Τροχαία ατυχήματα - Αποκλειστική υπαιτιότητα θανόντος (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, αριθμός απόφασης 3269/2011).
Διατάξεις: άρθρα 28, 302 ΠΚ
Περίληψη: Τροχαία ατυχήματα, Αποκλειστική υπαιτιότητα θανόντος, Αθώωση κατηγορουμένου Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Συγκεκριμένα, ουδεμία αμελής συμπεριφορά και, επομένως, υπαιτιότητα βαρύνει τον κατηγορούμενο (οδηγό φορτηγού) για το τραγικό αποτέλεσμα, ο οποίος, αντιθέτως, επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιδείξει ως μέσος συνετός οδηγός, το δε ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του θανόντος (οδηγού μοτοσικλέτας) που έθεσε από μόνος του όλους τους όρους κινδύνου προσβολής του εννόμου αγαθού της σωματικής του ακεραιότητας, αφού οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και τελώντας σε κατάσταση μέθης (αντιθ. μειοψ.).
[...] Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τη χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Στο Μ. Λάρισας, στις 17.3.2008 και περί ώρα 16:05, ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΦ φορτηγό εκινείτο επί ανώνυμης δημοτικής οδού, η οποία τέμνει κάθετα την κεντρική οδό... Κατά τον ίδιο χρόνο, ο θανών - Ι.Χ. οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα του εκινείτο στην κεντρική οδό … με κατεύθυνση από το κέντρο προς την έξοδο του Μ. Η οδός … είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, διαχωρίζεται από μονή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή, πλάτους 9,1 μ., με ελαφρά κατωφέρεια. Κατά τον χρόνο του ατυχήματος υπήρχε φως ημέρας, το οδόστρωμα ήταν ξηρό και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή. Από κανένα δε εμπόδιο φυσικό ή τεχνητό δεν περιορίζεται η ορατότητα. Λόγω της κατοικημένης περιοχής το όριο ταχύτητας είναι 50 χλμ. Όταν ο κατηγορούμενος πλησίασε στη διασταύρωση της ανωνύμου οδού με την κεντρική οδό, αφού πρώτα ήλεγξε την επ' αυτής κυκλοφορία σε απόσταση 80 μέτρων περίπου, εισήλθε επ' αυτής πραγματοποιώντας δεξιά στροφή και το όχημά του έλαβε θέση επί του δεξιού ρεύματος κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την έξοδο Μ. Ο ισχυρισμός της πολιτικώς ενάγουσας περί κατάληψης του αντιθέτου ρεύματος πορείας της ανωτέρω οδού από το φορτηγό, λόγω της δεξιάς ανοικτής καμπύλης με την οποία εισήλθε επί της κεντρική οδού και δη της απόφραξης του οδοστρώματος επ' αυτής και της πρόθεσης του κατηγορουμένου εν συνεχεία να στρίψει και πάλι δεξιά στην επόμενη ανώνυμη δημοτική οδό, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, ενόψει και του πλάτους της κεντρικής οδού-9,10 μ. και του φορτηγού-2,20 μ., καθώς και της μετέπειτα πορείας του – ίχνη τροχοπέδησης του φορτηγού κατά δήλωση του κατηγορουμένου μήκους 6 μέτρων σε σημείο πέραν της επόμενης ανωνύμου οδού. Μόνη δε η κατάθεση του τρίτου μάρτυρα «είχε μια κλίση δεξιά το φορτηγό δεν ξέρω αν ήθελε να στρίψει. Δεν ήταν ακριβώς παράλληλα το φορτηγό και η μηχανή» δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα περί αποκλεισμού του οδοστρώματος από το φορτηγό. Καθώς δε η μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο θανών με μεγάλη για τις περιστάσεις ταχύτητα πάνω από 70 χλμ. πλησίασε το ομορρόπως κινούμενο και προπορευόμενο φορτηγό που οδηγούσε ο κατηγορούμενος επιχείρησε υπέρβαση αυτού από τη δεξιά πλευρά, απώλεσε την ισορροπία του, ανατράπηκε η μοτοσικλέτα και εν τέλει προσέκρουσε αρχικά σε πεζοδρόμιο της κεντρικής οδού, ακολούθως σε αυλόγυρο παρακείμενης οικίας και τέλος σε σταθμευμένο επιβατικό αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση από την οποία και επήλθε ο θάνατός του. Σημειώνεται δε ότι η τελική θέση της μοτοσικλέτας βρέθηκε σε απόσταση 81 μ. από το σημείο ανατροπής αυτής και ότι στον τόπο του ατυχήματος δεν ανευρέθη προστατευτικό κράνος. Η υπό τις συνθήκες αυτές τέλεση του ατυχήματος οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του θανόντος, αφού από απερισκεψία και έλλειψη σύνεσης δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του αποκλειστικά στην οδήγηση της μοτοσικλέτας που οδηγούσε, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία, με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, γνωρίζοντας ότι έχει καταναλώσει και ικανή ποσότητα αλκοόλ 1,21 gr/lt στο αίμα, που μείωνε ακόμη περισσότερο τα αντανακλαστικά του και ενώ κινείτο επί ευθείας οδού, χωρίς περιορισμό της ορατότητάς του, δεν προέβη σε μείωση της ταχύτητάς του ή σε οποιονδήποτε ικανό αποφευκτικό ελιγμό. Συγκεκριμένα, ενώ αντιλήφθηκε περίπου στα 20 μ. το κινούμενο ομορρόπως φορτηγό και ενώ με ευχέρεια θα απέφευγε το ατύχημα αυτό αν είχε τροχοπεδήσει ή αν είχε πραγματοποιήσει αριστερή επιχείρηση προσπέρασης, όπου το οδόστρωμα ήταν ελεύθερο, δεν προέβη σ’ αυτούς, παρά προέβη σε δεξιά επιχειρούμενη προσπέραση, λαμβανομένου υπόψη ότι αν δεν τελούσε σε κατάσταση μέθης αυτού του ποσοστού, που μειώνει τα αντανακλαστικά του ανθρώπου, θα μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να μην είχε χάσει τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του, καθώς και εάν δεν κινούταν με μεγάλη ταχύτητα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, η ανατροπή της μοτοσικλέτας του θανόντος δεν οφείλεται στην αμέλεια του κατηγορουμένου, αφού δεν αποδείχθηκε διπλή εσφαλμένη οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, όπως στην τεχνική έκθεση ανάλυσης θανατηφόρου ατυχήματος αναφέρεται. Ειδικότερα κριτήριο επιμελούς συμπεριφοράς σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων είναι η εκ μέρους του οδηγού τήρηση ή όχι των κανόνων του ΚΟΚ, καθώς και η έγκαιρη ή, καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου και η ύπαρξη δυνατότητας ή μη διενεργείας αποφευκτικού ελιγμού. Το αποτέλεσμα δε αυτό της αμέλειας του δράστη πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του. Κατά συνέπεια ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος αναιρείται σε περίπτωση που το αποτέλεσμα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντα, όπως εν προκειμένω.
Ενόψει τούτων, ο κατηγορούμενος ενήργησε χωρίς να δύναται να του καταλογισθεί οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά κατά την οδήγηση του οχήματός του δημιουργική κατάστασης κινδύνου. Επίσης, περαιτέρω αναμονή στη διασταύρωση ελλείψει διερχόμενου οχήματος σε απόσταση 80 μ. και πιθανότητα διέλευσης οχήματος λόγω ανάπτυξης υπερβολικής ταχύτητας από αυτού συνιστά παράγοντα μη προβλέψιμο υπό τις επικρατούσες συνθήκες και την εμπειρία του μέσου συνετού οδηγού. Εξάλλου, όση επιμέλεια και προσοχή και να έδειχνε ο κατηγορούμενος δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει το αποτέλεσμα. Υπό τα προεκτεθέντα λοιπόν περιστατικά, ουδεμία αμελής συμπεριφορά και επομένως υπαιτιότητα βαρύνει τον κατηγορούμενο για το τραγικό αυτό αποτέλεσμα, ο οποίος, αντίθετα, επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιδείξει, ως μέσος συνετός οδηγός, το δε ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του θανόντος, που έθεσε από μόνος του όλους τους όρους κινδύνου προσβολής του εννόμου αγαθού της σωματικής του ακεραιότητας, αφού οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και τελώντας σε κατάσταση μέθης. Ο εξ αριστερών δικαστής Δ.Τ. είχε την άποψη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το εξής σκεπτικό: Στην περιοχή του δικαίου της οδικής κυκλοφορίας αναπτύχθηκε η λεγόμενη αρχή της εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την οποία, κατά τον προσδιορισμό του καθήκοντος επιμελείας ο πράττων δεν είναι απαραίτητο να συνυπολογίσει μία αιτιακή διαδρομή, η οποία προϋποθέτει την ταυτόχρονη ή μεταγενέστερη αμελή συμπεριφορά τρίτων προσώπων. Εφόσον η δική του δράση είναι καθ’ εαυτήν επιμελής, δεν μπορεί να μολυνθεί από την αμέλεια της δράσης του άλλου. Ωστόσο η αρχή της εμπιστοσύνης γίνεται σήμερα δεκτό ότι θα πρέπει να βρίσκει το όριό της στις περιπτώσεις εκείνες όπου το ενδεχόμενο του αλλότριου λάθους είναι εμφανές, όπου δηλαδή εν γένει διακρίνονται λόγοι, οι οποίοι καθιστούν αστάθμητη την συμπεριφορά των άλλων συμμετεχόντων ή συγκλινόντων (βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο 2000, 305, Σοφό σε ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 28 αρ. 25 με περαιτέρω παραπομπές). Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Στο Μ. Λάρισας στις 17.3.2008 και περί ώρα 16:05, ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο επί ανώνυμης δημοτικής οδού πλησίασε στην κάθετη σε αυτή κεντρική οδό ... Ήλεγξε την οδό αυτή και διαπίστωσε ότι από ικανή απόσταση (προσεγγίζουσα τα 200 μέτρα) ερχόταν μια δίκυκλη μοτοσικλέτα (επρόκειτο για τη με αριθμό … δίκυκλη μοτοσικλέτα του Ι.Χ.). Η μοτοσικλέτα αυτή έτρεχε με μεγάλη για τις περιστάσεις και τις συνθήκες της οδού (κατοικημένη περιοχή) ταχύτητα, που ανέρχονταν οπωσδήποτε σε 100 χ/ω. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είδε τη μοτοσικλέτα συνάγεται από την ίδια του την απολογία, όπου αφιστάμενος από την αρχική υπερασπιστική του γραμμή (έλλειψη ορατότητας πέραν των 80 μέτρων) παραδέχεται ότι είχε ορατότητα τουλάχιστον 200 μέτρα. Τη στιγμή εκείνη ο κατηγορούμενος, μολονότι ήταν εμφανές στον επιδεικνύοντα τη δέουσα προσοχή ότι η μοτοσικλέτα πλησίαζε στη διασταύρωση με πολύ μεγάλη ταχύτητα (ακόμη και ο ήχος της εξάτμισης ήταν ιδιαίτερα αισθητός) και συνεπώς θα κάλυπτε την απόσταση σε χρόνο ασφαλώς πιο σύντομο από το φυσιολογικό, επέλεξε να εισέλθει στη διασταύρωση εκτιμώντας ότι θα προλάβει να κινηθεί κανονικά στην οδό … χωρίς να αιφνιδιάσει τον μοτοσικλετιστή. Πράγματι ο κατηγορούμενος εισήλθε στη διασταύρωση και πρόλαβε να επαναφέρει το φορτηγό και να λάβει θέση κανονικά στο οδόστρωμα αλλά την ίδια στιγμή είχε ήδη αφιχθεί ο Ι.Χ., ο οποίος οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα δεν προλάβαινε να αποφύγει την πρόσκρουση με τροχοπέδηση αλλά έπρεπε υποχρεωτικά να ενεργήσει προσπέραση, την οποία ενήργησε από δεξιά υπό δυσχερείς συνθήκες με συνέπεια να κρατηθεί μεν η μηχανή για λίγα μέτρα αλλά ήδη στο ύψος του ΟΤΕ να επιπέσει πλαγιαστά και να αρχίσει να σέρνεται στο οδόστρωμα (βλ. σχεδιάγραμμα τροχαίας). Το γεγονός ότι η προσπέραση (άρα και η συνάντηση των οχημάτων) είχε διενεργηθεί αρκετά μέτρα πριν τον ΟΤΕ ενισχύεται από την κατάθεση της Ε.Β., η οποία κατέθεσε ότι «Μένω απέναντι από τον ΟΤΕ. Άκουσα το χτύπημα (την τελική πρόσκρουση της μοτοσικλέτας) και είδα το φορτηγό να περνάει». Αυτό επιβεβαιώνει ότι, όταν το φορτηγό λάμβανε την κανονική του θέση στην οδό … (μετά τη διενέργεια ανοιχτής στροφής), η μοτοσικλέτα είχε πλέον πλησιάσει, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος από την αρχή δεν είχε σταθμίσει επιμελώς την ταχύτητα του μοτοσικλετιστή και αποφάσισε να εισέλθει στην οδό … παρόλο που ήταν αντιληπτό για το συνετό οδηγό ότι το εμφανές οδηγικό λάθος του Ι.Χ. θα είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει αυτός να τροχοπεδήσει έγκαιρα ώστε να παραμείνει όπισθεν του φορτηγού αλλά θα εξαναγκάζονταν να διενεργήσει προσπέραση με σημαντική ταχύτητα και σε δυσχερείς συνθήκες. Η περιέλευση του μετέπειτα θανόντος σε αυτή την αστάθμητη κατάσταση ήταν βέβαια προϊόν κυρίως της δικής του εσφαλμένης οδηγικής συμπεριφοράς (υπερβολική ταχύτητα, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,21‰), το οποίο όμως σφάλμα (συγκεκριμένα υπερβολική ταχύτητα) –επειδή ήταν εμφανές και οι εν γένει συνθήκες πρόσφορες για την επίταση του κινδύνου που ούτως ή άλλως υφίστατο (φορτηγό που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του οδοστρώματος, κίνηση σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης εντός κατοικημένης περιοχής)– επέβαλε ώστε και ο κατηγορούμενος να μην μείνει προσηλωμένος στο προσωπικό του έργο και να μην επαφεθεί στην κατ’ αρχάς «ορθότητα» της οδηγικής του συμπεριφοράς ορώμενης καθ’ εαυτήν. Αντιθέτως έπρεπε ο κατηγορούμενος να σταθμίσει επιμελέστερα τα ανωτέρω, καθώς το εμφανές λάθος του Ι.Χ. είχε εκ των πραγμάτων ως συνέπεια ότι δεν αρκούσε η ανεξάρτητη θεώρηση της δικής του (κατηγορουμένου) συμπεριφοράς αλλά επιβάλλονταν εν τέλει η αναμονή στη διασταύρωση για λίγα επιπλέον δευτερόλεπτα ώστε να διέλθει η μοτοσικλέτα, διότι σε διαφορετική περίπτωση και κατά τη συνήθη εμπειρία διαμορφώνονταν μια ιδιαίτερα κινδυνώδης κατάσταση (εντονότερη και ποιοτικά διάφορη από την αρχική) και μετατίθετο σε έναν οδηγό μοτοσικλέτας, ο οποίος εμφανώς οδηγεί ασύνετα και εξ ορισμού επικίνδυνα (στα όρια δηλαδή των δυνατοτήτων του) το πρόσθετο βάρος να προβεί σε επιπλέον λεπτούς και από τη φύση τους ριψοκίνδυνους οδηγικούς χειρισμούς (προσπέραση φορτηγού στο ίδιο ρεύμα εντός κατοικημένης περιοχής). Η ανωτέρω συμπεριφορά του κατηγορουμένου (εμμονή στην αρχή της εμπιστοσύνης και είσοδος στη διασταύρωση) συνιστά το σφάλμα του, που υποκειμενικά μπορούσε κατά τα ανωτέρω να προβλέψει και να αποφύγει και συνεπώς κατά τούτο η συμπεριφορά του συνέβαλε στην επέλευση του ατυχήματος και στο εξ αυτής προκληθέν θανατηφόρο αποτέλεσμα.
Επειδή από την ίδια παραπάνω αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι οι μηνυτές από αμέλεια κατάγγειλαν τους κατηγορούμενους και κατά συνέπεια οι τελευταίοι πρέπει να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα και τέλη, τα οποία βαρύνουν το Δημόσιο. Για τους λόγους αυτούς Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο του ότι [...]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα