Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Φωτογραφίες προερχόμενες από κάμερες κλειστού κυκλώματος εγκατεστημένες σε κατάστημα χωρίς άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων λαμβάνονται υπόψη σε ποινική δίκη ως τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα για την τέλεση αξιόποινης πράξης (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σάμου, αριθμός απόφασης 634/2012)

[...] Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α του Ν 2472/1997 έχει εκδώσει τις με αριθμούς 1122/2000 και 1/2011 οδηγίες για το θέμα των κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόραση, που λειτουργεί μονίμως, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Κατ’ εξαίρεση, τέτοιου είδους λήψη (μόνιμη, συνεχής ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα) και επεξεργασία είναι νόμιμη, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, υπό τις προϋποθέσεις του Ν 2472/1997, εφόσον ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας. Κριτήριο για τη νομιμότητα της επεξεργασίας είναι: α) η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η επεξεργασία επιτρέπεται εφόσον ο σκοπός της δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξ ίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή για το άτομο μέσα (όπως π.χ. ανιχνευτές στην είσοδο και την έξοδο κλειστών χώρων), και β) η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας πρέπει να υπερέχει καταφανώς, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν βλάπτονται οι προσωπικές τους ελευθερίες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. Ε΄ της οδηγίας αυτής, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του προηγούμενου αντίστοιχου εδαφίου σύμφωνα με την 2162/10.6.2005 τροποποίηση της ως άνω οδηγίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόραση εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν 2472/1997. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την υπ’ αριθ. 84/2002 Απόφαση της έκρινε ότι με την Οδηγία της υπ’ αριθμ. 1122 της 26.9.2000 έχει γίνει δεκτό ότι η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του ατόμου, ότι κατ’ εξαίρεση η λήψη και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης είναι νόμιμη χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, υπό τις προϋποθέσεις του Ν 2472/1997,εφόσον ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών και ότι, ως προελέχθη, κριτήρια για τη νομιμότητα της επεξεργασίας αποτελούν οι αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι πρέπει να εξετάζεται αν το μέσο είναι το απολύτως αναγκαίο για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή για το πρόσωπο μέσα που έχουν κριθεί ή αποδεικνύονται ανεπαρκή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ το συμφέρον του υπευθύνου της επεξεργασίας είναι υπέρτερο των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδες ελευθερίες τους. Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, αποφάσισε ότι η εγκατάσταση του κλειστού συστήματος τηλεόρασης και βιντεοπαρακολούθησης σε χώρους εισόδου και άλλους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων είναι το αναγκαίο μέσο για την προστασία των πελατών, εφόσον δεν είναι δυνατός ο έλεγχος με τη φυσική παρουσία των υπαλλήλων καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, η δε λήψη εικόνας από την είσοδο ή άλλους κοινόχρηστους χώρους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει υπέρμετρα την ιδιωτικότητα των ατόμων, δεδομένου ότι η επεξεργασία καταγράφει δραστηριότητες προσώπων που λαμβάνουν χώρα σε δημόσια θέα. Είναι γνωστό ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται τόσο από το διεθνές και κοινοτικό δίκαιο, όσο και από το εθνικό δίκαιο. Εκ μέρους μάλιστα του τελευταίου όχι μόνο σε επίπεδο τυπικών νόμων, αλλά και από συνταγματικές διατάξεις. Η ιδιωτική ζωή προστατεύεται πρωτίστως από την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, αλλά και από την αυθαίρετη επέμβαση σ’ αυτήν ιδιωτών. Στο δε άρθρο 19 της με αριθμό 1/2011 οδηγίας της Αρχής ορίζεται ότι στα καφενεία, εστιατόρια και λοιπούς χώρους εστίασης, όσο και σε σημεία εισόδου και εξόδου των καταστημάτων, στα ταμεία, αποθήκες κτλ, επιτρέπεται η εγκατάσταση συστημάτων - βιντεοεπιτήρησης για την ασφάλεια των χώρων και των αγαθών, που διακινούνται. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης και αναψυχής(ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά). Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται υπό των διατάξεων των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντ. Υπάρχουν όμως και από πλευράς ποινικού δικαίου διατάξεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 370-370Γ ΠΚ και από πλευράς Ποινικής Δικονομίας η διάταξη του άρθρου 177 §2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 370Α §4 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε, η πράξη της §3, ήτοι η χρήση παρανόμου αποκτηθεισών πληροφοριών, μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων, δεν είναι άδικη εάν η χρήση έγινε ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εξάλλου κατά τη διάταξη της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Τα ανωτέρω ισχύοντα μεταβλήθηκαν με το Ν 3674/10.7.2008. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 10 §1 του νόμου αυτού τροποποιήθηκε το άρθρο 370Α ΠΚ, επήλθε διεύρυνση των υπαγομένων σν αυτό περιπτώσεων, θεσπίστηκε η σε βαθμό κακουργήματος τιμωρία των υπαιτίων και καταργήθηκε η ανωτέρω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου αυτού, που προέβλεπε την άρση του αδίκου της χρήσεως των παρανόμως αποκτηθεισών πληροφοριών, μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων. Εξάλλου με την §2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε και η §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ ως εξής: αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Αλλά και μετά την επελθούσα αποσπασματική αυτή νομοθετική μεταβολή, η δικονομική αξιοποίηση τέτοιων μέσων θα κριθεί και πάλι σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου, Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Αρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου. Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζητήσεως της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμου κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είχε υπέρ είχε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ' αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της υπό της διατάξεως του άρθρου 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ. θεσπιζόμενης αρχής της αναλογικότητας, παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά). Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094). Ετσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετία όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε όχι παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινία και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει όχι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan v United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά γίνονται δεκτά και από τη θεωρία στη χώρα μας (Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, «Το άρθρο 370Α ΠΚ και οι πρόσφατες εξαγγελίες για τη τροποποίηση του» ΠοινΔικ 2008,462, κατά την οποία, στην πραγματικότητα, κανένα...ατομικό δικαίωμα -ακόμη και αν ανήκει στα απολύτως ανεπιφύλακτα- δεν προστατεύεται τελικώς με απόλυτο τρόπο, όσο συνυπάρχει και συγκρούεται με άλλα επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα, δικαιώματα, όπως π.χ. με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 Συντ.). Ετσι και μετά την επελθούσα με τις προαναφερθείσες διατάξεις νομοθετική μεταβολή, ήτοι με την κατάργηση της §4 του άρθρου 370Α ΠΚ και την αντικατάσταση της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, με τις οποίες καθιερώνεται η απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης των παρανόμως αποκτηθέντων υπό των ιδιωτών αποδεικτικών μέσων, πρέπει να λεχθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να κατισχύσουν των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων (βλ. Ζύγουρα, ό.π.Χ Διαφορετικά οδηγούμαστε σε απαράδεκτες καταστάσεις και τραγικά αδιέξοδα, που τορπιλίζουν κάθε έννοια δικαίου, δυναμιτίζουν την κοινωνία και παρωθούν ενδεχομένως τους κοινωνούς σε έκνομη συμπεριφορά. Μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών (ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά). Επομένως, γίνεται δεκτό ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014). Στην προκείμενη περίπτωση με τη σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος ζητεί να μη ληφθούν υπόψη κατ' άρθρο 177 §2 ΚΠΔ από το Δικαστήριο σειρά φωτογραφιών (με αριθμό αναγνωστέου 5), οι οποίες προέρχονται από κλειστό κύκλωμα καταγραφής βίντεο, το οποίο λειτουργεί εντός του καταστήματος (ψησταριά) της παθούσας, για το λόγο ότι είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, αφού το συγκεκριμένο σύστημα λειτουργούσε χωρίς άδεια από την ΑΠΔΠΧ και κατέγραφε κοινόχρηστο χώρο (μέρος της πλατείας στην είσοδο του καταστήματος).

Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη πρέπει η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί, καθώς στην υπό κρίση υπόθεση οι συγκεκριμένες φωτογραφίες, που προέρχονται από το βίντεο του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, αν και αποτελούν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο (αφού η εγκατάσταση δεν είχε τη σχετική άδεια), ωστόσο αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του, καθώς λόγω της ώρας τέλεσης του αδικήματος δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Επικουρικά δε πρέπει να τονιστεί ότι, αν και η συγκεκριμένη κάμερα λειτουργούσε εντός χώρου εστίασης, που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 19 §4 της οδηγίας 1/2011 της ΑΠΔΠΧ, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση χρήζουν εφαρμογής οι παράγραφοι 1 και 2 του πιο πάνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη νόμιμη λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και αυτό διότι η συγκεκριμένη κάμερα, ήταν τοποθετημένη έτσι ώστε να καταγράφει κινήσεις στο σημείο εισόδου και εξόδου του καταστήματος και στο ταμείο αυτού για την προστασία των αγαθών της επιχείρησης, αφού η λειτουργία της αφορούσε μόνο τις νυχτερινές ώρες, που το κατάστημα δε λειτουργούσε, και, συνεπώς, δεν καταγράφονταν κινήσεις πελατών ή υπαλλήλων. Επομένως, κρίνεται ορθότερη η εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του ως άνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη χρήση του συγκεκριμένου υλικού. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου να απορριφθεί και να χαρακτηρισθεί ως νόμιμη η δικονομική αξιοποίησή των συγκεκριμένων φωτογραφιών, του μοναδικού αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει η άδικη πράξη, πρωτίστως διότι στην προκειμένη περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρο 9Α Συντ.) δεν άπτεται άμεσα του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας (δεδομένου ότι οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραφαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του), ενώ επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας καθώς σε αντίθετη περίπτωση η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), αφού δε θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου στο οποίο βασίζεται η καταγγελία του, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας. Σ' αυτήν την περίπτωση η συμπεριφορά του δράστη, όπως αποτυπώθηκε στην κάμερα κλειστού κυκλώματος, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσής της, που άρχισε με το έγκλημα και γι' αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.