμβουλίου παρέχεται από τη Διεύθυνση Πολιτικής Ποιότητας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας. Η σύνθεση του Συμβουλίου μπορεί να διευρύνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα μέλη του Συμβουλίου έχουν υποχρέωση τήρησης των αρχών της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας εμπορικών πληροφοριών και μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρηση τους από το Συμβούλιο. 3. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Εποπτείας Αγοράς έχει ως αρμοδιότητες: α) Την παρακολούθηση του ετήσιου εθνικού προγράμματος εποπτείας αγοράς της χώρας μας στο πλαίσιο του Κανονισμού 765/20 08/ΕΚ, τον ετήσιο απολογισμό του ελεγκτικού συστήματος και τη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης του, τον οικονομικό απολογισμό του ετήσιου προγράμματος ελέγχων της αγοράς και την υποβολή τον Ιανουάριο κάθε έτους σχετικής έκθεσης προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. β) Το συντονισμό και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων, που δραστηριοποιούνται στους τομείς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, μετρολογίας, διαπίστευσης, πιστοποίησης, επιθεώρησης και εποπτείας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων και των κλαδικών, επαγγελματικών και καταναλωτικών οργανώσεων για την άντληση των κατάλληλων πληροφοριών και στοιχείων στην άσκηση του ελέγχου. γ) Την κατάρτιση και επικαιροποίηση κατευθυντήριων γραμμών, τη διενέργεια συγκρίσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία των ρητρών διασφάλισης, την άσκηση προκαταρκτικών ή βοηθητικών δραστηριοτήτων σχετικών με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, την εφαρμογή προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας και συνεργασίας με τρίτες χώρες, καθώς και την προώθηση των πολιτικών που εφαρμόζονται στους εν λόγω τομείς σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο. δ) Την εισήγηση και προώθηση δράσεων ενημέρωσης και προβολής για την εποπτεία της αγοράς οι οποίες υποβοηθούν, στηρίζουν, βελτιώνουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του συστήματος και καλλιεργούν την αντίληψη στον καταναλωτή και το χρήστη για την ορθή συμβολή του ελέγχου της αγοράς στην παραγωγή, τη διακίνηση και την εμπορία των προϊόντων. 4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εξειδικεύονται οι συναφείς αρμοδιότητες του Συντονιστικού Συμβουλίου Εποπτείας Αγοράς και τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας του. Με όμοια απόφαση μπορούν να του ανατίθενται και επιπρόσθετες αρμοδιότητες.
Άρθρο 27. Τήρηση Μητρώου Ελεγκτών. 1. Για την άσκηση των ελεγκτικών διαδικασιών και την πραγματοποίηση των ελέγχων στο πεδίο της αγοράς, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών, το οποίο ανανεώνει και επικαιροποιεί ετησίως. Όλα τα κλιμάκια των ελεγκτών που ασκούν ελέγχους σε φορείς και προϊόντα προέρχονται από το Μητρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών. Η ένταξη στο Μητρώο Εγκεκριμένων Ελεγκτών απαιτεί την εξειδικευμένη εκπαίδευση ή εμπειρία στους κανόνες και τις απαιτήσεις της εναρμονισμένης ευρωπαϊκής, καθώς και της εθνικής τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας. 2. Οι Ελεγκτές προέρχονται από το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, των άλλων συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων υπηρεσιών της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, των Ανεξαρτήτων Αρχών, καθώς και από το εξειδικευμένο προσωπικό των φορέων που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου. Ελεγκτές μπορεί να είναι και ιδιώτες εμπειρογνώμονες με γνώση, εμπειρία και εξειδίκευση στο αντικείμενο του ελέγχου. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και, όπου απαιτείται, των συναρμόδιων Υπουργών, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στα κριτήρια και στο όργανο αξιολόγησης, στις διαδικασίες επιλογής των ελεγκτών, στα προγράμματα εκπαίδευσης και εξειδίκευσης αυτών, στην έγκριση της τεχνικής τους επάρκειας, στην κατάρτιση και στην επικαιροποίηση του Μητρώου, καθώς και στις διαδικασίες που τηρούνται για τη σύνθεση των κλιμακίων ελέγχου.
Άρθρο 28. Αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων και εργαστηριακοί έλεγχοι. Για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των βιομηχανικών προϊόντων με την ισχύουσα τεχνική βιομηχανική νομοθεσία η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας εκπονεί και εφαρμόζει σε ετήσια βάση πρόγραμμα ελέγχων στα χαρακτηριστικά των προϊόντων σε επαρκή κλίμακα και σε όλη τη γεωγραφική επικράτεια της χώρας. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν την εξέταση της τεχνικής τεκμηρίωσης, του τεχνικού φακέλου των προϊόντων, των άλλων συνοδευτικών εγγράφων τους, καθώς και μακροσκοπικούς και εργαστηριακούς ελέγχους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, έπειτα από τις σχετικές δειγματοληψίες. Στους ελέγχους αυτούς λαμβάνονται υπόψη οι βασικές απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας, οι προδιαγραφές των προϊόντων, τα πρότυπα, η επικινδυνότητα των προϊόντων, οι ενδεχόμενες καταγγελίες καταναλωτών και χρηστών ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μπορεί να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να θέτουν στη διάθεση της τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες που κρίνει αναγκαία για τους σκοπούς της διεξαγωγής της εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της εισόδου των ελεγκτών στις εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων και της λήψης των απαιτούμενων δειγμάτων προϊόντων. Όταν οι οικονομικοί φορείς θέτουν στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας εκθέσεις ελέγχου ή πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση και έχουν εκδοθεί από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, αυτή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τις ανωτέρω εκθέσεις και πιστοποιητικά. Ειδικά στις περιπτώσεις διερεύνησης καταγγελιών, τηρούνται οι προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα του Πρώτου Κεφαλαίου του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999). Το κόστος των απαιτούμενων για τη διερεύνηση της καταγγελίας εργαστηριακών δοκιμών βαρύνει τον καταγγέλλοντα σε περίπτωση αβάσιμης καταγγελίας και τον ελεγχόμενο σε περίπτωση βάσιμης καταγγελίας. 2. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι που πραγματοποιούνται στα προϊόντα για τεκμηρίωση της συμμόρφωσης τους ως προς τις βασικές απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας αποφασίζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας και της κατά περίπτωση συναρμόδιας Υπηρεσίας. Οι έλεγχοι διενεργούνται από διαπιστευμένα εργαστήρια ή, αν δεν υπάρχουν διαπιστευμένα, από εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζει η κείμενη τεχνική βιομηχανική νομοθεσία. 3. Αν τα προϊόντα φέρουν ή υπόκεινται στην υποχρέωση να φέρουν σήμανση CE, οι έλεγχοι που διενεργούνται πρέπει να καλύπτουν τις απαιτήσεις όλων των σχετικών με το προϊόν διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μπορεί, για τις ανάγκες των εργαστηριακών ελέγχων, να συνάπτει διμερείς συμβάσεις συνεργασίας με εργαστήρια, στις οποίες καθορίζονται τα πεδία και οι κατηγορίες των δοκιμών, το αναλυτικό κόστος των αναλαμβανομένων δοκιμών και οι χρόνοι παράδοσης των αποτελεσμάτων. Τα εργαστήρια της παραγράφου αυτής επιλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί συμβάσεων. 4. Αν δεν υπάρχουν διαπιστευμένα εργαστήρια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των εργαστηριακών δοκιμών, μπορεί να επιλέγονται διαπιστευμένα εργαστήρια από άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα εργαστήρια αυτά μπορεί να επιλέγονται από τη διοίκηση και για λόγους αμεροληψίας και διαφάνειας ή ακόμα για συγκριτική αξιολόγηση δειγμάτων προϊόντων στις περιπτώσεις ενστάσεων από τους εμπλεκόμενους οικονομικούς φορείς.
Άρθρο 29. Βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες. 1. Για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται με τις κατά τόπους τελωνειακές αρχές. 2. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας, ως εθνική αρχή εποπτείας της αγοράς στα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ποιότητας που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος παρέχει προς τις τελωνειακές αρχές της Χώρας: α) κάθε σχετική πληροφορία για προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων για τα οποία έχει διαπιστωθεί σοβαρός κίνδυνος ή μη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες διατάξεις της τεχνικής νομοθεσίας, β) οδηγίες για την αποδέσμευση ή όχι βιομηχανικών προϊόντων, κατόπιν σοβαρής υπόνοιας ότι τα εν λόγω προϊόντα παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για τον χρήστη και τον καταναλωτή, ή το περιβάλλον, γ) οδηγίες για τους ελέγχους που μπορούν να διενεργούνται κατά τη θέση προϊόντων τρίτων χωρών σε ελεύθερη κυκλοφορία, για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης προς τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία. 3. Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στις υπηρεσίες εποπτείας αγοράς της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας κάθε σχετική με τα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα πληροφορία. 4. Οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν τη θέση ενός προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία στην κοινοτική αγορά και ενημερώνουν την εθνική αρχή εποπτείας αγοράς αν, κατά την πραγματοποίηση του ελέγχου, διαπιστωθεί ότι συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) το προϊόν εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές υπόνοιες ότι αυτό, ακόμα και με ορθή εγκατάσταση, συντήρηση και χρήση του, παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια των καταναλωτών, το περιβάλλον ή τη δημόσια ασφάλεια, β) το προϊόν δεν συνοδεύεται από την έγγραφη ή ηλεκτρονική τεκμηρίωση που απαιτείται από τη σχετική εθνική ή κοινοτική νομοθεσία ή δεν φέρει την επισήμανση που απαιτείται από την εν λόγω νομοθεσία, γ) το προϊόν φέρει πλαστή σήμανση ή παραπλανητική σήμανση CE. 5. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια ή αν θεωρήσει ότι δεν παραβαίνει τις ισχύουσες απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας, το προϊόν αποδεσμεύεται, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι υπόλοιπες απαιτήσεις και διατυπώσεις που αφορούν την αποδέσμευση. 6. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι το προϊόν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία, ενημερώνει άμεσα τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές και λαμβάνονται μέτρα για την απαγόρευση της διάθεσης του προϊόντος στην αγορά. Παράλληλα, τίθεται ειδική, κατά περίπτωση, επισήμανση, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 29 του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ, στο εμπορικό τιμολόγιο και σε οποιοδήποτε άλλο συνοδευτικό έγγραφο του προϊόντος ή ακόμα και στο ίδιο το σύστημα επεξεργασίας των δεδομένων, εάν η επεξεργασία αυτών πραγματοποιείται ηλεκτρονικά. Η ειδική επισήμανση τίθεται ακόμα και στις περιπτώσεις που το προϊόν δηλωθεί, εν συνεχεία, για άλλο τελωνειακό καθεστώς εκτός της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, εφόσον βέβαια δεν υπάρχει αντίθετη άποψη της εθνικής αρχής εποπτείας αγοράς. Η εθνική αρχή μπορεί να αποφασίσει με βάση την αρχή της αναλογικότητας για την επανεξαγωγή ή για την καταστροφή ή για την αχρήστευση με άλλο τρόπο του προϊόντος. 7. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει ότι τα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα παρουσιάζουν ελλείψεις στην τεχνική τους τεκμηρίωση ή στην επισήμανση τους ή δεν παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που επιβάλλεται να φέρουν από την τεχνική νομοθεσία, αναστέλλουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους και ενημερώνουν έγκαιρα τους εμπλεκόμενους οικονομικούς φορείς του άρθρου 31, προκειμένου να λάβουν το ταχύτερο δυνατόν μέτρα για την άρση των μη συμμορφώσεων. Αν η εθνική αρχή εποπτείας αγοράς διαπιστώσει την άρση των μη συμμορφώσεων, ενημερώνονται άμεσα οι τελωνειακές αρχές για την αποδέσμευση των προϊόντων.
Άρθρο 30. Συνεργασία με άλλες δημόσιες υπηρεσίες. 1. Για την ευρεία και αποτελεσματική εφαρμογή των ελεγκτικών μηχανισμών η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας οφείλει να συνεργάζεται, όπως και να συμμετέχει από κοινού σε ελέγχους με τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, τη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, το Γενικό Χημείο του Κράτους και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, καθώς και με την Ελληνική Αστυνομία. 2 Για την παροχή στοιχείων που αφορούν στις ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές ή στις συναλλαγές με τρίτες χώρες, αλλά και για τη λήψη στοιχείων ταυτότητας εισαγωγέων, παραγωγών, ή κατασκευαστών, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται συνεχώς και αδιαλείπτως με τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών και τις υπηρεσίες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. 3. Για τη βέλτιστη λειτουργία του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών [RAPEX], που λειτουργεί στη χώρα μας σχετικά με τα επικίνδυνα ή μη ασφαλή προϊόντα, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ' αριθ. Ζ3/2810/ 2004 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β'1885) και του Παραρτήματος II αυτής, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας οφείλει να συνεργάζεται και να παρέχει κάθε τεκμήριο, ενημέρωση ή πληροφορία με τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Αν λαμβάνονται ή πρόκειται να ληφθούν επείγοντα μέτρα για παρεμπόδιση ή για τον περιορισμό ή για την υποβολή σε όρους της εμπορίας ή της χρήσης ενός προϊόντος ή μίας παρτίδας προϊόντος, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας ενημερώνει αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και παρέχει άμεσα κάθε στοιχείο για την τεκμηρίωση της σχετικής απόφασης λήψης των σχετικών μέτρων. 4. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας συνεργάζεται με τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, καθώς και την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων για τα θέματα αρμοδιότητας τους, όπως αυτά απορρέουν από τις διατάξεις: α) του ν. 3431/2006 (Α' 13) β) του π.δ. 44/2002 (Α' 44) και γ) της απόφασης 50268/5137/2007 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β'1853). 5. Η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας μεριμνά για την αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και στοιχείων του ελέγχου, εξασφαλίζει την προστασία τους και ασκεί τη δέουσα χρήση αυτών σε όλες τις περιπτώσεις και μόνο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων και της εποπτείας της αγοράς.
Άρθρο 31. Υποχρεώσεις οικονομικών φορέων. 1. Οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών, των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, των εισαγωγέων και των διανομέων, οι οποίοι υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, ορίζονται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους. 2. Οι κατασκευαστές: α) Εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διάθεση των προϊόντων τους στην αγορά, αυτά είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις της αντίστοιχης τεχνικής νομοθεσίας. β) Καταρτίζουν την απαραίτητη τεχνική τεκμηρίωση και διενεργούν ή μεριμνούν για τη διενέργεια της εφαρμοστέας διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Όταν ολοκληρώνεται η συμμόρφωση του προϊόντος με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις, οι κατασκευαστές καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ και θέτουν τη σήμανση συμμόρφωσης στο προϊόν. γ) Φυλάσσουν την τεχνική τεκμηρίωση και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται στην αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, αφότου διατεθεί το προϊόν στην αγορά, η οποία είναι ανάλογη του κύκλου ζωής του προϊόντος και του επιπέδου κινδύνου του. δ) Εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι αναγκαίες διαδικασίες, ώστε να διατηρείται η συμμόρφωση στο σύνολο της παραγωγής. Οι αλλαγές στο σχεδιασμό ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και οι αλλαγές στα εναρμονισμένα πρότυπα ή τις τεχνικές προδιαγραφές με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση προϊόντος λαμβάνονται δεόντως υπόψη. ε) Οι κατασκευαστές, όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι το προϊόν παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, διενεργούν δοκιμές με δειγματοληψία στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν αρχείο με τις καταγγελίες τα προϊόντα για τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση και τις ενέργειες για τη συμμόρφωση ή την ανάκληση ή την απόσυρση τους και ενημερώνουν σχετικά τους διανομείς. στ) Εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή όποιο άλλο στοιχείο επιτρέπει την ταύτιση τους. Όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος, οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. ζ) Σημειώνουν το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση τους στο προϊόν ή, όταν δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. Η διεύθυνση πρέπει να υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον κατασκευαστή. η) Εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες θ) Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι το προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται προς την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών - μελών στα οποία έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν. ι) Οι κατασκευαστές παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά. 3. Οι εισαγωγείς: α) Είναι υποχρεωμένοι να διαθέτουν στην αγορά μόνο συμμορφούμενα προϊόντα. β) Διασφαλίζουν προτού διαθέσουν προϊόν στην αγορά ότι ο κατασκευαστής έχει διενεργήσει την κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπει η αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία. Επίσης, διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει την τεχνική τεκμηρίωση ότι το προϊόν φέρει την απαιτούμενη σήμανση ή τις απαιτούμενες σημάνσεις συμμόρφωσης, συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις παραπάνω απαιτήσεις στ' και ζ που τον αφορούν. Εφόσον ο εισαγωγέας θεωρεί ότι το προϊόν δεν συμμορφούται προς την αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, τότε δεν μπορεί να διαθέσει το προϊόν στην αγορά πριν το προϊόν συμμορφωθεί. Επίσης, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο. γ) Σημειώνουν το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση τους στο προϊόν ή, όταν δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. δ) Εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας, γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες. 4. Οι κατασκευαστές μπορούν να διορίζουν, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο. Οι υποχρεώσεις βάσει της παραγράφου 2, που τους αφορούν, και η κατάρτιση της τεχνικής τεκμηρίωσης δεν ανατίθενται σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο. Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι ασκούν τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνουν από τον κατασκευαστή. Η εντολή πρέπει τουλάχιστον να επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο να: α) τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ και την τεχνική τεκμηρίωση στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, β) παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, γ) συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τυχόν ενέργειες που έγιναν προς αποφυγή των κινδύνων που ενέχουν τα προϊόντα που καλύπτει η εντολή τους. 5. Οι εισαγωγείς, όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι το προϊόν παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, διενεργούν δοκιμές με δειγματοληψία στα προϊόντα που έχουν διατεθεί στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν αρχείο με τις καταγγελίες, τα προϊόντα για τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση και τις ενέργειες για τη συμμόρφωση ή την ανάκληση ή την απόσυρση τους και ενημερώνουν σχετικά τους διανομείς. 6. Οι εισαγωγείς που θεωρούν ότι το προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών - μελών στα οποία έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα διορθωτικά μέτρα που έλαβαν. 7. Οι εισαγωγείς τηρούν για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΚ στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να καταστεί διαθέσιμος στις εν λόγω αρχές, κατόπιν αιτήματος τους. 8. Οι εισαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα. Συνεργάζονται με τις αρχές, αυτές κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά. 9. Οι διανομείς: α) Ενεργούν με τη δέουσα προσοχή σε σχέση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις όταν καθιστούν διαθέσιμο προϊόν στην αγορά. β) Επαληθεύουν, προτού καταστήσουν το προϊόν διαθέσιμο στην αγορά, ότι αυτό φέρει τις απαιτούμενες σημάνσεις, ότι συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, καθώς και τις οδηγίες και τις πληροφορίες ασφάλειας γραμμένες στην ελληνική γλώσσα με τρόπο εύληπτο στους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις που τους αφορούν. Όταν οι διανομείς θεωρούν ότι το προϊόν δεν συμμορ-φούται προς την αντίστοιχη τεχνική νομοθεσία, τότε μπορούν να καταστήσουν διαθέσιμο το προϊόν στην αγορά αφού αυτό συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας. Οι διανομείς ενημερώνουν επίσης αμελλητί τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο. γ) Εξασφαλίζουν ότι, για όσο χρόνο το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωση του με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας. δ) Οι διανομείς που θεωρούν ότι το προϊόν που έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά δεν συμμορφώνεται προς την εφαρμοστέα κοινοτική και εθνική νομοθεσία διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, όπου αυτό είναι εφικτό, άλλως το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι διανομείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα διορθωτικά μέτρα που έλαβαν. ε) Οι διανομείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά. 10. Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και συνεπώς υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν διαθέτει προϊόν στην αγορά με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή διαφοροποιεί προϊόν που διατίθεται ήδη στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να θίξει τη συμμόρφωση προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. 11. Οι οικονομικοί φορείς αναφέρουν, εάν ζητηθεί, στις αρχές εποπτείας της αγοράς και για όσο χρονικό διάστημα προβλέπει η αντίστοιχη νομοθεσία την ταυτότητα των κατωτέρω: α) κάθε οικονομικού φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει προϊόν β) κάθε οικονομικού φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει προϊόν. 12. Άρνηση των κατασκευαστών, των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων, των εισαγωγέων και των διανομέων να συνεργαστούν με τα εντεταλμένα όργανα ελέγχου κατά την άσκηση των ελέγχων στις εγκαταστάσεις τους, παρεμπόδιση της εισόδου των οργάνων στους χώρους παραγωγής, αποθήκευσης ή διάθεσης προϊόντων ή άρνηση ανταπόκρισης στα αιτήματα των αρμόδιων αρχών για παροχή πληροφοριών και στοιχείων του προϊόντος, άρνηση για τη λήψη διορθωτικών μέτρων προς άρση των μη συμμορφώσεων ή για τη λήψη μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας στα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά, επισύρει διοικητικές κυρώσεις των υπευθύνων, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο. 13. Οι κατασκευαστές και οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι τους φυλάσσουν και τηρούν, στη διάθεση των αρμόδιων ελεγκτικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, την τεχνική τεκμηρίωση και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ για χρονικό διάστημα ανάλογο του κύκλου ζωής του προϊόντος και πάντως όχι λιγότερο από δέκα χρόνια, αφότου διατεθεί το προϊόν στην αγορά. Οι εισαγωγείς φυλάσσουν και τηρούν αντίστοιχα, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΚ και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να καταστεί διαθέσιμος στις εν λόγω υπηρεσίες, κατόπιν αιτήματος τους.
Άρθρο 32. Επιβολή κυρώσεων. 1. Αν το ελεγχόμενο προϊόν δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας του Παραρτήματος IV εκδίδεται, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας για την προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας και διάθεσης στην αγορά ή την οριστική απαγόρευση ή απόσυρση, εφόσον από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ελέγχων διαπιστώνεται ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οικείας νομοθεσίας. 2. Στους οικονομικούς φορείς του άρθρου 31, τα προϊόντα των οποίων, μετά από αιτιολογημένη διαπίστωση των αρμόδιων υπηρεσιών, δεν συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της τεχνικής βιομηχανικής νομοθεσίας του Παραρτήματος IV, ή στους οικονομικούς φορείς που δεν συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες εποπτείας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας κατά την άσκηση των ελέγχων ή αρνούνται τη λήψη μέτρων άρσης της μη συμμόρφωσης ή τη λήψη μέτρων περιορισμού της διάθεσης και κυκλοφορίας των μη συμμορφούμενων προϊόντων, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους. 3. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς οι οποίοι παραβαίνουν τη νομοθεσία είναι ανάλογες: α) της σοβαρότητας της μη συμμόρφωσης του προϊόντος, β) της επικινδυνότητας του προϊόντος, γ) του βαθμού άρνησης της συνεργασίας με τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες, δ) των επιπτώσεων του τυχόν προκληθέντος ατυχήματος και ε) των υποτροπών που αυτοί παρουσιάζουν στις δραστηριότητες τους. 4. Οι διοικητικές κυρώσεις στους παραβάτες οικονομικούς φορείς επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ύστερα από εισήγηση των ελεγκτικών υπηρεσιών για την εποπτεία της αγοράς της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας. Αν η μη συμμόρφωση προϊόντων έχει ως ενδεχόμενο σοβαρή επίπτωση για την ασφάλεια και υγεία του χρήστη ή καταναλωτή, οι επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις μπορούν να ανέλθουν μέχρι και του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και σε περίπτωση υποτροπής για παραβάσεις των άρθρων 22 έως 33. Το επιβληθέν ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εκατονταπλάσιου της αξίας του προϊόντος ή του δεκαπλάσιου της εκτιμώμενης ζημίας του ατυχήματος. 5. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εξειδικεύονται τα κριτήρια και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων, καθώς και ο τρόπος κλιμάκωσης των διοικητικών κυρώσεων της προηγούμενης παραγράφου. Με την έκδοση της απόφασης αυτής παύουν να ισχύουν οι διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στην τεχνική βιομηχανική νομοθεσία, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Παράρτημα IV. 6. Η επιβολή των κυρώσεων του παρόντος άρθρου τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπουν ειδικότεροι νόμοι όπως, ο Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (ν. 2960/2001) και οι περί λαθρεμπορίας διατάξεις.
Άρθρο 33. Εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης και Εθνικό Σημείο Επαφής. 1. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων εντός της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται στα προϊόντα που δεν υπόκεινται στην κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης ή σε πτυχές των προϊόντων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσία αυτής. 2. Εθνικό σημείο επαφής για τα προϊόντα που δεν υπόκεινται σε κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης, με βάση τις απαιτήσεις και την έννοια των διατάξεων του Κανονισμού 764/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 «για τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων εθνικών τεχνικών κανόνων στα προϊόντα που κυκλοφορούν νομίμως στην αγορά άλλου κράτους - μέλους και για την κατάργηση της Απόφασης αριθ. 3052/95/ΕΚ» ορίζεται η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η οποία λειτουργεί για το σκοπό αυτόν ως εθνικός συντονιστής των ενεργειών που αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού. Οι κατά περίπτωση ορισθείσες αρμόδιες ελληνικές αρχές για τα προϊόντα, τα οποία εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 764/2008/ΕΚ, οφείλουν να παρέχουν προς το εθνικό σημείο επαφής κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του και να το ενημερώνουν σε κάθε περίπτωση αναστολής κυκλοφορίας προϊόντος που αποφασίζεται σε εφαρμογή εθνικού κανόνα εντός του πλαισίου που ορίζει ο Κανονισμός 764/2008/ΕΚ. Το εθνικό σημείο επαφής εκπροσωπεί τη χώρα στα ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα και επιτροπές για όλα τα θέματα Αμοιβαίας Αναγνώρισης. 3. Το εθνικό σημείο επαφής για τα προϊόντα συνεργάζεται με τις επί μέρους ορισθείσες αρμόδιες ελληνικές αρχές για τα προϊόντα και ιδιαίτερα για τα θέματα που αφορούν: α. στη διεκπεραίωση των καθηκόντων του ως σημείου επαφής, β. στην ενημέρωση των οικονομικών φορέων, με χρήση κάθε πρόσφορου μέσου, γ. στη σύνταξη της ετήσιας έκθεσης, δ. στην αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του Κανονισμού 764/2008/ΕΚ. 4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται η υπ' αριθμ. Β 2366/144/26.1.1998 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης (Β' 59) και η υπ' αριθμ. 10581/1015/19.5.2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (Β' 706).
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα