Τροχαίο ατύχημα (αυτοκινητικό ατύχημα). Αθωωτική απόφαση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Θάνατος οδηγού μοτοποδήλατου, το οποίο είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, προκειμένου να προσπεράσει τα προπορευόμενα αυτού, αλλά ακινητοποιημένα, οχήματα (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 3/2012).
Περίληψη: Αθωωτική απόφαση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αυτοκινητικό ατύχημα. Αιτιώδης σύνδεσμος. Υπαιτιότητα. Πραγματικά περιστατικά. Θάνατος οδηγού μοτοποδήλατου, το οποίο είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, προκειμένου να προσπεράσει τα προπορευόμενα αυτού, αλλά ακινητοποιημένα, οχήματα. Ελιγμός-στροφή προς τα αριστερά. Κατηγορούμενοι: α) ο οδηγός φορτηγού που εκινείτο στο ρεύμα κυκλοφορίας του, στο οποίο και εισήλθε η θανούσα οδηγός, με ταχύτητα 55 χλμ/ώρα, αντί με 40 χλμ./ώρα και β) η πρώτη οδηγός των ακινητοποιημένων οχημάτων, η οποία και επιχείρησε ελιγμό έχοντας ειδοποιήσει εγκαίρως τα όπισθεν αυτής οχήματα. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών των κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος, δεδομένου ότι το φορτηγό εκινείτο κανονικά στο ρεύμα κυκλοφορίας του και ότι, ακόμα κι αν εκινείτο με 40 χλμ./ώρα, δεν θα άλλαζε το αποτέλεσμα. Η αντικανονική στροφή - ελιγμός της κατηγορουμένης δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, αφού είχε εγκαίρως γνωστοποιήσει την πρόθεση ελιγμού. Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια λόγο. Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέως.
[...] Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ` του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήτευση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠΔ, κατά την οποία "εάν εμφανιστεί ο αναιρεσείων η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε", σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου προχωρεί στη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως παρά την ερημοδικία κάποιου διαδίκου, εκτός του αναιρεσείοντος, υπό τον όρο ότι ο μη εμφανισθείς ή οι μη εμφανισθέντες διάδικοι έχουν νόμιμα κλητευθεί προς τούτο, αλλιώς το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως, από 23-4-2012 και 25-4-2012, της επιμελήτριας Δικαστηρίων Χαλκίδας ... και από 30.4.2012 της αρχιφύλακα ..., ο πρώτος αναιρεσίβλητος ... ... του .... και ο πολιτικώς ενάγων .. ...... του ... κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου - αναιρεσείοντα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν στη σημερινή δικάσιμο. Κατ` αυτήν και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της, από το πινάκιο, ο πρώτος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, δίχως, όπως ήταν υποχρεωμένος (άρθρ. 513 παρ.3 ΚΠΔ), να διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς θεωρείται απών και ο δεύτερος δεν παραστάθηκε. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, το Δικαστήριο αυτό να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Με την 584/2012 απόφαση του Ε` Τμήματος (Ποινικού) του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1, 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου (Ν. 1756/1988), όπως αυτές ισχύουν και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά της 4975/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, που κήρυξε αθώους τους αναιρεσίβλητους της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με τον οποίο η απόφαση αυτή προσβάλλεται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της ελλείψεως της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεως του. Δεν απαιτείται, όμως, για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, να εκθέτει το δικαστήριο σ` αυτήν περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, για να είναι η δικαστική απόφαση αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ` αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 4975/2011 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους, ήδη αναιρεσίβλητους, της αποδιδόμενης σ` αυτούς αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο δέχθηκε, αφού εκτίμησε τα αναφερόμενα σ` αυτή, κατ` είδος, αποδεικτικά μέσα, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "Στις 23-5-2004 και περί ώρα 12.45 μ.μ., η Α. Α., οδηγώντας το χωρίς αριθμό κυκλοφορίας δίκυκλο μοτοποδήλατο, μάρκας ............., τύπου .................... ......... ..., εκινείτο στο .... χλμ της επαρχιακής οδού ........... - ..............., με κατεύθυνση προς ............., σημείο στο οποίο η ως άνω οδός, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης και έχει πλάτος 8,20 μέτρα είναι ευθεία, με τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας να χωρίζονται με διπλή διαχωριστική γραμμή. Όταν η ως άνω οδηγός έφθασε στο σημείο όπου βρίσκεται η επιχείρηση οικοδομικών υλικών Λ., διαπίστωσε ότι η κυκλοφορία των προπορευόμενων αυτής οχημάτων είχε σταματήσει, γεγονός που οφείλετο στο ότι η δεύτερη κατηγορουμένη, Ε. Κ., οδηγός του υπ` αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, που κινείτο στην ως άνω οδό και με την αυτή κατεύθυνση με την ανωτέρω οδηγό του μοτοποδηλάτου, έχοντας πρόθεση να κινηθεί αριστερά, προκειμένου να εισέλθει σε ιδιωτική οδό, ευρισκομένη αριστερά της πορείας της και τέμνουσα την ανωτέρω επαρχιακή οδό, αφού, προηγουμένως, είχε καταστήσει γνωστή την πρόθεση της αυτή και στους λοιπούς οδηγούς, ενεργοποιώντας τον αριστερό δείκτη αλλαγής κατεύθυνσης και έχοντας προχωρήσει, προοδευτικά, προς τον άξονα της οδού, είχε καταλάβει κάθετη θέση, επί του οδοστρώματος, αναμένοντας να ελευθερωθεί το αντίθετο ρεύματα, ούτως ώστε να κινηθεί προς τα αριστερά και να εισέλθει στην ως άνω ιδιωτική οδό. Όπισθεν δε του προαναφερομένου αυτοκινήτου, ήταν ακινητοποιημένα το υπ` αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε η Σ. Δ., ακολούθως, το υπ` αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Γ. Γ. και όπισθεν του τελευταίου δύο ακόμη οχήματα, άπαντα τα οποία, για να συνεχίσουν την πορεία τους, ανέμεναν να φύγει από το οδόστρωμα το αυτοκίνητο της δεύτερης κατηγορουμένης. Η Α. Α., όμως, μην επιθυμώντας να αναμείνει και η ίδια, όπως τα έμπροσθεν αυτής σταματημένα οχήματα, την απομάκρυνση του οχήματος της ως άνω κατηγορουμένης από το ρεύμα κυκλοφορίας της, κινήθηκε κατά μήκος του διαστήματος των 1,5 με 2 μέτρων, που μεσολαβούσε μεταξύ της διπλής διαχωριστικής γραμμής και των ως άνω ακινητοποιημένων οχημάτων και ενώ πλησίαζε προς το ακινητοποιημένο όχημα της δεύτερης κατηγορουμένης, αντί να ανακόψει την πορεία της και να ακινητοποιήσει το δίκυκλο όχημα της, χωρίς να μειώσει ταχύτητα, επιχείρησε, όλως αιφνιδιαστικά, αντικανονική, από αριστερά, προσπέραση του, και, παραβιάζοντας, τη διπλή διαχωριστική γραμμή, εισήλθε, εξ ολοκλήρου, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Προτού, όμως, το οδηγούμενο από αυτή δίκυκλο φθάσει στο ύψος του αυτοκινήτου που οδηγείτο από τη δεύτερη κατηγορουμένη, το τελευταίο κινήθηκε αριστερά και εισήλθε στην ιδιωτική οδό, ελευθερώνοντας το ορατό ρεύμα της ως άνω επαρχιακής οδού, προς Χαλκίδα, με αποτέλεσμα η Α. Α., η οποία βρισκόταν πλέον στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, να παρεμβληθεί στην πορεία του, κινουμένου με 55 χλμ/ώρα, υπ` αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος και μη μπορώντας να επανέλθει στο προς ............... ρεύμα κυκλοφορίας της ως άνω επαρχιακής οδού, να προσκρούσει, με το δεξιό τμήμα του δικύκλου της στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του ως άνω φορτηγού και, εν συνεχεία, στο φτερό του οπίσθιου αριστερού τροχού και τέλος, το ανωτέρω δίκυκλο μοτοποδήλατο να ανατραπεί, εντός του ρεύματος πορείας της οδού προς ...................., αφού, προηγουμένως, προσέκρουσε στο υπ` αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του Γ. Γ.. Αποτέλεσμα της ως άνω συγκρούσεως ήταν να υποστεί η ως άνω οδηγός του δικύκλου μοτοποδηλάτου πολλαπλές βαρείες κακώσεις θώρακος και κοιλίας, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατος της. Βάσει όλων των προεκτεθέντων, αποκλειστικά υπαίτια για το ως άνω τροχαίο ατύχημα και το συνακόλουθο θανάσιμο τραυματισμό της είναι η εν λόγω θανούσα, διότι, από αμέλεια, δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, ώστε να είναι σε θέση, κάθε στιγμή, να ενεργεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, καθώς, ειδικότερα, ενώ είχε αντιληφθεί ότι το οδηγούμενο από τη δεύτερη κατηγορούμενη όχημα είχε καταλάβει το αριστερό τμήμα του ρεύματος κυκλοφορίας προς ................. και είχε ακινητοποιηθεί, σε κάθετη σχεδόν θέση, αναμένοντας να ελευθερωθεί το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ούτως ώστε να κινηθεί αριστερά και να εισέλθει σε ανώνυμη ιδιωτική οδό, και ότι από δεξιά δεν μπορούσε να το προσπεράσει, αφού είχε ακινητοποιηθεί σειρά οχημάτων, αναμένοντας να ελευθερωθεί, από δεξιά το οδόστρωμα, για να προχωρήσουν η ίδια, αν και έπρεπε να ακινητοποιήσει και αυτή το όχημα της, συνέχισε την πορεία της και, επιδιώκοντας να προσπεράσει και το όχημα της δεύτερης κατηγορουμένης εισήλθε ανεπίτρεπτα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (κρίση που ενισχύεται και από το, συνοδευόμενο την από 25-3-2004 σχετική έκθεση αυτοψίας, πρόχειρο σχεδιάγραμμα, όπου αποτυπώνονται εξαρτήματα του ως άνω δικύκλου σε απόσταση δύο μέτρων από τη διαχωριστική γραμμή, εντός του ρεύματος πορείας της οδού προς Χαλκίδα, ήτοι του αντιθέτου αυτού, στο οποίο κινείτο η ως άνω οδηγός του δικύκλου μοτοποδηλάτου), καθ` ο χρόνο, το ως άνω όχημα της εν λόγω κατηγορουμένης πραγματοποιούσε τον προς τα αριστερά ελιγμό του και εξερχόταν από την ανωτέρω οδό, με συνέπεια, όταν αυτό έφυγε από μπροστά της και ελευθερώθηκε το οπτικό της πεδίο, να βρεθεί προ του κινουμένου, κανονικά, από την αντίθετη κατεύθυνση, οδηγουμένου από τον πρώτο κατηγορούμενο οχήματος, το οποίο και δεν μπόρεσε να αποφύγει, με αποτέλεσμα την πρόκληση της, μεταξύ τους, σύγκρουσης.
Οι δε κατηγορούμενοι ουδεμία μορφή συνυπαιτιότητας φέρουν, σχετικά με την επέλευση του ως άνω ατυχήματος και του συνακολούθου αυτού θανάτου της Α. Α., καθώς: α) η δεύτερη αυτών είχε εγκαίρως, κατά τα ως άνω, ειδοποιήσει τους ευρισκομένους όπισθεν αυτής οδηγούς, για την πρόθεσή της να κάνει ελιγμό αριστερά, και είχε ήδη λάβει θέση, ακινητοποιημένη σχεδόν κάθετα στο οδόστρωμα, αναμένοντας να ελευθερωθεί το αντίθετο ρεύμα και να ξεκινήσει (άλλωστε, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η δεύτερη κατηγορουμένη κινήθηκε αιφνιδίως προς τη διπλή διαχωριστική γραμμή, για να κατευθυνθεί προς τα αριστερά και να εισέλθει στην ανωτέρω οδό, αποκλείοντας την πορεία της θανούσας, τότε το όχημα της τελευταίας δεν θα προσέκρουε στο φορτηγό του πρώτου κατηγορουμένου, αλλά, με το εμπρόσθιο τμήμα του δικύκλου της, στο μεσαίο ή το οπίσθιο τμήμα του οχήματος της δεύτερης κατηγορουμένης, και, πάντως, εντός του δικού της ρεύματος κυκλοφορίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η ως άνω αποβιώσασα θα μπορούσε να αντιληφθεί το αντιθέτως κινούμενο φορτηγό, αφού η ορατότητα της δεν εμποδίζετο ούτε από το όχημα της ως άνω κατηγορουμένης, ούτε από άλλα φυσικά εμπόδια), β) ο πρώτος κατηγορούμενος κινείτο κανονικά στο ρεύμα της πορείας του, προς Χαλκίδα, όπου αντικανονικά, όλως αιφνιδίως, είχε εισέλθει η αποβιώσασα, ούτως ώστε ουδένα ελιγμό να δύναται να πραγματοποιήσει, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση, καθώς, εάν μεν πραγματοποιούσε ελιγμό προς τα δεξιά, θα προσέκρουε στο όχημα της δεύτερης κατηγορουμένης, που κατευθυνόταν στην ιδιωτική οδό που βρισκόταν δεξιά της πορείας του, εάν δε πραγματοποιούσε ελιγμό προς τα αριστερά, θα προσέκρουε στα ακινητοποιημένα στο ρεύμα της οδού προς .................. αυτοκίνητα, ενώ το γεγονός ότι ο ως άνω κατηγορούμενος κινείτο με ταχύτητα 55 χλμ/ώρα δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του ατυχήματος, καθώς ακόμη και αν ο ίδιος κινείτο με την επιτρεπόμενη ταχύτητα των 40 χλμ/ώρα και πάλι δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση, λόγω της όλως αιφνίδιας και απρόβλεπτης εισόδου του δίκυκλου μοτοποδηλάτου της θανούσας στο ρεύμα πορείας του". Υπό τις παραδοχές αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη με την προπαρατεθείσα έννοια, αφού το Δικαστήριο εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν σχετικά με την έλλειψη αμέλειας των κατηγορουμένων, εκτίθενται δε στο σκεπτικό οι σκέψεις με βάση τις οποίες το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο διατυπούμενο στο διατακτικό του απαλλακτικό πόρισμα. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις είναι αβάσιμες διότι α) κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο πρώτος κατηγορούμενος ... ..., οδηγώντας το υπ` αριθμ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο έβαινε κανονικά στο ρεύμα πορείας προς Χαλκίδα, δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκτίθεται εάν αυτός, σύμφωνα με τις συνθήκες της κυκλοφορίας, ενόψει της γνωστοποιήσεως της δεύτερης κατηγορούμενης ......., της προθέσεως της να στρίψει αριστερά με το υπ` αριθ. ... ΕΙΧ αυτοκίνητο που οδηγούσε, είχε μειώσει ή διακόψει την πορεία του οχήματος του ή αν αντελήφθη εγκαίρως την κίνηση της άνω οδηγού ή είχε συνεχώς τεταμένη την προσοχή, που άλλωστε οι άνω υποχρεώσεις του δεν συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, αλλά σχετίζονται με την κίνηση της δεύτερης κατηγορουμένης, β) αιτιολογείται πλήρως, με τις παρακάτω παραδοχές, γιατί ο άνω οδηγός 1) δεν μπορούσε να προβεί σε αποφευκτικό ελιγμό δεξιά (θα προσέκρουε στο ΕΙΧ αυτοκίνητό της Ε. Κ.) ούτε αριστερά (θα προσέκρουε στα ευρισκόμενο σε στάση, όπισθεν του αυτοκινήτου της Κ. οχήματα), 2) δεν μπορούσε να προβεί σε κάποιο άλλο ελιγμό, ώστε να αποφευχθεί η πρόσκρουση του μοτοποδηλάτου στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του ΙΧΦ αυτοκινήτου του, με την παραδοχή της όλως αιφνίδιας, απρόσμενης και αντικανονικής εισόδου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε η παθούσα, γ) σαφώς δέχεται το δικαστήριο ότι το ατύχημα συνέβη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, που η παθούσα εισήλθε με το μοτοποδήλατο, δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να προσδιορισθεί ακριβώς το σημείο συγκρούσεως, ενόψει και της παραδοχής ότι το ΙΧΦ αυτοκίνητο έβαινε κανονικά στο ρεύμα πορείας του, δ) πλήρως αιτιολογείται γιατί το ατύχημα δεν θα απετρέπετο και αν ο πρώτος κατηγορούμενος έβαινε, με το όχημα που οδηγούσε, με την επιτρεπόμενη ταχύτητα των 40 χιλ/ωρα αντί των 55 χιλ/ωρα, με την παραδοχή, κατά τα ανωτέρω, ότι όλως αιφνίδια απρόβλεπτα και αντικανονικά εισήλθε η παθούσα με το μοτοποδήλατο που οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα πορείας ήτοι αυτό του ΙΧΦ αυτοκινήτου, αποκλείοντας έτσι την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της άνω ταχύτητας και του επελθόντος αποτελέσματος, ε) πλήρως αιτιολογείται, γιατί η αντικανονική στροφή αριστερά του οχήματος που οδηγούσε η δεύτερη κατηγορουμένη Ε. Κ. δεν τελεί σε ουσιώδη συνάφεια με το επισυμβάν ατύχημα, με την παραδοχή ότι η ως άνω κατηγορούμενη εγκαίρως γνωστοποίησε την πρόθεσή της αυτή στα όπισθεν αυτής κινούμενα οχήματα, τα οποία και ακινητοποιήθηκαν στη σειρά όπισθεν του αυτοκινήτου της άνω κατηγορουμένης, πλην του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε η παθούσα, το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, προσπέρασε αυτά αριστερά, εισερχόμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας στ) το Δικαστήριο δέχεται ότι η κίνηση της δεύτερης κατηγορουμένης, με το να στρίψει αριστερά, ήταν ανεπίτρεπτη την οποία όμως αποσυνδέει, κατά τα παραπάνω, με το επελθόν αποτέλεσμα και ότι η κίνησή της αυτή δεν ήταν αιφνίδια, αιτιολογώντας και μάλιστα ειδικώς, γιατί δεν ήταν αιφνίδια. Εξάλλου, 1) με την παραδοχή ότι το ατύχημα συνέβη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, εκ των πραγμάτων, το Δικαστήριο δέχεται ότι η παθούσα εισήλθε εξ ολοκλήρου στο ρεύμα αυτό και 2) με την παραδοχή ότι αποκλειστικά υπαίτια του θανάτου της τυγχάνει η παθούσα, δεν απαιτείτο να διευκρινισθεί, γιατί δεν μπορούσε αυτή να επανέλθει στο προς ............ ρεύμα κυκλοφορίας. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις ανάγονται σε συλλογισμούς οι οποίοι, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Συνεπώς, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και δοθέντος ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως απορρίφθηκε με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει, η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να απορριφθεί στο σύνολο της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, πρώτο λόγο της, από 9-2-2012, αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την αίτηση στο σύνολο της.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.