Αλληλόχρεος λογαριασμός. Σύμβαση εγγύησης (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 1848/2011)
Περίληψη: Αλληλόχρεος λογαριασμός. Έννοια. Δεν είναι αναγκαίο ο λογαριασμός να κατέστη πιστωτικός διαδοχικά και για τα δύο μέρη, αρκεί να παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων. Πλασματική αναγνώριση καταλοίπου με παρέλευση άπρακτης της εύλογης προθεσμίας που παρέχεται στον πιστούχο προκειμένου να αντιλέξει στο γνωστοποιηθέν κατάλοιπο. Σύμβαση εγγύησης για την καταβολή του καταλοίπου από τον οφειλέτη. Ευθύνη εγγυητή για τη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πίστωσης, όταν αυτή είναι συμπληρωματική, ακόμη και εάν αυτός δεν έλαβε μέρος στην πρόσθετη σύμβαση. Ύψος ευθύνης. Εικοσαετής παραγραφή των αξιώσεων του δικαιούχου του καταλοίπου κλεισθέντος λογαριασμού κατά του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή.
[...] Όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων, που περιέχονται στα άρθρα 361, 874 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 669 του ΕμπΝ, 47 και 64 έως 67 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», αλληλόχρεος λογαριασμός υφίσταται, όταν δύο συμβαλλόμενα μέρη, από τα οποία, το ένα, τουλάχιστον, έχει την εμπορική ιδιότητα, συμφωνούν, ότι οι μεταξύ τους δοσοληψίες και απαιτήσεις, που θα προκύπτουν [και από τις δύο πλευρές] από τις μεταξύ τους συναλλαγές, δεν θα επιδιώκονται χωριστά και μεμονωμένα, αλλά θα καταχωρούνται σε έναν κοινό χρεοπιστωτικό λογαριασμό, με τον τύπο και τη μορφή χρεοπιστωτικών κονδυλίων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν, διά και από της καταχώρησης, την αυτοτέλειά τους, ώστε να μη μπορούν πλέον να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων [ΑΠ Ολ 31/1997 ΝοΒ 46,193, ΑΠ 857/2006 ΝοΒ 2007,705, ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 47,458, ΕφΑθ 483/2010 ΔΕΕ 2010,2010]. Για να είναι νόμιμη τέτοια αγωγή, με την οποία δηλαδή, ο δανειστής ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος οφειλέτης να του καταβάλει το κατάλοιπο αλληλόχρεου μεταξύ τους λογαριασμού, αρκεί να εκτιμάται, από το περιεχόμενο της, ότι παρασχέθηκε στα μέρη η δυνατότητα αμοιβαίων χρεοπιστώσεων, έστω και αν δεν προέβησαν, πράγματι, τα μέρη σε αυτές, αφού δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση ο λογαριασμός να κατέστη υποχρεωτικά πιστωτικός διαδοχικά και για τα δύο μέρη [ΑΠ 857/2006 ό.π., καθώς και σε ΧρΙΔ 2006,727, ΕφΠειρ 78/2008 ΔΕΕ 2009,82]. Αρκεί, συνεπώς, να υπήρχε η αμφίπλευρη δυνατότητα τουλάχιστον αποστολών [και από τα δύο δηλαδή μέρη], είναι δε αδιάφορο, αν, μετά τη σύναψη του αλληλόχρεου λογαριασμού που συμφωνήθηκε η υπαγωγή σε αυτόν των μεταξύ των μερών απαιτήσεων, πραγματικά έγιναν, κατά τη διάρκεια του, αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν το ένα, μόνο, από τα μέρη αυτά, διενήργησε τέτοιες αποστολές [ΑΠ Ολ 31/1997 ό.π., ΑΠ 1795/2007 ΧρΙΔ 2007,925, ΕφΘεσ 2602/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010,183, ΕφΑθ 4977/2008 ΕλλΔνη 2009,531]. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 874 του ΑΚ, δεν απαιτείται έγγραφο, αν η αναγνώριση χρέους αφορά κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει. Όταν, όμως, ο δανειστής που ενάγει επικαλείται σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει, καθώς και αναγνώριση εκ μέρους του οφειλέτη κατάλοιπου αλληλόχρεου λογαριασμού, δεν είναι, πλέον, υποχρεωμένος να καθορίσει και να αποδείξει όλα τα καθ’ έκαστον κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού, δηλαδή καθένα από τα κονδύλια του χωριστά με τα στοιχεία τους, όπως χρόνο και αιτία αυτών, αλλά μόνο υποχρεούται, απλώς, να προτείνει και να αποδείξει, ότι η απαίτηση του προέρχεται από τέτοια αιτία, δηλαδή από αλληλόχρεο λογαριασμό, με αναγνώριση του υπολοίπου του. Αντίθετα, όταν ο δανειστής που ενάγει επικαλείται μεν τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει χωρίς, όμως, να επικαλείται συγχρόνως και σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου του, έχει τότε την πρόσθετη υποχρέωση να προτείνει και να αποδείξει, επιπλέον, εκτός από την κατάρτιση της σύμβασης και το καθένα από τα κονδύλια του λογαριασμού χωριστά με τα στοιχεία τους [ΑΠ 857/2006 ό.π., ΑΠ 192/2005 ό.π., ΕφΑθ 483/2010 ΔΕΕ 2010,2010, ΕφΑθ 5361/2006 Αρμ 2007,1714]. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου [ΑΠ 1472/2004 Nomos, ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010,196, ΕφΠατρ 61/2004 ΕΕμπΔ 2005,87]. [...] Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 του ΑΚ, 47 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 και 112 του ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι, ο εγγυητής απαίτησης του δανειστή για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου που θα προέλθει από τη λειτουργία σύμβασης πίστωσης από ανοιχτό λογαριασμό, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης μέχρι του ποσού, για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πίστωσης προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση [συμπληρωματική] με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη, δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως του ποσού της αρχικής σύμβασης ή και των πρόσθετων, στη συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτή την εγγυήθηκε, δηλαδή αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου κάθε φορά χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη που προέρχεται από τη λειτουργία της σύμβασης [ΑΠ 1173/2001 ΕλλΔνη 43,407, ΕφΑθ 2753/2009 ΕλλΔνη 2010,167, ΕφΑθ 1695/2009 Nomos, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008,206]. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του παραπάνω άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ και των άρθρων 361, 674 του ΑΚ, 669 του ΕμπΝ και 64-67 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 συνάγεται ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλειά τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών που υπόκειται στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 249 του ΑΚ εικοσαετή παραγραφή και όχι στην πενταετή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 1 του ΑΚ στην οποίο υπόκεινται όχι όλες οι αξιώσεις μεταξύ εμπόρων αλλά εκείνες μόνο που έχουν ως περιεχόμενο την καταβολή τιμήματος για χορηγηθέντα εμπορεύματα ή την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση εργασιών, και την επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων [ΑΠ 910/2010 ΕπισκΕΔ 2010,1053, ΑΠ 715/2009 ΔΕΕ 2009,1358, ΕφΑθ 2889/2009 Nomos]. Επίσης στην ίδια γενική παραγραφή υπόκειται και η αξίωση του δικαιούχου του καταλοίπου έναντι του εγγυηθέντος υπέρ του πρωτοφειλέτη [ΕφΑθ 2889/2009 ό.π., ΕφΑθ 77620/2006 ΕλλΔνη 2006,1449, ΕφΑθ 6121/2006 ΕλλΔνη 2006,1690]. [...] (Απορρίπτει την έφεση.)
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα