Καταδίκη για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 278/2012).
Διατάξεις: άρθρα 25 [παρ. 1] Ν 1882/1990 , 510 [παρ. 1 στοιχ. Δ΄] ΚΠΔ
Περίληψη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, Αιτιολογία. Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ειδικότερα, στην απόφαση προσδιορίζονται η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το ύψος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής και ο ακριβής χρόνος που το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και συνακολούθως ο χρόνος τελέσεως της πράξεως. Περαιτέρω, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι: α) η αναφορά στην απόφαση, κατά το μέρος που αναφέρεται στο περιεχόμενο του ενσωματωμένου σ' αυτή πίνακα και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δόσεων-χρεών είναι λανθασμένη και ασαφής, β) ότι άλλα καταθέτει η μάρτυρας της Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας, αναφορικά με το ληξιπρόθεσμο των χρεών και άλλα αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως και γ) ότι ο αναιρεσείων αναφέρεται στην απόφαση πως ήταν διευθύνων εντεταλμένος σύμβουλος, ενώ δεν ήταν αυτός ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι με αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
[...] Επειδή, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990 , όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν 2523/1997 , η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφ' όσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ με καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού ανάλογα με το είδος του οφειλομένου φόρου και το ποσόν της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με την πιο πάνω αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990 , αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τελωνεία και αφ' ετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και έτσι πράξεις που ήσαν προηγουμένως αξιόποινες κατέστησαν πλέον ανέγκλητες. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του πιο πάνω εγκλήματος που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση είναι: α) η ύπαρξη βεβαιωμένων χρεών, β) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή με δόσεις) και δ) το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον χρόνο που βεβαιώθηκε και η μη πληρωμή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Η αμφισβήτηση του χρέους από τον υπόχρεο, όπως και ο ισχυρισμός του ότι έχει παραγραφεί και κατά συνέπεια εσφαλμένως έχει βεβαιωθεί, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο υπόχρεος-οφειλέτης του Δημοσίου, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα, δηλαδή την προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (ΝΔ 356/1974) ανακοπή για να εξαλειφθεί το χρέος και, αν αυτό δεν συμβεί, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, η δε μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν 2523/1997 , με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση που δεν ασκήθηκε προσφυγή πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι προκειμένου περί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της φορολογικής του παραβάσεως, που διαπιστώθηκε, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, η έλλειψη δε της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτή σε περίπτωση ασκήσεώς της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, η οποία, ως εισάγουσα ρύθμιση, ευμενέστερη για τον δράστη των εγκλημάτων αυτών, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 24 του Ν 2523/1997 , και επί εκείνων που τελέστηκαν πριν από την ισχύ του, δεν απαιτείται, δε προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς για τη δίωξη αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλ' ούτε, σε περιπτώσεις που ασκείται προσφυγή από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου.
Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997 , σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής διώξεως, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας εκθέσεως ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου) [...] Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, το οποίο δίκασε κατ' έφεση, με την 1024/2010 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, η οποία μετετράπη σε χρηματική ποινή προς δέκα ευρώ (10 ευρώ) ημερησίως, για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990 , δηλαδή για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Ειδικότερα κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι «στη Λάρισα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2002 έως 31.1.2006, ως Διευθύνων εντεταλμένος Σύμβουλος της εταιρίας «…» με έδρα τη Λάρισα, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια Υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις «περί χρεών προς το Δημόσιο» και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμό 7/2006 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλαν στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 123.621,47 ευρώ, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στη Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες, δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών (έπεται πίνακας χρεών)». Για να καταλήξει το δικαστήριο της ουσίας στην ως άνω καταδικαστική απόφαση, δέχθηκε ειδικότερα ότι από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την κατάθεση του μάρτυρος προέκυψαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος στη Λάρισα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2002 έως 31.1.2006, ως Διευθύνων εντεταλμένος Σύμβουλος της εταιρίας “…” με έδρα τη Λάρισα, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια Υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις «περί χρεών προς το Δημόσιο» και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμό 7/2006 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλαν στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 123.621,47 ευρώ, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στη Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες, δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών (έπεται πίνακας χρεών). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου-εκκαλούντος ότι το με αριθμό 2 χρέος του κατηγορητηρίου έχει παραγραφεί πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από την 31.1.2003, που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την 11.11.2008, που επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο δεν παρήλθε πενταετία. Περαιτέρω, όσον αφορά το με αριθμό 3 του πίνακα χρεών χρέος, ποσού 4.805,55 ευρώ, η πρώτη δόση του οποίου κατέστη ποινικά αξιόποινη στις 30.12.2008 είναι μεν εφαρμοστέο το άρθρο 28 του Ν 1882/1990 ως προς αυτή, πλην όμως αυτό υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ, ενώ όσον αφορά τις υπόλοιπες 35 δόσεις του ως άνω χρέους, αυτές ήταν ποινικά αξιόποινες μετά την ισχύ του άρθρου 34 του Ν 3220/2004 , ήτοι από 1.2.2004 και εφεξής, όπως και το με αριθμό 4 του πίνακα χρεών χρέος, του οποίου η πρώτη δόση από τις 12 δόσεις ήταν ποινικά αξιόποινη από την 1.5.2004 και εφεξής, καθώς το με αριθμό 6 στον πίνακα των χρεών της πρώτης δόσης από την 31.7.2004 και εφεξής και τέλος το με αριθμό 8 στον πίνακα χρεών χρέος του οποίου η πρώτη από τις 36 μηνιαίες δόσεις κατέστη αξιόποινη στις 31.12.2005. Συνεπώς τα παραπάνω χρέη υπάγονται στο άρθρο 34 του Ν 3220/2004 με το οποίο η ποινική ευθύνη θεσπίζεται επί συνολικής αθροιστικής καταβολής ποσών, απορριπτομένου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 8 του Ν 2948/2001.
Επίσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται από τις 23.5.2001 ότι αυτός δεν ανήκει στο ΔΣ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…». Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση και προβάλλεται αλυσιτελώς, γιατί δεν εκτίθεται ο νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ κατά την επίδικη περίοδο, ενώ αντίθετα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της απόδειξης, αλλά και από την αίτηση ποινικής δίωξης του προϊσταμένου της Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος-εκκαλών ήταν διευθύνων εντεταλμένος σύμβουλος της ως άνω εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από 25.10.1998 έως 21.11.2005, οπότε ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της ως άνω εταιρίας. Προέκυψε περαιτέρω ότι από το με αριθμό 4 στον πίνακα χρεών χρέος η εγκαλούσα έλαβε σε πλειστηριασμό το ποσό των 15.147 ευρώ και οφείλεται υπόλοιπο για αυτό το χρέος το ποσό των 9.708,12 ευρώ, ήτοι συνολικά μετά την αθώωσή του για τα κονδύλια με αριθμό 1, 5 και 7 στον πίνακα χρεών και την καταβολή του με αριθμό 4 στον πίνακα χρέους, ο εκκαλών-κατηγορούμενος οφείλει από το συνολικό ποσό των 123.681,47 ευρώ, το ποσό των 66.167,94 ευρώ. Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος και να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό το άρθρου 84 παρ. 2β΄ όπως και πρωτόδικα». Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της καθυστερήσεως καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν 2523/1997 , την οποία εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα στην απόφαση προσδιορίζονται: α) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, β) το ύψος των χρεών, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 66.167,94 ευρώ, γ) ο τρόπος πληρωμής που με σαφήνεια προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και δ) ο ακριβής χρόνος που το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και συνακολούθως ο χρόνος τελέσεως της πράξεως. Περαιτέρω, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι: α) η αναφορά στην απόφαση, κατά το μέρος που αναφέρεται στο περιεχόμενο του ενσωματωμένου σ' αυτή πίνακα και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δόσεων χρεών είναι λανθασμένη και ασαφής (πέραν του ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το θέμα αυτό, διότι προσδιορίζεται ο χρόνος καταβολής εκάστης δόσεως), β) ότι άλλα καταθέτει η μάρτυς της Γ΄ ΔΟΥ Λάρισας, αναφορικά με το ληξιπρόθεσμο των χρεών και άλλα αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως και γ) ότι ο αναιρεσείων αναφέρεται στην απόφαση ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2002 έως 31.1.2006 ήταν διευθύνων εντεταλμένος σύμβουλος της «…», ενώ δεν ήταν αυτός ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής - όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην αίτηση έγγραφα της Διευθύνσεως Εμπορίου της Νομαρχίας Λάρισας, και του Δήμου Πλατύκαμπου προς τη Διεύθυνση Υγιεινής της Νομαρχίας Λάρισας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι με αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αλλά και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι κακώς απορρίφθηκε η ένσταση της παραγραφής, αναφορικά με το αναφερόμενο με αριθμό 2 χρέος του, με την αιτιολογία ότι η σχετική ένσταση «... πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από την 31.1.2003, που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την 11.11.2008 που επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα, δεν παρήλθε πενταετία ...» ενώ έχουν παρέλθει πέντε χρόνια, δέκα μήνες και έντεκα ημέρες, εκτός του ότι είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι με αυτήν, με την επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι και αβάσιμη, αφού, από την επιτρεπτή επισκόπηση δικογραφίας για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως του αστυνομικού του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος Λάρισας ... ότι το κλητήριο θέσπισμα προς τον αναιρεσείοντα επιδόθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2008 και όχι στις 11 Νοεμβρίου 2008, όπως από προφανή παραδρομή δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός, άλλωστε, που αναφέρει ο αναιρεσείων και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, που υπέβαλε στο Δικαστήριο. Επομένως, ο μοναδικός, κατά τα πέντε σκέλη του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). [...]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.