Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης: 2474/2009)

Περίληψη: Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Μη καταβολή από τον αναιρεσείοντα στο τέκνο του της οφειλόμενης διατροφής για χρονικό διάστημα δύο ετών. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.

[...] Κατά το άρθρο 358 ΠΚ «όποιος κακόβουλα, παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωπικώς και οφειλόμενη σε κακοβουλία, δηλαδή στην ευδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεως του προς την υποχρέωση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταΒάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου. Εξάλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σαφώς και πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, επί των οποίων θεμελιώθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού μετο διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 53816/2008 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Με την 856/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκε ο κατηγορούμενος να καταβάλει στην τότε ενάγουσα Ψ, για λογαριασμό του ενηλίκου κοινού τέκνου τους..., ως δικαστική συμπαραστάτρια, δυνάμει της 1803/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, του τελευταίου (πάσχοντος από βαρεία νοητική στέρηση), ποσό διατροφής ύψους 330 ευρώ προκαταβολικά και επί μια διετία από την κοινοποίηση της αγωγής, ήτοι από 13.7.2001 (βλ. την ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών...). Η ως άνω απόφαση, με επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 1.9.2005 (βλ. την ... έκθεση επίδοσης του ίδιου παραπάνω δικαστικού επιμελητή) και επομένως από τότε ήταν αυτός υποχρεωμένος να καταβάλει την κατά τα άνω επιδικασθείσα διατροφή για το από 13.7.2001 και μετέπειτα χρονικό διάστημα των δύο ετών. Ομως ο κατηγορούμενος από 1.9.2005 (οπότε που επιδόθηκε η άνω απόφαση) μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της μήνυσης, 24.10.2005, όπως παραδεκτά διορθώνεται ο αναφερόμενος στο κατηγορητήριο χρόνος τέλεσης της πράξης (ΑΠ 507/2000 ΠοινΧρ Ν`, 977, ΑΠ 1117/1998 ΠοινΧρ Μθ`, 548), δεν κατέβαλε στον ανωτέρω γιο του την οφειλόμενη για το παραπάνω χρονικό διάστημα των δύο ετών (από 13.7.2001 μέχρι 12.7.2003) διατροφή συνολικού ποσού 7.920 ευρώ (24 μήνες Χ 330 ευρώ) υποχρεώνοντας αυτόν να υποστεί στερήσεις και να δεχθεί, μέσω της μητέρας του, τη βοήθεια άλλων και δη μιας κουμπάρας της τελευταίας και της γιαγιάς του. Επιπλέον ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την πιο πάνω διατροφή αν και είχε την οικονομική δραστηριότητα [ενν. δυνατότητα] προς τούτο από την επαγγελματική του δραστηριότητα και την περιουσιακή του κατάσταση (βλ. πιστοποιητικά της ΔΟΥ... σχετικά με τα δηλωθέντα απ` αυτόν εισοδήματα των οικονομικών ετών 2001 έως 2004, καθώς και φωτοαντίγραφο του από 13.10.2006 εκκαθαριστικού σημειώματος της ίδιας ΔΟΥ για τη χρήση 2005 με συνολικό δηλωθέν εισόδημα 22.528,07 ευρώ), ενώ, σημειωτέον, αυτός κατόπιν δικής του επιθυμίας διέκοψε, την 1.1.2005, τη συνεργασία του με την εταιρία «... ΑΕ», από την οποία εισέπραττε 704 ευρώ μηνιαίως (Βλ. τις από 8.7.2003 και 15.2.2005 Βεβαιώσεις της ως άνω εταιρίας). Τα παραπάνω προέκυψαν κυρίως από την κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας (μητέρας του δικαιούχου της διατροφής) και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν αναιρούνται δε από κανένα άλλο στοιχείο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το... έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από το οποίο ο κατηγορούμενος λαμβάνει σύνταξη στρατιωτικού, από 1.12.2005 θα κρατείτο το 1/2 από τη μηνιαία του σύνταξη σε εκτέλεση της ως άνω, 856/2005, απόφασης δυνάμει της οποίας η προαναφερόμενη δικαστική συμπαραστάτρια του τέκνου του προέβη, για λογαριασμό του τελευταίου, σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Επομένως από 1.9.2005 που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η άνω απόφαση μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της μήνυσης (24.10.2005) αλλά και μέχρι την κατάθεση αυτής στην Εισαγγελία (27.10.2005), κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε από τον κατηγορούμενο για την κατά τα ανωτέρω επιδικασθείσα διατροφή στο παραπάνω τέκνο του, ενήργησε δε έτσι αυτός από κακή θέληση ώστε να στερηθεί ο δικαιούχος τα αναγκαία για να ζήσει με τα παραπάνω αποτελέσματα. Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της παραβίασης διατροφής που του αποδίδεται τελεσθείσας, κατά τα προεκτεθέντα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2005 μέχρι 24.10.2005)». Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη και του επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ κάθε ημέρα φυλάκισης, λόγω της μη συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος περίπτωσης αναστολής της εκτέλεσης της ποινής αυτής και` άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. Β`, 26 παρ. Ια`, 27 παρ. 1 και 358 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει οτι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρας κατηγορίας Ψ (πρώην συζύγου του αναιρεσείοντος). Ειδικότερα η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 358 ΠΚ, καθόσον με την υπ` αριθμ. 856/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου υποχρεώθηκε να καταβάλει διατροφή για το τέκνο τον... για το χρονικό διάστημα από 13.7.2001 έως 12.7.2003, ενώ η ως άνω απόφαση του επιδόθηκε την 1.9.2005, ήτοι μετά την παρέλευση της διετίας που υποχρεώθηκε να καταβάλει την εν λόγω διατροφή, όταν πλέον είχε εκλείψει η υποχρέωση του αυτή. Η τοιαύτη όμως αιτίαση του είναι απορριπτέα ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η ποινική παράβαση του αναιρεσείοντος προσδιορίζεται κατά το χρονικό διάστημα από την 1.9.2005 (ημέρα επίδοσης της ως άνω απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου) μέχρι και την 24.10.2005 (ημερομηνία υποβολής της μηνύσεως με την οποία άρχισε η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη που καταδικάσθηκε, ήτοι για χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είχε περιέλθει σε υπερημερία και εκ κακοβουλίας, κατά την παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, δεν κατέβαλε όλο ή μέρος της οφειλόμενης με βάση την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το τέκνο της διατροφής για τη διετία από 13.7.2001 έως 12.7.2003, ως προς την οποία είχε περιέλθει σε υπερημερία με την επίδοση την 12.7.2001 της σχετικής καταψηφιστικής αγωγής (άρθρο 1498 ΑΚ), που έγινε δεκτή με την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης, πλήττεται απαράδεκτος η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). [...]

πηγή: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.