Ποινική ευθύνη για σύνταξη ψευδούς και ανακριβούς ισολογισμού Ανώνυμης Εταιρίας (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 241/2011)
Περίληψη: Ανώνυμες εταιρείες. Σύνταξη ψευδούς και ανακριβούς ισολογισμού. ΑΕ. Ποινική ευθύνη συντάκτη. Ορκωτοί ελεγκτές - λογιστές: δημόσιοι υπάλληλοι. Απαιτήσεις εταιρείας και κατάταξή τους στον ισολογισμό. Μακροπρόθεσμες απαιτήσεις, των οποίων η προθεσμία εξοφλήσεώς τους λήγει μετά το τέλος της επόμενης χρήσεως, καταχωρίζοντας στον ισολογισμό (ενεργητικό) της προηγούμενης χρήσεως, εφ΄ όσον έχουν ήδη συντελεσθεί τα λοιπά παραγωγικά των απαιτήσεων περιστατικά. Πραγματικά περιστατικά. Κατάρτιση ψευδούς ισολογισμού, και δη καταχώριση στον ισολογισμό στοιχείου (μεταχρονολογημένης επιταγής), προκειμένου να εμφανιστεί κερδοφόρος, καίτοι γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο η επιταγή να πληρωθεί. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόλυτη ακυρότητα. Εγγράφων ανάγνωση. Δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του ισολογισμού που αναγνώσθηκε. Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Μέσα αποδείξεως. Δημόσια έγγραφα. Αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων στην ποινική δίκη. Διαφέρει από την πολιτική δίκη, αφού κατά του περιεχομένου τους επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο, πολύ δε περισσότερο άλλες έγγραφες αποδείξεις. Μη δέσμευση του ποινικού Δικαστηρίου από τον ισολογισμό που συνέταξε ο ορκωτός ελεγκτής - λογιστής. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
[...] Οι κρινόμενες από 26/4/2010 δύο αιτήσεις αναιρέσεως των Α. Κ. και Κ. Μ., έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν. Επειδή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 42α έως και 42ε του Ν. 2190 /1920 ο ισολογισμός της ΑΕ, που συντάσσεται ετησίως, πρέπει να εμφανίζει με απόλυτη σαφήνεια την αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας και δη την πραγματική εικόνα της περιουσιακής διαρθρώσεως, της χρηματοοικονομικής θέσεως της εταιρείας και των αποτελεσμάτων της χρήσεως αυτής. Οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρείας, ήτοι εκείνες η προθεσμία εξοφλήσεως των οποίων λήγει μέχρι του τέλους της επόμενης (ετήσιας) χρήσεως, καθώς και οι μακροπρόθεσμες, ήτοι εκείνες που η προθεσμία εξοφλήσεώς των λήγει μετά το τέλος της επόμενης (ετήσιας) χρήσεως, καταχωρίζονται στους οικείους λογαριασμούς του κυκλοφορούντος ενεργητικού, άρα και στον ισολογισμό της αμέσως προηγούμενης χρήσεως, υπό την εξυπακουόμενη όμως προϋπόθεση ότι έχουν ήδη συντελεσθεί τα λοιπά παραγωγικά των απαιτήσεων αυτών περιστατικά. Οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις καταχωρίζονται στο σκέλος του παθητικού και παρά πόδας του ισολογισμού (ΑΠ 809/2001, Επ.Εμπ.Δ. 2003,81). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 57 εδ. β του ίδιου ως άνω νόμο "τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή 300.000 δραχμών ή με την μια των ποινών αυτών, όποιος εν γνώσει συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμό εναντίον των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού". Κατά τα άρθρα 3 και 16 του ΠΔ 226/1992 "Περί συστάσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών", οι Ορκωτοί Ελεγκτές είναι αποκλειστικά αρμόδιοι για την άσκηση του τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης και των οικονομικών καταστάσεων, πλην των άλλων Νομικών Προσώπων, και των Ανωνύμων Εταιρειών, συνιστάται δε ο τακτικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων στην εξέταση των τηρουμένων βιβλίων κ.τ.λ.. Ο ορκωτός λογιστής είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 γ και 263Α του ΚΠΔ, αρμόδιος για την σύνταξη και έκδοση εγγράφων. (Ολ. ΑΠ 6/1995). Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται στο άρθρο 13 γ του ΚΠΔ ή άλλη διάταξη του ΠΚ. Για το λόγο αυτό έχει εφαρμογή και στην περιοχή του Ποινικού δικαίου το άρθρο 438 του Κ. Πολ.Δικ., κατά το οποίο "έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού". Στην ποινική όμως διαδικασία η αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων δεν είναι όπως στην πολιτική δίκη, αλλά επιτρέπεται κατά του περιεχομένου αυτών το εμμάρτυρο μέσο, πολύ δε περισσότερο άλλες έγγραφες αποδείξεις, σύμφωνα με την από το άρθρο 177 του ΚΠΔ καθιερωμένη αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων της ποινικής διαδικασίας. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά, για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται και να συγκρίνονται μεταξύ τους ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα του καθένα χωριστά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως συντρέχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού με διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 833,850/2010 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε, δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ` είδος μνημονεύει, ότι αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, από κοινού και εν γνώσει τους, τέλεσαν την αποδιδόμενη σ` αυτούς πράξη του άρθρου 57 εδ. β του ΚΝ 2190/1920, ήτοι από κοινού και εν γνώσει τους, συνέταξαν ισολογισμό ΑΕ, εναντίον των διατάξεων του ΚΝ 2190/1920, ο οποίος ήταν ψευδής και παραπλανητικός και εμφάνιζε ψευδώς ότι η εδρεύουσα στην ... και επί της οδού ... ......... , της οποίας ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο ουσιαστικός Γενικός Διευθυντής και η πρώτη η Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, είχε για το 2001 κέρδη που ανερχόντουσαν σε 107.669.678 δραχμές, ενώ η αλήθεια ήταν ότι η εταιρεία είχε παθητικό. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η εδρεύουσα στην ... και επί της οδού ..., ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...................................", ιδρύθηκε το 1997 ως ... (ανώνυμη εταιρεία λήψης και διαβίβασης εντολών) και από τις αρχές του 2000, κατόπιν σχετικής απόφασης (έγκρισης) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μετατράπηκε σε ... (ανώνυμη εταιρεία ...). Η εταιρεία ήταν οικογενειακή και το μεγαλύτερο μερίδιο των μετοχών το κατείχαν η πρώτη κατηγορουμένη (690.000 μετοχές που αντιστοιχούσαν σε 69% του μετοχικού κεφαλαίου), η αδελφή του δεύτερου κατηγορ. (200.000 μετοχές - 20% του μετοχικού κεφαλαίου) και ο δεύτερος κατηγορ. (3.000 μετοχές - 3% του μετοχικού κεφαλαίου). Οι λοιποί μέτοχοι ήταν ο Η. Τ., ο Β. Κ., ο Ε. Δ. και ο Μ. Τ., με ποσοστό 5%, 2%, 0,5% και 0,5% αντίστοιχα επί του μετοχικού κεφαλαίου. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ήταν η πρώτη κατηγορουμένη, ενώ ο δεύτερος κατηγορ. φερόταν και μάλιστα μέχρι τον Οκτώριο του 2001, αντικατασταθείς έκτοτε από τον Δ. Ε., ως ο εμπορικός Διευθυντής της, πλην όμως ήταν ο ουσιαστικά Γενικός Διευθυντής της, ενώ ο φερόμενος ως Διευθύνων Σύμβουλος της Β. Κ., που εξετάστηκε και ως μάρτυρας στο ακροατήριο, ενεργούσε υπό τις εντολές και την άμεση εποπτεία των κατηγορουμένων και ιδιαίτερα του δεύτερου. Οι κατηγορούμενοι μετείχαν και σε άλλες εταιρείες, όπως στην εδρεύουσα στην Κύπρο και ιδρυθείσα στο τέλος του 1999 εταιρεία με την επωνυμία ... , στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας μετείχε κατά 50% η ... και η οποία μετά την αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου, προς το σκοπό εκδόσεως νέων μετοχών και διάθεσής τους προς το κοινό, με δημόσια εγγραφή, εισήχθη τον Μάρτιο του 2001 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος της εδρεύουσας στο Λονδίνο (...) εταιρείας με την επωνυμία "......... . Κατά τα μέσα του 2001 η εταιρεία ......." απολάμβανε μεγάλης φήμης, διατηρούσε υποκαταστήματα στη ..., το ... και την ... και απασχολούσε υπαλληλικό προσωπικό 40 ατόμων, στο οποίο (προσωπικό) περιλαμβανόντουσαν και 20 πωλητές, ενώ δήλωνε ότι διαχειριζόταν επενδυτικά κεφάλαια ύψους δισεκατομμυρίων δραχμών και ότι είχε αναλάβει την αποκλειστική αντιπροσώπευση και διάθεση των Αμοιβαίων Κεφαλαίων της Βρετανικής Εταιρείας ................... . Μάλιστα τον Ιούλιο του 2001, η Διοίκηση της εταιρείας κάλεσε όλους τους υπαλλήλους της σε συγκέντρωση στο ξενοδοχείο "...............". Στη συγκέντρωση αυτή οι κατηγορ. και ιδιαίτερα ο δεύτερος, που όπως προαναφέρθηκε ήταν ο ουσιαστικός Γενικός Διευθυντής της, ανακοίνωσαν ότι τα αποτελέσματα της εταιρείας ήταν εντυπωσιακά και ότι ήταν έτοιμη να εισαχθεί, κατά τους επόμενους μήνες, στο Χρηματιστήριο της Κύπρου, όπως είχε εισαχθεί στο Χρηματιστήριο αυτό, κατά τον Μάρτιο του 2001, η προαναφερθείσα Κυπριακή και συμφερόντων, όπως προαναφέρθηκε, των κατηγορ. εταιρεία "..............", της οποίας, όπως ανέφεραν οι κατηγορ., οι μετοχές κατά το χρόνο αυτό (Ιούλιος του 2001) αποτιμούνταν με κέρδος 50% από την τιμή εισαγωγής τους. Ο δεύτερος κατηγορούμενος που όλοι γνώριζαν ότι ήταν ο ουσιαστικός Γενικός Διευθυντής της εταιρείας επικαλούμενος και επιδεικνύοντας την έκθεση της ελεγκτικής εταιρείας "........" ανέφερε ότι κατά την έκθεση αυτή οι μετοχές της "........." αποτιμούνταν και θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο, προς τουλάχιστον, 2.000 δραχμές τη μετοχή. Στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι ανακοίνωσαν ότι επειδή εξετίμησαν τη συνεισφορά των εργαζομένων στην επίτευξη των εντυπωσιακών αυτών αποτελεσμάτων, θα έδιναν τη δυνατότητα σ` αυτούς και τους οικείους τους, να γίνουν πρώτοι από όλους μέτοχοι της εταιρείας αγοράζοντας μετοχές προς 2.000 δρχ., που θα ήταν και η τιμή εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο. Η κίνηση αυτή θα γινόταν γιατί κατά τη νομοθεσία της Κύπρου, ως προϋπόθεση εισαγωγής των μετοχών μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο, ήταν η διασπορά των μετοχών σε 300 τουλάχιστον άτομα. Επικράτησε μεγάλη ικανοποίηση μεταξύ των υπαλλήλων της εταιρείας, στους οποίους είχε γνωστοποιηθεί και το από 15-3-2001 "........" της εταιρείας, που εκτιμούσε ότι τα μεγέθη των Ισολογισμών της εταιρείας για τα τρία επόμενα χρόνια θα εμφάνιζαν προς διάθεση υψηλά ποσά κερδών και δη για το 2001 μερίσματα ύψους 117.066.501 δραχμών, για το 2002 δρχ. 266.537.703 και για το 2003 400.521.584. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα μέχρι τα τέλη του 2001 να αγοράσουν μετοχές γύρω στα 250 άτομα, που ήταν υπάλληλοι της εταιρείας και συγγενείς ή γνωστοί τους (βλ. κατάθεση ...), ενώ ακόμη ο δεύτερος κατηγορούμενος από μεγάλο αριθμό υπαλλήλων έλαβε προσωπικά δάνεια, τάχα εμπιστευτικά, ώστε να νομίζει ο κάθε υπάλληλος ότι μόνο με αυτόν, λόγω της αποδόσεώς του, γίνεται το δάνειο και σε εξόφληση των δανείων έδινε μετοχές, τις οποίες οι δανειοδότες υπάλληλοι εκλάμβαναν ως ευνοϊκή μεταχείριση λόγω της διαβεβαιούμενης καλής πορείας της εταιρείας. Ενδεικτικά δάνεια έδωσαν: ο Ε. Δ. 10 εκατ. δραχμές, ο Κ. Λ. 70 εκατ. δρχ. και ο Δ. Ε. 45 εκατ. δρχ.. Τα χρήματα από τις μεταβιβάσεις των μετοχών κατατίθεντο σε προσωπικούς λογαριασμούς των κατηγορουμένων. Πλην όμως, η εικόνα που οι κατηγορούμενοι εμφάνιζαν ως προς την πορεία της εταιρείας δεν ανταποκρινόταν στα πράγματα, αυτοί δε προκειμένου να διατηρήσουν την εικόνα αυτή, ώστε να εξακολουθήσουν να προσελκύουν αγοραστές μετοχών, συνέταξαν εν γνώσει τους ψευδή και παραπλανητικό Ισολογισμό, που εμφάνιζε την εταιρεία με κέρδη 107.669.678 δραχμών. Τούτο είχε ως συνέπεια η πώληση των μετοχών να συνεχίζεται και μέχρι τον Ιούνιο του 2002 οι αγοραστές να έχουν φτάσει τους 300, μεταξύ δε αυτών ήταν και η μηνύτρια Α. Ο. που αγόρασε 250.000 μετοχές και κατέβαλε το ποσό του 1.467.351 Ευρώ, οι οποίες μετοχές, όπως δεν αμφισβητείται, ανήκαν στην εν των μεταξύ κάτοχο αυτού του αριθμού των μετοχών, αδελφή του δεύτερου κατηγορουμένου Β. Κ., στο λογαριασμό της οποίας και κατατέθηκε το τίμημα. Ο προαναφερθείς Ισολογισμός, που δημοσιεύθηκε πριν από την Τακτική Γενική Συνέλευση της 28-6-2002, είχε γνωστοποιηθεί τουλάχιστον από τις 29-4-2002, που συνεδρίασε το Δ.Σ. της εταιρείας και κλήθηκαν οι μέτοχοι στην ετήσια Γ.Σ. (βλ. υπ` αριθμ. 4306/7-6-02 ΦΕΚ) που τον ενέκρινε, ήταν δε νομιμοφανής και συνοδευόταν από πιστοποιητικό Ορκωτού Λογιστή, που όπως βάσιμα υποστήριζαν οι κατηγορούμενοι είναι δημόσιος υπάλληλος και συνακόλουθα ο από αυτόν ελεγμένος και πιστοποιημένος Ισολογισμός έχει την κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔικ ισχύ δημοσίου εγγράφου και παρέχει πλήρη απόδειξη για τα βεβαιούμενα από τον Ορκωτό Λογιστή ότι έγιναν ενώπιόν του ή από αυτόν, ήτοι ως προς την πιστοποίηση ελέγχου και την έκθεση τακτικού ελέγχου ως προς τις οποίες και ήταν καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιος, τις οποίες ο ίδιος διενήργησε, ανταποδεικνυομένου του ότι αυτός είναι ο συντάκτης της εκθέσεως με την προσβολή της ως πλαστής (βλ. Ολ. ΑΠ 6/1995 ως προς ιδιότητα ορκωτού λογιστή, ΑΠ 247/2010, ΑΠ 1016/2008, ΑΠ 146/2006). Πλην όμως τα περιστατικά της πιστοποίησης και του ελέγχου και συνακόλουθα το περιεχόμενο του Ισολογισμού, εφόσον δεν εντάσσονται στις περιπτώσεις του άρθρου 441 παρ. 1 και 2 εδ.α ΚΠολΔικ, ανταποδεικνύονται με όλα τα αποδεικτικά μέσα και με μάρτυρες, λόγω της υπαρχούσης εκ του περιεχομένου της πιστοποίησης και του ελέγχου αρχής εγγράφου αποδείξεως (άρθρ. 441 παρ. 2 εδ.β, 393 και 394 εδ. α ΚΠολΔικ). Οι κατηγορούμενοι λοιπόν προκειμένου να εμφανίσουν κερδοφόρο τον Ισολογισμό του 2001 αποφάσισαν, από κοινού και εν γνώσει τους, να καταχωρήσουν σ` αυτόν απαίτηση από επιταγή, η οποία, εν όψει του αναιτιώδους της αιτίας της και του χρόνου πληρωμής της, που θα ήταν έως 60 ημερών από της παραδόσεώς της, που θα ελάμβανε χώρα εντός του έτους χρήσεως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βραχυπρόθεσμη απαίτηση καταχωρητέα στον Ισολογισμό. Προς τούτο οι κατηγορούμενοι αποφάσισαν στις 20-12-2001 να καταρτισθεί μεταξύ της "...." και της εδρεύουσας στο Λονδίνο εταιρείας με την επωνυμία "...." μία σύμβαση οικονομικών υπηρεσιών σχετικών με την αγορά μετοχών, με αμοιβή που θα φερόταν ως προεξοφληθείσα με έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ιδιοκτήτης της "...." ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος της οποίας επίσης ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθυντής, ενώ η πλειοψηφία των μετοχών της ...... (69%) ανήκε στην πρώτη κατηγορουμένη (σύζυγό του), που ήταν και Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, ενώ ουσιαστικός Γενικός Διευθυντής της ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος (τυπικός ήταν ο Β. Κ.). Δηλαδή Διευθυντής και των δύο συναλλασσομένων εταιρειών ήταν το ίδιο πρόσωπο. Κατά τη σύμβαση αυτή που ήταν διάρκειας ενός έτους, η .... συμφώνησε να καταβάλει στην "...." το ποσό των 580.000 λιρών Αγγλίας, ως αμοιβή για την παροχή οικονομικών υπηρεσιών, σχετικών με την αγορά μετοχών, ώστε αυτή να μετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο άλλων εταιρειών και να μπορεί να εισαχθεί στη Χρηματιστηριακή αγορά ΑΙΠ του Λονδίνου (...). Η αμοιβή (4ος όρος σύμβ.) ορίστηκε να καταβληθεί "εφάπαξ στις 31-12-01, δι` επιταγής εισπρακτέας την 25-2-2002", ενώ στις 31-12-01 θα εκδιδόταν από τη Σύμβουλο, δηλαδή την .. , το αντίστοιχο παραστατικό. Πράγματι εκδόθηκε από την "... " το υπ` αριθμ. 57/31-12-01 τιμολόγιο, ποσού 322.596.000 δραχμών (ισοτιμία 580.000 λιρών Αγγλίας - άρθρ. 3 εδ. ε ΠΔ 367/1994 και άρθρ. 1 ΠΔ 1123/1980), με την αιτιολογία "αμοιβή για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών". Κατ` αρχάς η σύμβαση αυτή θα έπρεπε να συνοδεύεται από απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της ... , καθόσον λόγω του ποσού της, είναι πασίδηλο ότι εξερχόταν των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της .... και η αντισυμβαλλομένη εταιρεία .... ανήκε στο σύζυγο της κατόχου της πλειοψηφίας των μετοχών της, που, κατά τα προαναφερθέντα, ήταν και ουσιαστικός Γενικός Διευθυντής της (βλ. άρθρ. 23 παρ. 1 και 2 Ν. 2190/1920, όπως ισχύει - ΑΠ 2182/2007 ΕλΔικ 49, 1048, ΑΠ 1802/2001 ΕλΔικ 43, 1405, Εφ.Αθ. 9135/2005 ΕλΔικ 49,866). Ως εκ τούτου η σύμβαση ήταν άκυρη, η δε ακυρότητα αυτή δεν θεραπευόταν από το ότι τέτοια απόφαση θα ήταν τελείως τυπική, αφού η πρώτη κατηγορουμένη κατέχει ποσοστό μετοχών της .... μεγαλύτερο από τα 2/3 και συνακόλουθα δεν υφίστατο το απαιτούμενο από το νόμω 1/3 των μετοχών που θα μπορούσε να μη συμφωνήσει. Ενόψει των προεκτεθέντων δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη λήψη από την ........ μεταχρονολογημένης επιταγής, που περιελήφθη στο "κυκλοφορούν ενεργητικό" του Ισολογισμού και είχε ως αποτέλεσμα αυτός να εμφανίζεται κερδοφόρος, η δε εγγραφή αυτή πιστοποιήθηκε από τον ελέγξαντα τον Ισολογισμό ορκωτό λογιστή. Η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε κατά τον φερόμενο ως χρόνο εκδόσεως και πληρωμής της, ανταποδεικνυομένης αβάσιμης της διαπιστώσεως του ορκωτού λογιστή εισπράξεώς της (βλ. σελ. 12 του τακτικού ελέγχου). Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι η επιταγή δεν θα πληρωθεί και ότι η έκδοσή της έγινε με μοναδικό σκοπό να περιληφθεί ως εισπρακτέα απαίτηση από επιταγή 56 ημερών στον ισολογισμό. Διαφορετικά, χωρίς την επιταγή, η αναφερομένη στην από 20-12-2001 σύμβαση αμοιβή των 580.000 λιρών, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί στον Ισολογισμό, ως βραχυπρόθεσμη απαίτηση, αφού δεν είχαν συντελεσθεί τα λοιπά παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ήτοι δεν είχε εκκινήσει η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της ... , σε αντιπαροχή των οποίων θα καταβαλλόταν η αμοιβή από την ... . Δηλαδή η σύμβαση αυτή μπορούσε να καταχωρηθεί μόνο στο σκέλος του παθητικού του Ισολογισμού και παρά πόδας του (άρθρ. 42α Ν. 2190/1920) εν τέλει. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι η σύμβαση εκτελέστηκε τόσο κατά την παροχή των υπηρεσιών όσο και κατά την αντιπαροχή της αμοιβής. Παροχή υπηρεσιών για αμοιβή τέτοιου ύψους δεν αποδείχθηκε, ενώ τουλάχιστον λογιστική τακτοποίηση της αμοιβής πρέπει να έγινε, αφού διαφορετικά θα υπήρχε πρόβλημα με την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που θα ανακαλούσε την άδεια λειτουργίας της ... , πράγμα που δεν προκύπτει ότι έγινε, καθόσον η σχετική άδεια ανακλήθηκε για άλλη αιτία στις 21 Απριλίου 2005. Πλην όμως η λειτουργία της συμβάσεως, ήτοι τα παραγωγικά περιστατικά των εκατέρωθεν παροχών συντελέστηκαν εντός του έτους 2002 και συνακόλουθα η αμοιβή δεν μπορούσε να αναγραφεί στον Ισολογισμό του 2001 ως βραχυπρόθεσμη απαίτηση. Η κατάρτιση της συμβάσεως της 20-12-2001 απέβλεπε στην απόκτηση επιταγής εγγραπτέας στον Ισολογισμό, εν γνώσει των κατηγορουμένων ότι δεν υφίσταται απαίτηση από αμοιβή για το 2001, η δε εν συνεχεία εκτέλεση της συμβάσεως κατά ένα μέρος και δη ως προς το σύνολο της αμοιβής και μέρος των υπηρεσιών δεν αίρουν το δόλο τους. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 29-1-2002 αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της .... με την έκδοση 4.300.000 μετοχών ονομαστικής αξίας 1 λίρας εκάστης και ότι στα τέλη Φεβρουαρίου του 2002 αυτή προέβη στην ίδρυση θυγατρικής εταιρείας με την επωνυμία "................." με έδρα το Λονδίνο, μέσω της οποίας απέκτησε μετοχές της βρετανικής εταιρείας ".......". Τις σχετικές υπηρεσίες προσέφερε το Τμήμα Επιχειρηματικών Συμβούλων της .... , με επικεφαλής αρχικά τον Σ. Π. και στη συνέχεια τον Ν. Σ.. Η εργασία αυτή κατά τις εκτιμήσεις των απασχοληθέντων (βλ. κατάθεση Β. Κ.) εκτιμάται σε 40.000 λίρες. Στη συνέχεια η .... απέκτησε το 100% των μετοχών των εταιρειών "..." και "........", που εισφέρθηκαν σ` αυτήν τον Μάρτιο του 2002 από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ως συμμετοχή στην αύξηση του κεφαλαίου της. Η "...." ήταν κάτοχος του 100% των μετοχών της εταιρείας "......" και της ".........." που είχε στην ιδιοκτησία της ένα ακίνητο 4.000 τ.μ. στην ... και ένα διαμέρισμα 206 τ.μ. στην Πλατεία .... Η .... είχε στην ιδιοκτησία της μία πενταόροφη οικοδομή στην Αθήνα και επί της συμβολής των οδών ... και .... Για τις υπηρεσίες αυτές, που είχαν ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στο μετοχικό κεφάλαιο της ... κατά ποσοστό 70%, απασχολήθηκε το επιχειρηματικό τμήμα της .... και στις σχετικές διαδικασίες μετείχαν ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι εργαζόμενοι στην ..........., αλλά και η πρώτη κατηγορουμένη, ως δικηγόρος και βασική μέτοχος της ... . Οι υπηρεσίες αυτές, κατά τον Ν. Σ. (βλ. κατάθεσή του) αποτιμήθηκαν σε 80.000 λίρες. Η προσφορά άλλων υπηρεσιών σχετικών με την ένδικη σύμβαση δεν αποδείχθηκε. Για την απόδειξη της καταβολής της αμοιβής οι κατηγορούμενοι προσκόμισαν την από 21-5-02 κατάθεση της ......... , ποσά 793.400 Ευρώ της ... προς την ... . Το ποσό αυτό, που είναι κατά 52.244.950 δραχμές, ήτοι κατά 153.323 Ευρώ, μικρότερο της συμφωνηθείσας αμοιβής, δεν προκύπτει, χωρίς άλλο, ότι αφορά κατάθεση για την ένδικη αμοιβή, καθόσον δεν αναγράφει αιτιολογία, όπως γίνεται για άλλη καταβολή, που έγινε στις 31-12-2002 για τρίμηνη παράταση της ίδιας συμβάσεως και δη για ποσό 153.846 Ευρώ, που αιτιολογείται ως αμοιβή για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (βλ. αναγν. οικεία έγγραφα). Πλην όμως ο περί εξοφλήσεως της αμοιβής αυτής ισχυρισμός συνεπικουρείται και από την αναγνωσθείσα από 7-5-08 έκθεση του ορισθέντα ως εκκαθαριστή της .... από το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου Τ. Μ., καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων (βλ. κατάθ. Ν. Σ.) και του ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα επενέβαινε, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ενόψει των προεκτεθέντων οι κατηγορούμενοι, με τις παραπάνω ιδιότητές τους κατάρτισαν την εν λόγω σύμβαση και μολονότι δεν συνηθίζεται, κατά τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη να προπληρώνονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες, όρισαν προεξοφλητέα την αμοιβή της, ώστε να υφίσταται απαίτηση που να δικαιολογεί τη λήψη μεταχρονολογημένης επιταγής (56 ημερών) που μπορούσε να περιληφθεί στο ενεργητικό του Ισολογισμού της χρήσεως του 2001 και μολονότι γνώριζαν ότι, ελλείψει αντικρίσματος η επιταγή δεν θα πληρωθεί. Περαιτέρω, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η εκτέλεση της συμβάσεως κατά ένα μέρος ως προς την παροχή των υπηρεσιών και στο σύνολό της ως προς την αμοιβή, δεν αίρουν τον δόλο των κατηγορουμένων, ως προς τη δημιουργία εν γνώσει τους ανακριβούς στοιχείου δυναμένου να καταχωρηθεί στον Ισολογισμό, που είχε ως αποτέλεσμα αυτός να εμφανίζεται κερδοφόρος κατά 107.669.678 δραχμές, ενώ διαφορετικά θα εμφάνιζε παθητικό. Ήταν δηλαδή εν γνώσει τους ο Ισολογισμός ψευδής και παραπλανητικός. Ενόψει τούτων αποδείχθηκε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου στους κατηγορουμένους αδικήματος του άρθρου 57 εδ. β του ΚΝ 2190/1920, και πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι, ενώ η επί των ισχυρισμών τους απάντηση εμπεριέχεται στο σκεπτικό και δεν απαιτείται ιδιαίτερη επ` αυτών αιτιολογία, ούτε διάταξη στο διατακτικό, καθόσον είναι υπερασπιστικοί και όχι αυτοτελείς. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών, τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 του ΠΚ και 57 περ. β του ΚΝ 2190/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 42α έως 42ε του ίδιου νόμου. Επίσης, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με την έννοια που αναπτύχθηκε στην προδιαληφθείσα νομική σκέψη, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, περαιτέρω δε εκθέτει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς και τους συλλογισμούς υπαγωγής τούτων στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο, όπως αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του, τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει, χωρίς να δεσμεύεται από τον ισολογισμό που συνέταξε ο ορκωτός ελεγκτής-λογιστής, καίτοι ως υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ, ήταν αρμόδιος για την σύνταξη και πιστοποίησή του και ως εκ τούτου το έγγραφο αυτό είχε χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου, καθόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στην ποινική διαδικασία, σε αντίθεση προς τα ισχύοντα στην πολιτική δίκη, επιτρέπεται το εμμάρτυρον μέσον κατά του περιεχομένου δημοσίων εγγράφων και επί του προκειμένου κατά του περιεχομένου του ισολογισμού, το οποίο ανταποδεικνύεται με όλα τα αποδεικτικά μέσα και με μάρτυρες. Περαιτέρω, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα αναπτύσσονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και με βάση τα οποία το δικαστήριο δέχθηκε ότι η από 20/12/2001 σύμβαση επενδυτικών-οικονομικών υπηρεσιών που συνάφθηκε μεταξύ των εταιρειών .......... και η έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής από την δεύτερη από αυτές, κατέτειναν στη εν γνώσει των αναιρεσειόντων σύνταξη του αναφερόμενου στην απόφαση ψευδούς και παραπλανητικού ισολογισμού για το έτος 2001 και ότι η επιταγή αυτή δεν μπορούσε να περιληφθεί στο "κυκλοφορούν ενεργητικό" του επίμαχου ισολογισμού ως βραχυπρόθεσμη απαίτηση, αφού δεν είχαν συντελεστεί τα λοιπά παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ήτοι δεν είχε εκκινήσει η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρείας .......... , σε αντιπαροχή των οποίων θα καταβαλλόταν η αμοιβή από την εταιρεία ....... , αναλύοντας την έννοια της βραχυπρόθεσμης απαίτησης και γιατί ήταν τέτοια (βραχυπρόθεσμη απαίτηση) η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Κατά τις σαφείς δε παραδοχές της απόφασης, η σύμβαση αυτή μπορούσε να καταχωρηθεί μόνο στο σκέλος του παθητικού και παρά πόδας του. Περαιτέρω, δε η καταδίκη των αναιρεσειόντων για παράβαση του άρθρου 57 περ. β του ΚΝ 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 42α έως 42ε του ίδιου νόμου δεν δημιουργεί καμία ασάφεια μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης, όπως αυτοί αβάσιμα διατείνονται. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, κοινοί λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 1, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς με το αποδεικτικό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ, τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον πραγματοποιήθηκε όντως η ανάγνωση των εγγράφου αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωστέα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, κοινό, λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, εκ του ότι στην οικεία στήλη των αναγνωσθέντων εγγράφων, υπό τον αριθμό 1, φέρεται ότι αναγνώσθηκε "αντίγραφο ισολογισμού της εταιρείας ...... της 22/5/2002", όμως τέτοιος ισολογισμός δεν υφίσταται, αλλά υφίσταται ο από 29/4/2002 επίμαχος (και δημοσιευθείς) ισολογισμός, ο οποίος δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκε από το δικαστήριο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του ισολογισμού που αναγνώσθηκε, ο οποίος είναι ο επίμαχος ισολογισμός που αποτελεί και στοιχείο της κατηγορίας και συντάχθηκε πράγματι στις 29/4/2002 (και όχι στις 22/5/2002, όπως από προφανή παραδρομή καταχωρήθηκε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης), αφού άλλος ισολογισμός που να συντάχθηκε το έτος 2002 και να αφορά την ως άνω εταιρεία δεν αναγνώσθηκε, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτού κατέστη γνωστός και κατά το περιεχόμενό του στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν ως εκ τούτου τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους επ` αυτού, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο που αυτός καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και οι οποίοι αναιρεσείοντες σε κάθε περίπτωση δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση. Έπειτα από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, οι αιτήσεις των αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι τελευταίοι στα δικαστικά έξοδα(άρθρ583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 26/4/2010 αιτήσεις των Α. Κ. του Ι. και Κ. Μ. του Γ., κατοίκων ....., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 830, 855/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.
πηγή: nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα