Προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης – Αντικατάστασή της με περιοριστικούς όρους (ΣυμβΕφΑιγαίου 17/2013).
Περίληψη: Αντικαθίσταται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου με περιοριστικούς όρους (εγγύηση 50.000 ευρώ, εμφάνιση σε Α.Τ. και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα). Συγκεκριμένα, ναι μεν οι αποδιδόμενες στον αιτούντα αξιόποινες κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες απειλείται στο νόμο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: α) του μεθοδευμένου και εξακολουθητικού τρόπου τέλεσής τους για μακρό χρονικό διάστημα με κίνητρα την κερδοσκοπία και τον παράνομο πλουτισμό, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του Δήμου Μυκόνου, β) της παραβατικής συμπεριφοράς που ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία, η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Διοίκηση, όμως, εξ αυτών δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί πλέον πιθανότητα τέτοιου μεγέθους περί τέλεσης νέων εγκλημάτων στο μέλλον, επιπλέον δε η επί τριμήνου προσωρινή του κράτηση κρίνεται ότι οπωσδήποτε επέδρασε επ’ αυτού θετικά, παρέχουσα όχι μόνο την ελπίδα αλλά και την εύλογη προσδοκία ότι έχει ασκήσει ευεργετική επίδραση επί του ψυχοβουλητικού πλέγματος των στοιχείων που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και έχει συνεπιφέρει αντίστοιχο (θετικό) σωφρονιστικό αντίκρισμα, υπό την έννοια ότι θα τον αποτρέψει από κάθε έκνομη ενασχόληση και παραβατική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και αυτής της συσκοτίσεως και παρεμποδίσεως του έργου της ήδη περατωθείσης ανακρίσεως.
[...] Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 282 ΚΠΔ, όσο διαρκεί η προδικασία, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 296 σκοπών και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν 3811/2009 (ΦΕΚ Α΄ 231/18.12.2009) και το δεύτερο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του Ν 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12.3.2012, έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012), προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους –εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν– εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 296 του ΚΠΔ, όπως και αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το αυτό άρθρο 24 παρ. 3 του παραπάνω Ν 3811/2009, ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, κατά δε, τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 297 ΚΠΔ αν ως περιοριστικός όρος τεθεί η καταβολή εγγύησης, το ύψος καθώς και το είδος και το αξιόχρεο της εγγύησης, ορίζονται με ελεύθερη κρίση, αφού ληφθεί υπόψη η ποινή που επιβάλλεται στην πράξη, καθώς και η οικονομική και η ηθική κατάσταση του κατηγορουμένου. Από τις ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι η προσωρινή κράτηση είναι πάντοτε δυνητική και μέτρο εξαιρετικό, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα έναντι των περιοριστικών όρων και πρέπει να επιβάλλεται όταν ο σκοπός του νόμου δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυτούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισηγητική έκθεση του Ν 3811/2009 ιδιαίτερα τονίζει ότι «… η επιβολή των περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κράτησης είναι επιβεβλημένη σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών. Έτσι η προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται –εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις επιβολής της– μόνον εφόσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ρητά ως ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής διαδικασίας. Η σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κρατήσεως παραμένει αναλλοίωτη και στο πλαίσιο του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και εισάγεται ρητά ανάγκη διπλής αιτιολόγησης της επιλογής του επαχθέστερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Η ανάγκη ρητής ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει με σαφήνεια η απροσφορότητα των περιοριστικών όρων θα προηγείται της αντίστοιχης αιτιολογίας συνδρομής των προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης …». Κατά συνέπεια εφεξής, θα πρέπει αφού αποκλεισθεί αρχικώς με ειδική αιτιολογία –in concreto– ο λόγος που η επιβολή περιοριστικών όρων δεν «ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 ΚΠΔ», ο οποίος (σκοπός) ρητώς εξειδικεύεται πλέον συμπλεκτικώς και για να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και για να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, εν συνεχεία να αιτιολογείται (ειδικά και εμπεριστατωμένα) η «διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης» (βλ. Εισηγητική ως άνω νόμου). Περαιτέρω, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης της προσωρινής κράτησης, μετά την αναδιατύπωσή τους ως άνω, οριοθετούνται στο ότι ο κατηγορούμενος: 1) δεν τυγχάνει ύποπτος φυγής, όχι απλώς βάση των μέχρι της τροποποιήσεως του άρθρου 282 ΚΠΔ υπαρχουσών προϋποθέσεων, ήτοι του ότι δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, αλλά επιπροσθέτως για την «ανάγκη ρητής αιτιολόγησης του σκοπού φυγής του κατηγορουμένου», δοθέντος ότι δεν αρκεί μόνη η διαπίστωσή τους αλλά προαπαιτείται και η εναρμόνισή τους «με τους σκοπούς του άρθρου 296 ΚΠΔ» (βλ. Εισηγητική έκθεση ως άνω νόμου). 2) Ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Το μέχρι της τροποποιήσεως του άρθρου 282 ΚΠΔ, κριτήριο περί πιθανολόγησης του κινδύνου αυτού (τέλεσης νέων εγκλημάτων), ως τούτο προέκυπτε από τα ειδικώς μνημονευόμενα πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του κατηγορουμένου, αντικαταστάθηκε από την αντικειμενική πλέον διαπίστωση των «προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για κακούργημα» (βλ. Εισηγητική έκθεση ως άνω νόμου). Έτσι, ως πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του δράστη δεν επιτρέπεται να αξιολογούνται συμπεριφορές αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες σε κοινωνικά μοντέλα, ή συμπεριφορές προκύπτουσες έμμεσα από δελτία εγκληματικότητας ή άδηλα από αόριστες πληροφορίες, αλλά μόνο ειδικά περιστατικά που έχουν ποινική απαξία και είναι πραγματικά (υπαρκτά στον εμπειρικό κόσμο), αφού αποτυπώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Είναι σαφές ότι για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου δεν αρκεί μόνη η διαπίστωση των προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών, αλλά, επιπλέον, απαιτείται να διαλαμβάνεται σε ειδική αιτιολογία η αξιοποίηση των αιτιατών όρων, που απορρέουν από το ως άνω ποινικό παρελθόν, και δικαιολογούν την εγγίζουσα τη βεβαιότητα κρίση για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του στο μέλλον (βλ. Εισηγητική έκθεση ως άνω νόμου). 3) Το κριτήριο των «συγκεκριμένων χαρακτηριστικών» και των «ιδιαίτερων» χαρακτηριστικών της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης εξακολουθεί μεν να ισχύει, πλην δε, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε κακουργήματα μείζονος για την έννομη τάξη σημασίας για τα οποία επαπειλείται «αφηρημένα στο νόμο με ποινή ισόβιάς κάθειρξης ή πρόσκαιρης κάθειρξης (5-20 έτη) ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό».
Δηλαδή, με την επελθούσα τροποποίηση: α) δεν ρυθμίζεται πλέον κατά τρόπο ομοιόμορφο το ζήτημα της προσωρινής κράτησης για όλα ανεξαιρέτως τα κακουργήματα, αλλά οι προϋποθέσεις επιβολής της διαφοροποιούνται ανάλογα με το ύψος της απειλούμενης ποινής, β) στα κακουργήματα για τα οποία απειλείται ποινή κάθειρξης κατώτερη των είκοσι ετών ο κίνδυνος «υποτροπής» (πιθανότατα διάπραξης άλλων εγκλημάτων) ως προϋπόθεση προσωρινής κράτησης περιορίζεται δραστικά και τυποποιείται σε μεγάλο βαθμό, αφού πλέον ο κίνδυνος αυτός πρέπει να προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του κατηγορουμένου και μάλιστα μόνο για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, γ) στα βαρύτερα κακουργήματα (τα τιμωρούμενα, με ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη της οποίας το ανώτατο όριο φθάνει μέχρι τα είκοσι έτη), που είναι και τα συνήθως τελούμενα επί των οποίων υπάρχει μια απολύτως κατανοητή δυσανεξία της κοινής γνώμης, προβλέπεται ως επιπλέον causa arresti ο κίνδυνος υποτροπής (πιθανότητα διάπραξης και άλλων εγκλημάτων) που θεμελιώνεται σε «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» της πράξεως. Η τελευταία αυτή κρίση είναι κρίση πιθανότητας, που ενέχει στοιχεία αοριστίας και αφήνει αρκετά περιθώρια για την επιβολή του μέτρου, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο (βλ. και 2799/4/7.7.2010 Εγκύκλιο Εισαγγελέως ΑΠ). Στην τελευταία περίπτωση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχετικής αξιόποινης πράξης μπορεί να ανάγονται 1) στη γενικότερη οργάνωση της εγκληματικής δράσης, η οποία αποτυπώνεται στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση του εγκλήματος (επιτήδεια και μεθοδευμένη δράση με την επιλογή ιδιαιτέρων μέσων και τρόπων τέλεσης του εγκλήματος), καθώς και στη διαφυγή του δράστη ή την απόκρυψη των προϊόντων της παράνομης πράξης, 2) στο από την εγκληματική δράση πηγάζον και επιδιωκόμενο όφελος, 3) στην επιδειχθείσα αντικοινωνική συμπεριφορά και ροπή του δράστη για την τέλεση των άλλων εγκλημάτων, 4) στη διάρκεια της εγκληματικής δράσης, δηλαδή στη διάπραξη πλέον της μιας αξιόποινων πράξεων και 5) στη συλλογική δράση, η οποία εκδηλώνεται με την ένταξη των ατομικών ενεργειών στην κοινή επιχείρηση εγκληματικών πράξεων. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι για μεν την άρση της προσωρινής κρατήσεως απαιτείται να εξέλιπαν οι λόγοι της, για δε την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους απαιτείται ή να εξέλιπαν οι λόγοι της προσωρινής κρατήσεως αλλά να υφίστανται οι λόγοι επιβολής περιοριστικών όρων ή να εξακολουθούν μεν να υφίστανται οι λόγοι της προσωρινής κρατήσεως πλην όμως να κρίνεται ότι για το μέλλον αρκεί να επιβληθούν σε αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως περιοριστικοί όροι προς επίτευξη του σκοπού της προσωρινής κρατήσεως που συνίσταται στην πρόληψη διαπράξεως από τον ελεύθερο κατηγορούμενο νέων εγκλημάτων, δοθέντος ότι η άγνωστη διαμονή ή το φυγόδικο ή φυγόποινο ή οι προπαρασκευαστικές του ενέργειες προς διευκόλυνση της φυγής του ή η ενοχή του για απόδραση κρατουμένου ή η παραβίαση περιορισμών διαμονής που αναφέρονται στο νόμο ως προϋποθέσεις δυνατότητας επιβολής προσωρινής κράτησης, αποβλέπουν σε σκοπούς οι οποίοι καλύπτονται από τους σκοπούς της επιβολής των περιοριστικών όρων που είναι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 282 παρ. 1 και 296 του ΚΠΔ να εξασφαλιστεί ότι ο κατηγορούμενος θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού της ανακριτικής αυτής δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη, τη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και την πραγματογνωμοσύνη για ζήτημα πληροφορικής, την απολογία του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό και με όσα εκτίθενται στις κρινόμενες αιτήσεις και στο κατατεθέν από 28.2.2013 έγγραφο υπόμνημά του, λαμβανομένων υπόψη και των συνυποβληθέντων εγγράφων του κρατουμένου, που συμπληρώνουν αυτές, προκύπτουν, κατ’ αρχήν, σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κακουργηματικές πράξεις: 1) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία από δημοτικό υπάλληλο, κατά μόνας και από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, στην οποία οι υπαίτιοι μεταχειρίστηκαν ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ (συγκεκριμένα 1.734.504,78 ευρώ) και το αδίκημα στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, ήτοι του Δήμου Μυκόνου, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της μακρόχρονης εκτέλεσης του αδικήματος, αλλά και της πρόκλησης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, 2) της νόθευσης εγγράφων από δημοτικό υπάλληλο, τα οποία του ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, με συνολικό όφελος ή βλάβη άνω των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ (συγκεκριμένα 205.397,07 ευρώ) και το αδίκημα στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, ήτοι του Δήμου Μυκόνου, 3) της ψευδούς βεβαίωσης από δημοτικό υπάλληλο, που στα καθήκοντά του αναγόταν η έκδοση ή σύνταξη δημόσιων εγγράφων, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, με συνολικό όφελος ή βλάβη άνω των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ και το αδίκημα στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, ήτοι του Δήμου Μυκόνου, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της μακρόχρονης εκτέλεσης του αδικήματος, αλλά και της πρόκλησης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας (συγκεκριμένα ποσού 1.593.356,40 ευρώ), 4) της ψευδούς βεβαίωσης από δημοτικό υπάλληλο, που στα καθήκοντά του αναγόταν η έκδοση ή σύνταξη δημόσιων εγγράφων, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, με συνολικό όφελος ή βλάβη άνω των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ (συγκεκριμένα ποσού 510.995,69 ευρώ) και το αδίκημα στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, ήτοι του Δήμου Μυκόνου και 5) της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, κατ’ εξακολούθηση, με προκληθείσα ζημία στην περιουσία ΟΤΑ που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, με την επιβαρυντική περίσταση της μακροχρόνιας εκτέλεσης του εγκλήματος και την πρόκληση ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας (συγκεκριμένα ποσού 8.028.709,79 ευρώ), καθώς και για τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν πλημμεληματικές πράξεις: α) της υπεξαγωγής εγγράφων από δημοτικό υπάλληλο, από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, τα οποία του ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας του και β) της ψευδούς βεβαίωσης από δημοτικό υπάλληλο, που στα καθήκοντά του αναγόταν η έκδοση ή σύνταξη δημόσιων εγγράφων, όπως οι πράξεις αυτές περιγράφονται ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής τους στην απαγγελθείσα κατ’ αυτού, από την ειδική ανακρίτρια, κατηγορία και στην προηγηθείσα εισαγγελική πρόταση, στην οποία, κατά το μέρος αυτό και το παρόν Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε τις προαναφερόμενες κακουργηματικές κατ’ εξακολούθηση πράξεις της υπεξαίρεσης, της ψευδούς βεβαίωσης κατά συρροή και της απιστίας στην υπηρεσία, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του υπαλλήλου, και δη την ιδιότητα του υπαλλήλου του Γραφείου Διαχείρισης Εσόδων – Δημοτικής Περιουσίας – Κληροδοτημάτων του Τμήματος Οικονομικών Υπηρεσιών της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Μυκόνου, την ιδιότητα παράλληλα του βοηθού Δημοτικού Ταμία και, στη συνέχεια, την ιδιότητα του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Τμήματος Εσόδων της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ίδιου Δήμου, για μακρό χρονικό διάστημα και δη κατά τα έτη 2002 – 2009, ότι ειδικότερα τέλεσε από κοινού με τον Προϊστάμενο της Οικονομικής Υπηρεσίας τις μερικότερες πράξεις της υπεξαίρεσης με ιδιαίτερα τεχνάσματα προκειμένου να τις συγκαλύψει, συνιστάμενα στην έκδοση από αυτόν δήθεν διπλοτύπων είσπραξης του Δήμου Μυκόνου (ψευδών βεβαιώσεων), που δεν είχαν εκδοθεί μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος οικονομικής διαχείρισης του Δήμου, έφεραν όμως ψευδείς αύξοντες αριθμούς ηλεκτρονικού συστήματος, ίδιους με αύξοντες αριθμούς του συστήματος που αφορούσαν σε άλλες, πραγματικές εισπράξεις, για άλλους οφειλέτες και για άλλες αιτίες, και ότι ακολούθως προέβη σε περαιτέρω κακουργηματικές πράξεις προκειμένου να συγκαλύψει τις μερικότερες πράξεις της υπεξαίρεσης, και συγκεκριμένα προέβη: α) κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2004-2009 σε ψευδείς βεβαιώσεις περί μη οφειλής ενδιαφερομένων για συμμετοχή σε δημοπρασίες σχετικές με μίσθωση παραλίων, καθώς τα καταβληθέντα μισθώματα από τους τελευταίους είχαν υπεξαιρεθεί και δεν είχαν εισρεύσει στο Ταμείο του Δήμου Μυκόνου και β) στις 8.10.2009 και στις 14.10.2009, έχοντας πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα οικονομικής διαχείρισης του Δήμου Μυκόνου με δικούς του κωδικούς χρήστη (username) και πρόσβασης (password) λόγω της ιδιότητάς του ως βοηθού Δημοτικού Ταμία, προέβη σε διαγραφή στοιχείων από τους με αριθμούς 3614 και 3615/15.5.2009 βεβαιωτικούς (χρηματικούς) καταλόγους του Δήμου Μυκόνου, που αφορούσαν στα τέλη 2% ή 5% επί των ακαθάριστων εσόδων επιτηδευματιών χρήσης 2004 και 2005, και διέγραψε από τον με αριθ. 3615 κατάλογο τα ονόματα των οφειλετριών εταιριών «…» και «…» με οφειλές 70.979,95 και 49.255,12 ευρώ αντίστοιχα και από τον 3614 κατάλογο το όνομα της οφειλέτριας εταιρίας «…» με οφειλή 85.162 ευρώ. Ενόψει όλων των ανωτέρω, μετά την απολογία του, εκδόθηκε από την ειδική εφέτη ανακρίτρια, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου, το με αριθμό 2/3.12.2012 ένταλμα προσωρινής κράτησης, δυνάμει του οποίου ο αιτών-κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά από 3.12.2012, με την επί πλέον αιτιολογία ότι: «λαμβάνοντας υπόψη τη συστηματική και εξακολουθητική τέλεση των παραπάνω πράξεων, από τις οποίες προκλήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία στην περιουσία του ΝΠΔΔ Δήμου Μυκόνου, τα συμφέροντα του οποίου είχε ταχθεί να διαφυλάξει ο κατηγορούμενος ως υπάλληλος αυτού, την ιδιαίτερη μεθοδικότητα κατά την τέλεση αυτών και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, εκμεταλλευόμενος την παραπάνω ιδιότητά του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπηρετεί στο Δήμο Μυκόνου ως υπάλληλος, είναι πολύ πιθανή η εξακολούθηση της τέλεσης των ίδιων ή παρόμοιων πράξεων σε βάρος του ΝΠΔΔ του Δήμου Μυκόνου, οι οποίες θέτουν σε διακινδύνευση τα οικονομικά του συμφέροντα. Ενόψει τούτων και του ότι οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κακουργηματικές πράξεις επισύρουν πολύ σοβαρές ποινικές κυρώσεις, τις οποίες αυτός είναι πιθανό να θελήσει να αποφύγει μη εμφανιζόμενος οποτεδήποτε στην ανάκριση και κυρίως στο δικαστήριο, σε περίπτωση τυχόν παραπομπής και καταδίκης του, κρίνεται απολύτως αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι αυτός θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, η προσωρινή του κράτηση» (βλ. σχ. ένταλμα). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο αιτών κατηγορούμενος, που γεννήθηκε στη Μύκονο, στις …, έχει γνωστή διαμονή στην Ελλάδα, αφού κατοικεί μόνιμα, με την οικογένειά του, στη …, είναι έγγαμος (… και πατέρας δυο (2) ανηλίκων τέκνων και στο παρελθόν δεν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος, δεν προέβη μέχρι σήμερα σε οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια για να διευκολύνει τη φυγή του, δεν τιμωρήθηκε για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής και συνεπώς δεν προκύπτει σκοπός φυγής του, αλλά αντίθετα προσήλθε αμέσως, όταν κλήθηκε, ενώπιον της ειδικής ανακρίτριας και κατέθεσε σχετικά με τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν αξιόποινες πράξεις (βλ. σχ. και το από 3.12.2012 απολογητικό υπόμνημα) και στη συνέχεια αυθορμήτως, με την από 7.12.2012 αίτησή του, ζήτησε και απολογήθηκε συμπληρωματικά, καταθέτοντας τα αναφερόμενα στην από 14.12.2012 συμπληρωματική του απολογία, «αναλαμβάνοντας την ευθύνη των αποδιδόμενων πράξεων κατά το μέρος που του αναλογεί» (βλ. σχ. απολογία). Ούτε έχει αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς ή άλλες αξιόποινες πράξεις, αλλ’ αντίθετα έχει λευκό ποινικό μητρώο. Περαιτέρω, από τις κατά τα άνω αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κακουργηματικές αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες απειλείται από το νόμο ποινή ισόβιας κάθειρξης, που φέρεται ότι τελέστηκαν από αυτόν με την ιδιότητά του ως υπάλληλος του Δήμου Μυκόνου, κατά τις ειδικότερες συνθήκες που γίνονται δεκτές στην εισαγγελική πρόταση στην οποία, όπως προεκτέθηκε, και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται, δεν κρίνεται με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τέλεσης αυτών ότι ο κατηγορούμενος εάν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Και τούτο διότι δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη άλλων αντικειμενικών δεδομένων που να δικαιολογούν τη συνέχιση της εγκληματικής του δραστηριότητας, δεδομένου ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, αρχικά με τη με αριθμό 247/20.11.2009 απόφαση του Δημάρχου Μυκόνου, μετακινήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, στη Διεύθυνση Περιβάλλοντος-Εργατοτεχνικού Προσωπικού και τοποθετήθηκε στο Τμήμα Καθαριότητας-Ύδρευσης- Αποχέτευσης και συγκεκριμένα στο Γραφείο Διαχείρισης Απορριμμάτων και στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. 69/4.4.2011 απόφαση του Δημάρχου Μυκόνου, παράλληλα με τα άνω καθήκοντά του, τοποθετήθηκε, επί πλέον, στο Τμήμα Συντήρησης και Εξωραϊσμού Περιβάλλοντος και συγκεκριμένα στο Γραφείο Σφαγείων, το οποίο ασχολείται με τη λειτουργία του Δημοτικού Σφαγείου Μυκόνου, με σκοπό την παροχή γραμματειακής υποστήριξης (βλ.σχ. αποφάσεις). Τελικά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107 παρ. 1α΄ του Ν 3584/2007 (ΦΕΚ Α΄ 143/28.6.2007) «Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων», όπως αντικαταστάθηκε από την υποπαράγραφο Ζ3 (αριθμ. 3) του πρώτου άρθρου του Ν 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012), με τη ρητή αναφορά ότι, «οι διατάξεις των περιπτώσεων 1 έως 6 της παρούσας υποπαραγράφου εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, από 3.12.2012 (καθόσον εκδόθηκε σε βάρος του, το άνω ένταλμα προσωρινής κράτησης της ειδικής εφέτη ανακρίτριας) και εκδόθηκε προς τούτο η προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 237/21.12.2012 Διαπιστωτική Πράξη του Δημάρχου Μυκόνου, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 4.2.2013 (βλ. σχ. Πράξη). Ειδικότερα, στο άρθρο 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Ν 3584/2007), όπως αντικαταστάθηκε με το Ν 4093/2012, ορίζεται και ότι: «1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία: α) ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης, β) ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτησή του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους, γ) ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (το εδάφιο γ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με τη παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν 4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18/25.1.2013), με έναρξη ισχύος την 12.11.2012 όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 49 του ιδίου νόμου)… 2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Ειδικότερα: α. Υπάλληλος ο οποίος τέθηκε σε αργία στις περ. α΄ έως γ΄ της παρ. 1 ασκεί εκ νέου τα καθήκοντά του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση … 3. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία εκδίδεται αμελλητί από το αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου όργανο. Η πράξη επανόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται από το ίδιο όργανο: α) μετά από τελεσίδικη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου …».
Συνεπώς, εφόσον ο κατηγορούμενος τέθηκε αυτοδίκαια σε αργία και έχει απομακρυνθεί από τις υπηρεσίες του παθόντος Δήμου Μυκόνου, αν αφεθεί ελεύθερος αποκλείεται να διαπράξει παρόμοια ή άλλα εγκλήματα, σε βάρος του άνω Δήμου και τα οποία έπραξε εκμεταλλευόμενος την υπαλληλική του ιδιότητα και επί πλέον, μετά την ήδη υφισταμένη ποινική διαδικασία και τις συνέπειες που έχει ήδη υποστεί μέχρι σήμερα, να περιορίζεται βάσιμα η πιθανότητα να διαπράξει νέα εγκλήματα στο μέλλον, αφού πέραν της εμπλοκής του στις ως άνω πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται, δεν φέρεται να έχει επιδείξει άλλη αξιόποινη συμπεριφορά, δεδομένου ότι δεν έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα μέχρι σήμερα (βλ. αντίγραφο του ποινικού του μητρώου). Συνακόλουθα των ανωτέρω, ναι μεν οι αποδιδόμενες στον αιτούντα-κατηγορούμενο αξιόποινες κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες απειλείται κατά το νόμο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: α) του μεθοδευμένου και εξακολουθητικού τρόπου τέλεσής τους για μακρό χρονικό διάστημα με κίνητρα την κερδοσκοπία και τον παράνομο πλουτισμό, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του Δήμου Μυκόνου, β) της παραβατικής συμπεριφοράς που ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία, η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διοίκηση κ.λπ., όπως αυτά αναλυτικά ανωτέρω μνημονεύονται, τα οποία ωστόσο απομένει να κρισιολογηθούν από το αρμόδιο δικαστήριο, όμως, κατά την κρίση του Συμβουλίου, εξ αυτών δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί πλέον πιθανότητα τέτοιου μεγέθους, περί του ότι ο εν λόγω θα επιδείξει μελλοντικά και εντεύθεν αποδείξει εμμονή στην επίψογη εν γένει δράση και αντιτιθέμενο στο Δίκαιο, ιδία στον οικονομικό τομέα, βίο, παρανόμως (τυχόν) προς την αυτή ή προς διαφόρους κατευθύνσεις κινούμενος, επί πλέον δε η επί τριμήνου προσωρινή του κράτηση κρίνεται ότι οπωσδήποτε επέδρασε επ’ αυτού θετικά, παρέχουσα όχι μόνο την ελπίδα αλλά και την εύλογη προσδοκία ότι έχει ασκήσει ευεργετική επίδραση επί του ψυχοβουλητικού πλέγματος των στοιχείων που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και έχει συνεπιφέρει αντίστοιχο (θετικό) σωφρονιστικό αντίκρισμα, υπό την έννοια ότι θα τον αποτρέψει από κάθε έκνομη ενασχόληση και παραβατική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και αυτής της συσκοτίσεως και παρεμποδίσεως του έργου της ήδη περατωθείσης ανακρίσεως. Με αυτά τα δεδομένα, αφού δεν πιθανολογείται κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου, ούτε κίνδυνος τέλεσης άλλων εγκλημάτων, αν ο τελευταίος αφεθεί ελεύθερος, όπως προαναφέρθηκε, και με το πρόσθετο, ότι μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης, που σημαίνει ότι ο νομοθέτης θέλησε να συνυπάρχει αυτή (βαρύτητα) και με κάποια από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον στο πρόσωπο του ανωτέρω κατηγορουμένου-αιτούντος, οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις, προς συνέχιση της προσωρινής του κράτησης και πρέπει αυτή να αντικατασταθεί με τους παρακάτω αναφερόμενους περιοριστικούς όρους (αφού ληφθούν υπόψη και συνεκτιμηθούν και οι προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και επαγγελματικές ιδιότητες και καταστάσεις του κατηγορουμένου), η επιβολή των οποίων κρίνεται απολύτως αναγκαία, αλλά και επαρκής προς εξυπηρέτηση και ικανοποίηση του, υπό της διατάξεως του άρθρου 296 ΚΠΔ προσδιοριζομένου, σκοπού, της παραδοχής δε αυτής συμπορευόμενης τόσο με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντ.), όσο και με τη σχετική (υπερνομοθετικής ισχύος) διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. γ΄ της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Συμβούλιο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή, κατά το επικουρικό της σκέλος, η κρινόμενη αίτηση του κατηγορουμένου και να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτησή του με τους περιοριστικούς όρους: 1) της καταβολής εγγύησης ποσού 50.000 ευρώ, 2) της εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της κατοικίας του και 3) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, οι οποίοι κρίνονται επαρκείς για να εξασφαλίσουν την εμφάνισή του ενώπιον του δικαστηρίου, για να δικαστεί, σε περίπτωση παραπομπής, για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και σε τυχόν καταδίκη του να υποβάλει τον εαυτό του στην εκτέλεση της ποινής που θα του επιβληθεί. [...]
Πηγή: ΠοινΔικ 5/2013, 406
πηγή: www.nb.org/blog
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.