Ανθρωποκτονία - Βρασμός ψυχικής ορμής – Ελαφρυντικές περιστάσεις (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας, αριθμός απόφασης 60-65/2004)
Περίληψη: Κηρύσσεται ένοχη για την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, η κατηγορουμένη, η οποία, έχοντας αποφασίσει να σκοτώσει τον σύζυγό της και ευρισκόμενη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, του κατέφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα, ενώ αυτός κοιμόταν, στο κεφάλι και σε διάφορα μέρη του σώματός του, με έναν χειροποίητο μπαλτά, τον οποίον εκείνη είχε αφαιρέσει κρυφά από το πατρικό σπίτι του θύματος αρκετούς μήνες προ του συμβάντος και τον είχε κρύψει στο συρτάρι της κουζίνας της, παρά δε το γεγονός ότι ο παθών ξύπνησε και προσπάθησε να αντιδράσει, η κατηγορουμένη συνέχισε να τον χτυπά με αγριότητα μέχρι τον αποκεφαλισμό του. Η κακή συμπεριφορά του θύματος προς την κατηγορουμένη κατά την διάρκεια του έγγαμου βίου τους, η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, συνίστατο στην σωματική και ψυχολογική κακοποίησή της, αλλά και στην εκ μέρους του σύναψη συχνών εξωσυζυγικών σχέσεων, γνωστών σε αυτήν, δεν δύναται να θεμελιώσει το στοιχείο του βρασμού ψυχικής ορμής, αφού, από όλες τις συνθήκες της πράξεως, συνάγεται ότι η κατηγορουμένη βρισκόταν σε ψυχική ηρεμία τόσο κατά την απόφαση όσο και κατά την εκτέλεσή της. Δεν αναγνωρίζονται οι ελαφρυντικές περιστάσεις της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη και της ειλικρινούς μεταμέλειας, αφού α) μόνη η καλή διαγωγή της κατηγορουμένης εντός της φυλακής, χωρίς την συνδρομή άλλων περιστατικών, δεν αρκεί για την θεμελίωση της εν λόγω περιστάσεως, και β) δεν προκύπτει ότι η κατηγορουμένη επέδειξε ειλικρινή μετάνοια μετά την τέλεση του αδικήματος.
Από όλη τη σχετική µε την απόδειξη κυρία διαδικασία, και ειδικότερα από τη χωρίς όρκο εξέταση των πολιτικώς εναγόντων και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό µε την απολογία της κατηγορουμένης, και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη, Σ.Τ., που γεννήθηκε το 1958 στο […] Έβρου, συνδέθηκε ερωτικά µε το θύμα, Δ.Τ., που είχε γεννηθεί το 1952, από το έτος 1974, σε ηλικία 16 ετών. Αφού συνέζησαν επί 11 έτη, παντρεύτηκαν το 1985, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Αρχικά διέμεναν στην Αθήνα, και αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Βόλο. Το θύμα εργαζόταν στον ΟΣΕ, ενώ η κατηγορουμένη, που είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, ασχολείτο µε τα οικιακά, ενώ παράλληλα φρόντιζε και την αδερφή της µε διανοητικά προβλήματα, που κατοικούσε μαζί τους αλλά διέμενε σε ξεχωριστό χώρο. Οι σχέσεις τους, ενώ οι μάρτυρες τις εμφανίζουν ως άριστες, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε ότι, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης σχέσης τους και συμβίωσης, το θύμα την κακοποιούσε ψυχικά και σωματικά, κτυπώντας την βίαια, εξυβρίζοντάς την και εξευτελίζοντάς την ως γυναίκα. Σχετικά παράπονα όμως δεν είχε εκφράσει ούτε σε συγγενείς της ούτε σε συγγενείς του θύματος. Μια ημέρα άκουσε κλάματα η γειτόνισσά της και μάρτυρας, Ε.Σ., που προήρχοντο από το σπίτι της κατηγορουμένης, χωρίς όμως ούτε η ίδια να της εκφράσει παράπονα, αν και κάνανε παρέα. Βέβαια, ο μάρτυρας Κ.Β. κατέθεσε ότι έμαθαν πως το θύμα είχε και εξωσυζυγικές σχέσεις, ενώ όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν πως η κατηγορουμένη αγαπούσε το σύζυγό της, τον περιποιόταν και τον ζήλευε. Κατά καιρούς επισκέπτονταν το χωριό του θύματος στα Τρίκαλα, όπου διέμενε ο πατέρας του, και από εκεί, τον Αύγουστο του 2003, είχε πάρει η κατηγορουμένη ένα χειροποίητο µπαλτά (τσεκούρι). Στις 23.12.2003 και περί ώρα 6.30΄ ο σύζυγος της κατηγορουμένης επέστρεψε από την εργασία του, από τον ΟΣΕ. Φάγανε μαζί, και πριν αυτός κοιμηθεί της ζήτησε να του ετοιμάσει για μετά τον ύπνο καθαρά ρούχα και ζεστό νερό για να κάνει μπάνιο. Η κατηγορουμένη νευριασμένη εξέφρασε σ’ αυτόν την υπόνοιά της ότι επρόκειτο να συνευρεθεί µε άλλη γυναίκα και ήταν πρόφαση ότι ήθελε να επισκεφθεί ένα γιατρό, και διαπληκτίστηκαν έντονα. Στη συνέχεια το θύμα κοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού. Η κατηγορουμένη αρχικά, και ώσπου να κοιμηθεί το θύμα, παρέμεινε καθισμένη και αυτή στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση, στη συνέχεια, νιώθοντας συναισθήματα αγανάκτησης και εκδικητικότητας κατά του συζύγου της για πολλοστή φορά, ένεκα των όσων εκτέθηκαν, ότι διαχρονικά υφίστατο από αυτόν, πήγε στην κουζίνα και από το συρτάρι πήρε τον µπαλτά τον οποίο είχε αφαιρέσει από το πατρικό σπίτι του άντρα της στη […] Τρικάλων, τον Αύγουστο του 2003. Και ενώ ο σύζυγός της κοιμόταν και δεν μπορούσε να αμυνθεί, µε έκδηλη αγριότητα του κατέφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα µε το µπαλτά στο κεφάλι του και σε άλλα σημεία του σώματός του. Στα πρώτα χτυπήματα εκείνος ξύπνησε και την έβρισε. Όμως η κατηγορουμένη συνέχιζε να τον χτυπά, μέχρι που του προκάλεσε τον αποκεφαλισμό του. Στη συνέχεια, αφού άλλαξε τα ρούχα της που ήταν γεμάτα αίματα, ενημέρωσε τηλεφωνικά το θείο της, Π.Γ., και τον αδερφό της, Τ.Τ., για την πράξη της, και για να επιληφθούν της άρρωστης αδερφή της, και, παραλαμβάνοντας ορισμένα προσωπικά της είδη, εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα Βόλου, όπου ομολόγησε την πράξη της. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη της σε βρασμό ψυχικής ορμής. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν δεν προέκυψε η ύπαρξη κάποιου άλλου κινήτρου πλην αυτών που επικαλέστηκε η κατηγορουμένη, ότι δηλαδή επί σειρά ετών υπέστη την κακή συμπεριφορά του θύματος, εστιαζόμενη σε προσβολές της τιμής της, ξυλοδαρμούς και, ομολογημένες προς αυτήν, συχνές εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις του. Ενόψει των ως άνω προαναφερομένων συνθηκών στον αμέσως προ του φόνου χρόνο, δεν προέκυψε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του θύματος προκάλεσε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση συναισθήματος μίσους και εκδικητικότητάς της κατ’ αυτού, μάλιστα τέτοιας εντάσεως που η ψυχική της αυτή κατάσταση να φτάσει σε βαθμό που να αποκλείει τη σκέψη και να αίρει την εκ μέρους της δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που οδηγούν στην ως άνω πράξη ή απωθούν από αυτήν. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη σε ψυχική ηρεμία αποφάσισε και σε ψυχική ηρεμία τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας, αφού από το καλοκαίρι του 2003 αφαίρεσε από το χωριό του θύματος τον μπαλτά με τον οποίον εκεί έκοβαν ξύλα, χωρίς μάλιστα να ενημερώσει γι’ αυτό κανέναν, και περίμενε να κοιμηθεί πρώτα ο σύζυγός της στον καναπέ, στον οποίο κάθισε και η ίδια βλέποντας τηλεόραση, και μετά, αφού οδηγήθηκε στην κουζίνα, πήρε τον μπαλτά που τον είχε κρυμμένο σε κάποιο συρτάρι. Στη συνέχεια, αφού βεβαιώθηκε ότι ο σύζυγος κοιμόταν και δεν θα της έφερε αντίσταση, διότι, όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες, το θύμα ήταν μεγαλόσωμο και γυμνασμένο, και αν ήταν ξυπνητό μπορούσε το ίδιο να αμυνθεί και η κατηγορουμένη να μην δύναται να εκτελέσει την ειλημμένη απόφασή της, του κατέφερε πολλαπλά κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματός του. Στα πρώτα χτυπήματα το θύμα ξύπνησε και προσπάθησε να αντιδράσει, όμως η κατηγορουμένη, αντί να σταματήσει την ανθρωποκτόνο δράση, συνέχισε να τον χτυπά μέχρι που τον αποκεφάλισε.
Στη συνέχεια, αφού σκέπασε το σώμα του με μια κουβέρτα και ειδοποίησε το θείο της και τον αδερφό της για την πράξη της αυτή, και για να ενδιαφερθούν για την καθυστερημένη αδερφή της, αφού πλύθηκε από τα αίματα, άλλαξε ρούχα, και παίρνοντας μαζί της ένα σακ-βουαγιάζ, στο οποίο τοποθέτησε επιμελώς ρούχα της, εμφανίστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Βόλου, όπου και ομολόγησε την πράξη της. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Όμως, πρέπει να αναγνωρισθεί στην κατηγορουμένη η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α΄ ΠΚ, διότι, όπως προκύπτει από το υπάρχον στη δικογραφία δελτίο ποινικού μητρώου, η κατηγορουμένη δεν έχει δικαστεί μέχρι σήμερα σε ποινή φυλάκισης. Περαιτέρω, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε΄ ΠΚ, το ότι δηλαδή η κατηγορουμένη, επί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της ως άνω πράξης, συμπεριφέρθηκε καλώς, μόνη η συμπεριφορά της κατηγορουμένης και κρατουμένης στις φυλακές, και για µόνο το χρονικό διάστημα της κράτησής της, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δεν μπορεί να θεμελιώσει και να αιτιολογήσει την απαιτούμενη καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της, διότι η καλή διαγωγή της κρατουμένης στη φυλακή συνήθως είναι εξαναγκαστική διαγωγή, λόγω του σωφρονιστικού συστήματος, και δεν προέρχεται εξ αγαθού συνειδότος και αγαθού προαιρέσεως, αλλά είναι συνήθως υποκριτική, οφειλόμενη στην ελπίδα να επιτύχει την αναγνώριση της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως (ΑΠ 2036/2001 ΠοινΔικ 2002, 482, ΜΟΕφΘράκης 7/2002 Νόµος). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της κατηγορουμένης, όσο χρόνο βρίσκεται στη φυλακή όπου κρατείται, είναι τέτοιας φύσεως που να δικαιολογεί την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης, αλλά ούτε αποδείχθηκε και η συνδρομή και άλλων περιστατικών που να ενισχύει την καλή αυτή συμπεριφορά. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη επέδειξε την ειλικρινή μετάνοια μετά την τέλεση της πράξης της. Επομένως, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να της αναγνωρισθούν οι παραπάνω ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 παρ. 2 εδ. ε΄ και εδ. δ΄ ΠΚ. [...]
πηγή: www.nb.org/blog
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα