Σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1376/2011)
Περίληψη: Χρηματιστηριακή εταιρεία. Υπεξαίρεση στην οποία προέβη ταμίας της Α.Χ.Ε. παρακρατώντας χρήματα από πώληση μετοχών. Αντικειμενική ευθύνη της Α.Χ.Ε. λόγω της πρόστησης με τον ταμία. Ενιαύσια παραγραφή των αξιώσεων από χρηματιστηριακές συναλλαγές. Στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη αξίωση προκύπτει από αδικοπραξία. Εννοια χρηματιστηριακών συναλλαγών. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 264/2009 απόφαση ΕφΑθ).
[...] Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., καθιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός εδράζεται στο ότι η απόφαση είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή στηρίζει την κρίση της, σε ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που δεν καλύπτει όλα τα απαιτούμενα, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου, στην περίπτωση κανόνα δικαίου, στοιχεία (ανεπαρκείς αιτιολογίες) (ΑΠ 821/2002, ΑΠ 1523/2001, ΑΠ 1267/2002, ΑΠ 720/2003, ΑΠ 90/2004, ΑΠ 463/2004). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις του νομικού συλλογισμού ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 383/2004) και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, εφ` όσον αυτό εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΑΠ 24/1992, ΑΠ 1547/1995). Η αντίφαση είναι ανάγκη να εντοπίζεται μόνο μεταξύ των αιτιολογιών της απόφασης και όχι μεταξύ αυτών και άλλων, διαδικαστικών ή όχι εγγράφων (ΑΠ 700/1986) ή μεταξύ νομικών συλλογισμών ή αξιολογήσεων της απόφασης, (ΑΠ 1357/2001) οι οποίες διατυπώνονται επάλληλα ή επικουρικά και στηρίζουν η κάθε μία, αυτοτελώς το διατακτικό της, οπότε δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 308/1999). Άρα, χωρεί η εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης, όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, ο οποίος εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ. ΑΠ 26/2004, Ολ. ΑΠ 24/1992, ΑΠ 463/2004, ΑΠ 15/2006). Ακόμη δε, υφίσταται ο λόγος αναίρεσης από άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, όταν η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα της αιτιολογίας εντοπίζεται στο νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών του δικαστή της ουσίας (Ολ. ΑΠ 12/1995, Ολ. ΑΠ 24/1992, ΑΠ 1/1992, ΑΠ 865/2003, ΑΠ 1420/2003, ΑΠ 462/2004), αλλά και όταν η διατύπωση της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογικού είναι ενδοιαστική και δεν στοιχειοθετεί αναμφίβολο πόρισμα. Ακόμη πρέπει η αντίφαση να έχει τη μορφή ανεπαρκών αιτιολογιών (ΑΠ 403/1995). Στην παρούσα περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής της η αναιρεσείουσα Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρεία προβάλλει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πιο πάνω περιγραφόμενη πλημμέλεια, εφ` όσον, με τις παραδοχές της: α)δέχεται υπεξαίρεση από τον σ` αυτή μνημονευόμενο "ταμία τίτλων", προστηθέντα υπάλληλό της, των ποσών που αναλυτικά, μνημονεύονται, χωρίς, στη συνέχεια, να διευκρινίζει, όπως όφειλε, πως και κατά ποιο τρόπο ο παραπάνω ταμίας τίτλων ανέλαβε τα χρήματα του αναιρεσίβλητου, β)δεν αναφέρει, ούτε επεξηγεί, γιατί η υπεξαίρεση αφορούσε χρήματα του αναιρεσίβλητου και όχι της εταιρείας, στην οποία είχαν περιέλθει αυτά. Αποτέλεσμα τούτων είναι να υπάρχει κενό, ως προς τον προσδιορισμό της ιδιότητας, με την οποία έγιναν οι αναλήψεις χρημάτων, συνακόλουθα δε, και ως προς την ύπαρξη ή μη πρόθεσής. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, δέχτηκε, εκτός των άλλων, ανέλεγκτα (άρθρ. 561 § 1 Κ.Πολ.Δ), όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα ακόλουθα: "Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών παρέδωσε, στις αρχές του έτους 1993, στον πρώτο εναγόμενο και μη διάδικο εν προκειμένω Α. Κ., με τον οποίο συνεδέετο φιλικώς και ο οποίος ετύγχανε τότε υπάλληλος από το 1991 της χρηματιστηριακής εταιρίας ............., το ποσό των 3.000.000 δραχμών, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό του (ενάγοντος) και μέσω της προαναφερόμενης χρηματιστηριακής, μετοχές της εταιρίας ..... Η παραγγελία εκτελέσθηκε και ο ενάγων απέκτησε 200 μετοχές της εταιρίας ... . Την 1η Ιουλίου 1993 ο προαναφερόμενος Α. Κ. προσελήφθη από την εναγομένη ήδη εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία με την επωνυμία ".........." και άρχισε να εργάζεται σ` αυτήν ως ταμίας τίτλων. Όπως αποδείχθηκε, ο άνω Α. Κ. έπεισε τον ενάγοντα - εφεσίβλητο - αντεκκαλούντα να "μεταφέρει" τις μετοχές του στην εναγομένη Α.Χ.Ε. Τον έπεισε να εκποιήσει τις προαναφερόμενες μετοχές του μέσω του Χρηματιστηρίου, με ενέργειες της εναγομένης - εκκαλούσης, η οποία είχε εκ του νόμου την δυνατότητα να ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές. Έτσι, ο άνω Α. Κ.. ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος και εξουσιοδοτημένος από αυτόν προφορικώς, παρήγγειλε στην εργοδότιδά του ήδη εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη Α.Χ.Ε. την εκποίηση των άνω 200 μετοχών (της εταιρίας ....) του ενάγοντος και αυτή εξετέλεσε την παραγγελία, την 22.7.1993, όπως προκύπτει και από την από την εναγομένη - εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη τηρούμενη και προσκομιζόμενη (σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο) και μη ειδικώς και συγκεκριμένα αμφισβητουμένη από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα (από τον ενάγοντα αναφέρεται αορίστως στην αντέφεσή του ότι αμφισβητείται τα μέγιστα η γνησιότητα και ακρίβεια του περιεχομένου του στην έφεση ενσωματωθέντος πίνακα), "Ιστορική Εκτύπωση Χρηματικής Καρτέλας" του: με όλες τις επί μέρους χρηματιστηριακές πράξεις που εξετέλεσε για λογαριασμό του, όπου στην άνω ημεροχρονολογία της 22.7.1993 πώλησε (εναγομένη - εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη) τις 200 αυτές μετοχές της ......: 20 μετοχές της ......... προς 14.195 δραχμές εκάστη, 80 μετοχές προς 14.200 δραχμές εκάστη και 100 μετοχές προς 14.225 δραχμές έκαστη, που δεν αμφισβητείται ειδικότερον ως προς το μερικότερο για κάθε πακέτο μετοχών επιτευχθέν συνολικώς τίμημα (μετ` αφαίρεση από αυτό της προμηθείας υπέρ της εναγομένης Α.Χ.Ε. 23.818 δραχμών) εκ δραχμών 2.818.582, ενώ περαιτέρω, όπως προκύπτει, από την άνω "Ιστορική Εκτύπωση Χρηματικής Καρτέλας" του ενάγοντος, ακριβώς την επομένη, 23.7.1993, αγοράσθηκαν με το άνω τίμημα των 2.818.582 δραχμών άλλες 50 μετοχές της ..΄.., προς 14.300 δραχμές εκάστη, συνολικής αξίας (μετ` αφαίρεση από αυτό της προμηθείας υπέρ της εναγομένης Α.Χ.Ε. 7.150 δραχμών) 722.150 δραχμών, απομένοντος πιστωτικού υπολοίπου 2.096.432 δραχμών στον λογαριασμό του ενάγοντος, όπως βασίμως ισχυρίζεται σχετικώς η εναγομένη στον "αριθμό 3 στο τρίτο κεφάλαιο" της ενδίκου εφέσεώς της. Το ποσό αυτό των 2.096.432 δραχμών ο άνω εναγόμενος Α. Κ., κατείχε και ενεργών υπό την προαναφερομένη ιδιότητά του, του ταμία τίτλων - προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης και αντεφεσιβλήτου ανέλαβε, ιδιοποιούμενος παρανόμως αυτό. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών, μη έχων αντιληφθεί τα ανωτέρω και τελών σε πλήρη άγνοια περί την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία - υπεξαίρεση του προαναφερομένου ποσού, απορριπτομένων ως αβασίμων των ταναντία υποστηριζόμενων από την εναγομένη ήτοι ότι ο ενάγων τελούσε σε γνώση των ενεργειών του εναγομένου, παρέδωσε στον άνω εναγόμενο, περί το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 1994, το ποσό των 5.000.000 δραχμών, με την συμφωνία και εξουσιοδότηση να αγοράσει ο τελευταίος με τα χρήματα αυτά για λογαριασμό του μετοχές της "......... ..........", μέσω της ήδη εκκαλούσης - αντεφεσιβλήτου Α.Χ.Ε. Η προαναφερομένη "......... .............." είχε δημοσίως ανακοινώσει αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και είχε απευθύνει πρόσκληση δημοσίας εγγραφής, η οποία θα διαρκούσε από 11 μέχρι 14 Ιανουαρίου 1994, μετά την ολοκλήρωση της οποίας θα ακολουθούσε η διαπραγμάτευση των παλαιών και νέων μετοχών του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας στην "κύρια αγορά" του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Επικείμενης, λοιπόν, της εισαγωγής της μετοχής της άνω τεχνικής εταιρίας στην χρηματιστηριακή αγορά, ο ενάγων παρέδωσε, όπως αποδείχθηκε, στον άνω εναγόμενο το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 5.000.000 δραχμών, το οποίο ο τελευταίος κατέθεσε στο ταμείο της εναγομένης ..... την 17.1.1994, εξεδόθη δε η σχετική, υπ` αριθμόν 1175/17.1.1994 απόδειξη εισπράξεως. Την 21.2.1994 ο εναγόμενος παρήγγειλε στην εναγομένη την, για λογαριασμό του ενάγοντος, αγορά 850 μετοχών της "...................", έναντι τιμήματος 5.864 δραχμών για κάθε μετοχή. Όπως, περαιτέρω αποδείχθηκε, την 25.2.1994 ο εναγόμενος, εν αγνοία του ενάγοντος, ο οποίος δεν παρέσχε τέτοια εξουσιοδότηση, πώλησε τις παραπάνω μετοχές. Ειδικότερον πώλησε (όπως προκύπτει και από την προαναφερομένη "Ιστορική Εκτύπωση Χρηματικής Καρτέλας" του ενάγοντος) : 600 μετοχές προς 5.340 δραχμές εκάστη, 100 μετοχές προς 5.345 δραχμές εκάστη και 150 μετοχές προς 5.350 δραχμές εκάστη, εισπράττοντας ως τίμημα το συνολικό ποσό των 4.541.000 δραχμών όπως με την αγωγή ζητείται, απορριπτόμενου του στην ένδικη έφεσή της περιεχομένου ισχυρισμού της εναγομένης για αοριστία του ενδίκου αγωγικού κονδυλίου εξ αιτίας μη ορθού μαθηματικού υπολογισμού λόγω μη αναφοράς στο συγκεκριμένο σημείο, όπου προστίθενται οι μετοχές της "....... ...........", των 600 μετοχών, αφού σε προηγούμενο σημείο της αγωγής εγένετο αναφορά των 850 συνολικώς αγορασθεισών μετοχών στις οποίες περιλαμβάνονται και οι 600 μετοχές. Το. προαναφερόμενο τίμημα των 4.541.000 δραχμών ο εναγόμενος Α. Κ. εισέπραξε ως ταμίας της εναγομένης, ιδιοποιούμενος παρανόμως και δεν απέδωσε στον ενάγοντα, ο οποίος αγνοούσε τα ανωτέρω, απορριπτόμενων ως αβασίμων των ταναντία υποστηριζόμενων από την εναγομένη ήτοι ότι ο ενάγων τελούσε σε γνώση των ενεργειών του εναγομένου. Έχει, επομένως, ο ενάγων αξίωση αποζημιώσεως συνολικού ύψους: 6.637.432 δραχμών (2.096.432 + 4.451.000 ), ήτοι 19.478,89 ευρώ. Το ποσό αυτό πρέπει η εναγομένη Α.Χ.Ε, αντικειμενικώς ευθυνόμενη λόγω της σχέσεως προστήσεως που την συνέδεε με τον άνω εναγόμενο Α. Κ., να του καταβάλλει, απορριπτόμενου ως αβασίμου του ισχυρισμού της ότι η προπεριγραφείσα αδικοπραξία που διέπραξε ο άνω Α. Κ. είναι παντελώς ανεξάρτητη της υπαλληλικής του σχέσεως με αυτή. Όπως εξ άλλου αποδεικνύεται στον ενάγοντα έχει επιδικασθεί για την ένδικη αξίωσή του εις βάρος του Α. Κ., κατόπιν αγωγής του κατ` αυτού και της ήδη εναγομένης Α.Χ.Ε, με την υπ` αριθμόν 4638/2001 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη με την παρέλευση άπρακτης, χωρίς εκ μέρους του άνω Α. Κ. άσκηση εφέσεως κατ` αυτής, τριετίας από της δημοσιεύσεώς της (ΚΠολΔ 518) το ποσό των 23.477,62 ευρώ. Περαιτέρω, η εναγομένη άσκησε έφεση κατά της προαναφερομένης αριθμού 4638/2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έγινε δεκτή και με την υπ` αριθμόν 648/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου εξαφανίσθηκε η άνω απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή του και τώρα ενάγοντος καθ` όσον αφορά στην και τώρα εναγομένη ΑΧΕ ως αόριστη. Με βάση τ` ανωτέρω, ισχυρίζεται, αβάσιμος, η εναγομένη ότι μη ορθώς η εκκαλουμένη, μετ` απόρριψη της ενδίκου αγωγής για τον πρώτο εναγόμενο, λόγω των ανωτέρω, ως απαραδέκτου, έπρεπε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 537 ΚΠολΔ και να επεκταθεί το ευνοϊκό αποτέλεσμα και "στους απλούς ομοδίκους που δεν προσέλαβαν 5638/ 2001 απόφαση". Ετσι, όμως, όπως διατυπώνεται ο ισχυρισμός της αυτός είναι άνευ έννομου επιρροής, διότι το τυχόν ευεργετικό αποτέλεσμα εκ του άνω άρθρου 537 ΚΠολΔ θα ηδύνατο να επικαλεσθεί υπέρ αυτού ο μη εν προκειμένω διάδικος Α. Κ. και όχι αυτή. Ισχυρίζεται, επίσης, η εναγομένη ότι, ομοίως, ο ενάγων αμφισβητεί συναλλαγές για αγορά 3.000 μετοχών της "........... ....", ποσού 10.250.000 δραχμών, που απωλέσθηκε και το οποίο είναι μεγαλύτερο. Ο ενάγων, όμως, δεν διεκδικεί τα χρήματα αυτά, ενώ, όπως αποδείχθηκε, ο άνω Α. Κ., εκμεταλλευόμενος την θέση του στην εναγομένη, ενεργούσε εν αγνοία των επενδυτών όπως έπραξε και σε άλλη περίπτωση, παραλείποντας να πιστώσει τον λογαριασμό του Γ. Κ. με το ποσό των 5.000.000 δραχμών, που είχε την 25.1.1994 καταθέσει για τον σκοπό αυτό στον τηρούμενο στην ....... ... Τράπεζα από την εναγομένη λογαριασμό και η οποία υποχρεώθηκε, μετά από την άσκηση αγωγής του (Γ. Κ.) κατ` αυτής να τον αποζημιώσει. Ακριβώς δε λόγω των ανωτέρω ατασθαλιών ο άνω Α. Κ. υποχρεώθηκε σε παραίτηση, απολύθηκε, την 31.12.1994 από την εναγομένη Α.Χ.Ε. αναγνωρίζοντας μάλιστα κάθε απαίτηση αποζημιώσεως της τελευταίας εναντίον του. Η εναγομένη, περαιτέρω, προβάλλει την ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παράγραφος 6 του ν. 3632/1928. Ισχυρίζεται, ειδικότερον, ότι πρόκειται για αξίωση πηγάζουσα από χρηματιστηριακή συναλλαγή, η οποία, ως τέτοια, έχει υποκύψει στην ως άνω παραγραφή. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι βάσιμος, διλότι εν προκειμένω πρόκειται για ενάσκηση εκ μέρους του ενάγοντος, με την ένδικη αγωγή του, αξιώσεως αποζημιώσεως από την σε βάρος του αδικοπραξία του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, για την οποίαν αυτή ευθύνεται, κατά τα άνω και σύμφωνα με όσα σχετικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσης, αντικειμενικώς ως προστήσασα και όχι για αξίωση πηγάζουσα από την διέπουσα τις χρηματιστηριακές συναλλαγές νομοθεσία". Με τις παραπάνω παραδοχές δεν υπάρχουν, πρόδηλα, αντιφατικές αιτιολογίες στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίες δεν στηρίζουν το πόρισμα του διατακτικού της εφ` όσον: α)γίνεται σαφής λόγος πως ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Α. Κ. εργαζόταν στην αναιρεσείουσα από 1.6.1993 ως "ταμίας τίτλων", β)ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του αναιρεσιβλήτου και ήταν εξουσιοδοτημένος απ` αυτόν, προφορικά, να ενεργεί τις πράξεις που ο τελευταίος του ανέθετε, γ)ήταν προστηθείς της αναιρεσείουσας, δ)ιδιοποιήθηκε, παράνομα, τα ποσά που στην απόφαση αναφέρονται, την αδικοπραξία (υπεξαίρεση) δε, αγνοούσε ο ήδη αναιρεσίβλητος, ε)ο τελευταίος αγνοούσε, ακόμη, την πώληση των μετοχών, που ο πιο πάνω υπάλληλος της αναιρεσείουσας ενήργησε, χωρίς εξουσιοδότησή του, στ)η αδικοπραξία αυτή δεν είναι ανεξάρτητη της υπαλληλικής σχέσης, η οποία συνέδεε τον δράστη με την αναιρεσείουσα, αφού ο πρώτος, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του στην εναγόμενη. Άρα αφού ο προσδιορισμός της θέσης του Α. Κ., ως "ταμία τίτλων" απλά οριοθετεί και προσδιορίζει την ιδιότητα με την οποία αυτός υπηρετούσε στην αναιρεσείουσα, δεν υφίσταται ασάφεια στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος προβάλλει τα αντίθετα, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, πλην άλλων, και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Αυτός υπάρχει όταν εχώρησε ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα ο οποίος ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και την γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Εσφαλμένη, κατ` ακρίβειαν, εφαρμογή, υπάρχει όταν αποδόθηκε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ορθά η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όμως, δεν εφαρμόστηκε ο ίδιος στην κρινόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, ανέλεγκτα, ο δικαστής της ουσίας υπάγονταν σ` αυτόν (Ολ. ΑΠ 36/1988, Ολ. ΑΠ 4/2006, ΑΠ 1393/2010, ΑΠ 159/2004). Για να είναι ορισμένος και, άρα, παραδεκτός, ο λόγος αυτός πρέπει: 1)να αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης και μάλιστα ενάριθμα, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού νόμου που παραβιάστηκε (Ολ. ΑΠ 32/1996, ΑΠ 1069/1983, ΑΠ 1148/1989, ΑΠ 1549/1997, ΑΠ 1658/1998, ΑΠ 1676/1998), καθώς και το περιεχόμενο της, 2)η νομική κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης για την έννοια της διάταξης αυτής και 3)το ερμηνευτικό ή υπαγωγικό της σφάλμα (Ολ. ΑΠ 32/1996), επιπρόσθετα δε, αν η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση αποφάνθηκε για την ουσία της υπόθεσης, απαιτείται να αναφέρονται με σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της κρίσης του για τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1353/2001). Και τούτο, διότι, μόνο κατ` αυτό τον τρόπο μπορεί να κριθεί, αν η νομική πλημμέλεια, η οποία αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 1036/2000, ΑΠ 1353/2001). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 15 παρ.6 του ν. 3632/1928, το οποίο δεν καταργήθηκε με το άρθρο 17 Ειναγ. Ν.ΑΚ, "πάσα αξίωση πηγάζουσα εκ χρηματιστηριακής συναλλαγής, παραγράφεται μετά πάροδο έτους από της λήξεως του έτους καθ` ό συνήφθη η συναλλαγή". Κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (15 ν. 3632/1928) "Χρηματιστήρια και συναλλαγαί εν τη εννοία του παρόντος νόμου είναι αι δικαιοπραξίαι αι χρηματιστηριακώς συναπτόμεναι και έχουσαι αντικείμενον χρηματιστηριακά πράγματα". Κατά το άρθρο 20 παρ.1 του ν. 1806/1988 "χρηματιστηριακές συναλλαγές κατά την έννοια του νόμου αυτού είναι μόνο: α)η πώληση της μετρητοίς, η οποία καταρτίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την κείμενη νομοθεσία για χρηματιστήρια αξιών, β)η πώληση με ειδικές συμφωνίες, όπως ενδεικτικά .... ..., γ)κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων....". Και, κατ` άρθρο 26 παρ.1 του ν. 2353/1997 "ως χρηματιστηριακές συναλλαγές νοούνται οι συμβάσεις των χρηματιστηριακών πραγμάτων που καταρτίζονται στο ΧΑΑ, σύμφωνα με τους εκάστοτε, ισχύοντες νόμους και κανονιστικές διατάξεις". Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ.1 εδ. δ` του ν.1806/1988, με την οποία ορίζεται ότι, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται ....., δ)οι διατάξεις της νομοθεσίας των χρηματιστηρίων, οι οποίες αντίκεινται στο νόμο αυτόν ή που αφορούν θέματα, τα οποία ρυθμίζονται απ` αυτόν". Δεν καταργήθηκε μεν η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 3632/1928, η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με το νέο νόμο, καταργήθηκε, όμως η διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3632/1928 η οποία αφορούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και ε)πάσα, εν γένει, παρεπόμενη δικαιοπραξία, σχετιζόμενη προς την ενέργεια και την εκτέλεση των αναφερομένων, περιοριστικά, στη διάταξη αυτή κυρίων χρηματιστηριακών συναλλαγών, μεταξύ των οποίων και η αγορά και πώληση τοις μετρητοίς. Αλλ` η διάταξη αυτή του άρθρου 16 εδ. ε` του ν. 3632/1928, επαναλαμβάνεται με διαφορετική διατύπωση, με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 στοιχ. γ του ν. 1806/1988, κατά την οποία χρηματιστηριακή συναλλαγή, κατά την έννοια του νόμου αυτού, είναι και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση των πιο πάνω συμβάσεων. Δηλαδή, οι παραπάνω διατάξεις, εφαρμόζονται, αποκλειστικά, σε συμβάσεις ακόμη και στις παρεπόμενες των κυρίων χρηματιστηριακών συναλλαγών, όπως είναι η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας (Ολ. ΑΠ 28/2007, Ολ. ΑΠ 16/2008, ΑΠ 358/2008, ΑΠ 30/2009, ΑΠ 264/2010, ΑΠ 328/2010). Εδώ η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε, ανέλεγκτα, ότι η υποχρέωση της αναιρεσείουσας προέρχεται από την αδικοπραξία που τέλεσε, σε βάρος του αναιρεσίβλητου, ο παραπάνω από αυτήν προστηθείς υπάλληλός της. Το ότι, επιπρόσθετα, δέχτηκε πως αυτό έπραξε, με πώληση στις 25.2.1994 των σ` αυτή αναφερομένων μετοχών, εν αγνοία του τότε ενάγοντος δεν μεταβάλλει, ασφαλώς την αδικοπρατική αξίωση, σε αξίωση από συμβατική σχέση, ώστε να έχει εφαρμογή η προβαλλόμενη ενιαύσια παραγραφή. Και αυτά, πέραν του ότι η αναιρεσείουσα εντελώς αόριστα προβάλλει τούτο, αφού, ούτε το περιεχόμενο της από μέρους της, ως προσβαλλόμενης διάταξης παρατίθεται, ούτε με σαφήνεια, το ερμηνευτικό σφάλμα της εφετειακής απόφασης, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ορθά θεώρησε, κατά τις, ουσιαστικά ανέλεγκτες παραδοχές της, πως ισχύει, στην κρινόμενη περίπτωση, η πενταετής, από αδικοπραξία παραγραφή. Άρα, και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης ο οποίος προβάλλει την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, εφ` όσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, η τελευταία πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Η δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της. (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-3-2009 αίτηση της Ανώνυμης Χρηματιστηριακής Εταιρείας με την επωνυμία ".........", για αναίρεση της με αριθμό 264/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα