Ποινική Δικονομία - Ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων - Έφεση
Εφεση κατά της αθωωτικής απόφασης. Αρθρο 486. 1. `Εφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του πταισματοδικείου, του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (άρθρο 111 αριθ. 6 και 116) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του β) ο πολιτικώς ενάγων και ο μηνυτής ή εκείνος που υπέβαλε την έγκληση, αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση και στα έξοδα κατά το άρθρο 71 και μόνο γι` αυτό το κεφάλαιο και γ) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πταισματοδικείων και των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρ. 111 αριθ. 6 και 116), και, μέσα σε προθεσμία 10 ημερών, κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην περιφέρειά του. "2. Εφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και του τριμελούς εφετείου για κακουργήματα μπορεί να ασκήσει ο εισαγγελέας εφετών, εφόσον η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και το μέλος ή τα μέλη που μειοφήφησαν είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος". «Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς εφετείου (άρθρο 110).» *** Το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 ( η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.19 άρθρ.2 Ν.2408/1996,ΦΕΚ Α 104 ) προστέθηκε με την παρ.9 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. "3. Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη." *** Η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.19 εδάφ.β` άρθρ.2 Ν.2408/1996 (Α 104). ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Η παρ.2 του άρθρου 14 του Ν.1649/1986 (ΦΕΚ Α 149) ορίζει ότι:"Στα άρθρα 109, 322, παρ.3, 448 παρ.1, 486 παρ.2, 489 παρ.1 εδάφ. στ 490 παρ. 2, 497 παρ. 6, όπως εχουν αντικατασταθεί ή προστεθεί με διατάξεις του ν. 969/1979, καθώς και σε κάθε άλλη διάταξη, όπου γίνεται λόγος για πενταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το τριμελές εφετείο και, όπου γίνεται λόγος για επταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το πενταμελές εφετείο." *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Κατά την παρ.19 άρθρ.2 εδ.γ`Ν.2408/1996 (Α 104): "Εφέσεις και αντεφέσεις, που έχουν ασκηθεί από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 486 και 494 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτά τροποποιούνται με την παρούσα παράγραφο, και κατά τη δημοσίευση του παρόντος εκκρεμούν, κηρύσσονται απαράδεκτες".
Εφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα. Αρθρο 487. Στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέ- πεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ` ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρ. 120).
Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης. α) Από τον πολιτικώς ενάγοντα. Αρθρο 488. "Στον πολιτικώς ενάγοντα επιτρέπεται έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης αλλά μόνο κατά του μέρους που απέρριψε την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ή του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση, αν το ποσό που ζητήθηκε συνολικα, σε καθε περίπτωση υπερβαίνει: α) το ποσό των εκατό ευρώ, αν η έφεση προσβΑλλει απόφαση του πταισματοδικείου β) το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ, αν προσβαλλει απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή του μονομελούς δικαστηρίου των ανηλίκων γ) το ποσό των πεντακοσίων ευρώ, αν προσβαλλει απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή του τριμελούς δικαστηρίου των ανηλίκων." *** Το άρθρο 488 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 44 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.
β) Από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα. Αρθρο 489. "1. Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: «α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116), αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από σαράντα (40) ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω από χίλια (1.000) ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό (100) ευρώ συνολικά.» *** Η περίπτωση α΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.10 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. «β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ» ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περίπτωση (στοιχείο γ`) ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες ή συνεπάγεται τα ίδια αποτελέσματα, *** Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης β΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.11 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. «γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6 και 116) αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε (5) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.» ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από πέντε μήνες ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά, *** Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης γ΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.12 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. δ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, ε) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία ο ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας, «στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς ή μονομελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο (2) ετών για πλημμέλημα.» *** Η περίπτωση στ΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.13 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. *** Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 26 Ν.3904/2010,ΦΕΚ Α 218/23.12.2010. 2. Στην περίπτωση του άρθρ. 38 του Ποινικού Κώδικα το δι- καίωμα για την άσκηση έφεσης ρυθμίζεται από το μέγεθος της ποινής που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την τρίτη παράγραφό του. 3. Αν η στερητική της ελευθερίας ποινή μετατραπεί σε χρηματική, το δικαίωμα για άσκηση έφεσης εξαρτάται: α) από την ποινή φυλάκισης ή κράτησης που έχει μετατραπεί σε χρηματική ή β) από την χρηματική ποινή που την έχει αντικαταστήσει, αν εξαιτίας του ποσού της μπορεί η απόφαση να προσβληθεί με έφεση κατά την παρ. 1 εδ. α, β` και γ` αυτού του άρθρου.
γ) Ιδίως από τον εισαγγελέα. Αρθρο 490. 1. Και εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 489, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των πταισματοδικείων και των μονομελών πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του. Επίσης ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και των δικαστηρίων ανηλίκων της περιφερείας του εφετείου, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. 2. Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς «ή μονομελούς» εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. *** Οι λέξεις «ή μονομελούς» της παρ.2 προστέθηκαν με την παρ.14 άρθρου 33 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 2 Απριλίου 2012. ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Η παρ.2 του άρθρου 14 του Ν.1649/1986 (ΦΕΚ Α 149) ορίζει ότι:"Στα άρθρα 109, 322, παρ. 3, 448 παρ. 1, 486 παρ. 2,489 παρ.1 εδάφ. στ 490 παρ. 2, 497 παρ. 6, όπως εχουν αντικατασταθεί ή προστεθεί με διατάξεις του ν. 969/1979, καθώς και σε κάθε άλλη διάταξη, όπου γίνεται λόγος για πενταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το τριμελές εφετείο και, όπου γίνεται λόγος για επταμελές εφετείο, νοείται εφεξής το πενταμελές εφετείο."
Η έφεση στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων. Αρθρο 491. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που εκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η δυνατότητα να ασκηθεί έφεση εξαρτάται από τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε, και η έφεση που ασκήθηκε εκτείνεται σε όλα τα εγκλήματα που συρρέουν. Αν αυτά εκδικάστηκαν χωριστά, με έκδοση περισσότερων αποφάσεων, και η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν γίνουν όλες αμετάκλητες, για το αν είναι δυνατή η έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή λαμβάνεται υπόψη αυτή η ποινή. Αν ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή, θεωρούνται ότι προσβλήθηκαν και εκείνες ακόμη από τις επιμέρους αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση ή πέρασε η προθεσμία της έφεσης, αρκεί να μην έγιναν αμετάκλητες.
Εφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την απόδοση ή τη δήμευση. Αρθρο 492. Κατά του μέρους της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων ή δήμευση επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση (άρθρα 310 παρ. 2 και 373). ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Η παρ.8 του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 (Α 173) (έναρξη ισχύος του Νόμου δέκα μέρες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως)ορίζει ότι: "Περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 Κ.Π.Δ., δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας." ***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Η παρ.9 του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 (Α 173) (έναρξη ισχύος του Νόμου δέκα μέρες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως)ορίζει ότι: "Τρίτος, κατά της περιουσίας του οποίου διατάχθηκε δήμευση, χωρίς να συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της σχετικής διάταξης της απόφασης, μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοσή της σ` αυτόν. Τα άρθρα 492 και 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση."
Εφεση σε συναφή εγκλήματα. Αρθρο 493. Η έφεση εκτείνεται σε όλα τα τυχόν συναφή εγκλήματα, ακόμη και όταν επιτρέπεται για ένα μόνο από αυτά.
Αντέφεση. *** Το άρθρο 494 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 44 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. Αρθρο 494. - 1. Κατά της έφεσης που άσκησε ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να ασκήσουν αντέφεση ο δημόσιος κατήγορος ή ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο πολιτικώς ενάγων κατά της έφεσης που άσκησε ο πολιτικώς ενάγων αντέφεση επιτρέπεται να ασκήσουν ο κατηγορούμενος και ο αστικώς υπεύθυνος. "Ο εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος μπορούν να ασκήσουν αντέφεση κατά της έφεσης που άσκησε ο κατηγορούμενος μόνο, αν πρόκειται για απόφαση κατά της οποίας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση αυτοτελώς". *** Το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με την παρ.19 άρθρ.2 Ν. 2408/1996 (Α 104). 2. Η αντέφεση του κατηγορουμένου μπορεί να αναφέρεται όχι μόνο στο μέγεθος, αλλά και στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντος που επιδικάστηκε σε πρώτο βαθμό η αντέφεση του αστικώς υπευθύνου μπορεί να αναφέρεται μόνο στη δική του αστική ευθύνη και στο μέγεθος της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στον πολιτικώς ενάγοντα. 3. Η αντέφεση του πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να ασκηθεί μόνο αν με την έφεση έχει προσβληθεί και το μέρος της απόφασης που αφορά τις ιδιωτικές του απαιτήσεις και μόνο ως προς αυτές. *** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.19 άρθρ.2 Ν.2408/1996 (Α 104) ορίζεται ότι: "Εφέσεις και αντεφέσεις, που έχουν ασκηθεί από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 486 και 494 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτά τροποποιούνται με την παρούσα παράγραφο, και κατά τη δημοσίευση του παρόντος εκκρεμούν, κηρύσσονται απαράδεκτες".
Προθεσμία και διατυπώσεις της αντέφεσης. *** Το άρθρο 495 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 44 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. Αρθρο 495.- 1. Η αντέφεση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου μπορεί να γίνει μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας που δίνεται στον κατηγορούμενο για να ασκήσει έφεση (αρ. 473). Η αντέφεση του ενός διαδίκου εναντίον του άλλου μπορεί να γίνει και έως τη δικάσιμο της κύριας έφεσης, ακόμη και στο ακροατήριο, πριν όμως αρχίσει η συζήτηση, με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα Πρακτικά της συνεδρίασης. 2. Η διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αντέφεσης που δεν γίνεται στο ακροατήριο.
Αποτελέσματα της αντέφεσης. *** Το άρθρο 496 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 44 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. Αρθρο 496.- Αν ασκηθεί αντέφεση κατά τα άρθρα 494 και 495, ο κανόνας του άρθρου 470 δεν ισχύει. Αν γίνει η παραίτηση από την έφεση ή απορριφθεί αυτή ως ανυποστήρικτη (άρθρ. 501 παρ. 1), η αντέφεση ισχύει ως κύρια έφεση, αν εκείνος που την άσκησε είχε κατά το νόμο το δικαίωμα να ασκήσει έφεση διαφορετικά η αντέφεση θεωρείται ότι δεν έγινε.
Αρθρο 497. Ανασταλτική δύναμη της έφεσης. 1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκηση της. 2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. 3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς. 4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. 5. Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε. 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. 8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως. 9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις παραγράφους 6 και 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό. 10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως.". *** Το άρθρο 497 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 27 Ν.3904/2010,ΦΕΚ Α 218/23.12.2010.
Διατυπώσεις της έφεσης. Αρθρο 498. Για την έφεση συντάσσεται στον αρμόδιο υπάλ- ληλο κατά το άρθρο 474 παρ. 1 έκθεση, η οποία περιέχει και τους λόγους της έφεσης σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Ο διάδικος που ασκεί την έφεση οφείλει στην έκθεση αυτή να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο βαθμό στον αντίκλητο αυτόν μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις οι οποίες αφορούν το διάδικο που τον διόρισε, εκτός από την κλήση για την συζήτηση της έφεσης. Ο διάδικος αυτός οφείλει επίσης στην ίδια έκθεση να δηλώσει την κατοικία του, ορίζοντας ακριβώς τη διεύθυνσή του (πόλη, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει κάθε μεταβολή της μέσα σε πέντε ημέρες στον εισαγγελέα εφετών. Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή της, η απόφαση εκτελείται αμέσως με τη φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης. Αρθρο 499. "Στα άρθρα 111 παρ. 6, 112 παρ. 3, 113 παρ. 1 περίπτωση Α` στοιχείο γ` και περίπτωση Γ` και 114 περίπτωση Γ` ορίζεται το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει την έφεση. *** Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 28 παρ.2 Ν.3904/2010,ΦΕΚ Α 218/23.12.2010. Στην περίπτωση έφεσης κατά της απόφασης του εφετείου (άρθρ. 489 στοιχ. γ`) αρμόδιο να δικάσει είναι το ίδιο εφετείο, στο οποίο όμως δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν οι δικαστές που δίκασαν σε πρώτο βαθμό. Αν δεν είναι δυνατή η διαφορετική αυτή σύνθεση, σύμφωνα με τη γραπτή βεβαίωση του προέδρου, ο εισαγγελέας παραπέμπει την υπόθεση στο πλησιέστερο εφετείο. Πλησιέστερο Εφετείο των Εφετείων Κερκύρας, Ιωαννίνων και Ναυπλίου θεωρείται το Εφετείο Πατρών, των Εφετείων Κρήτης, Αιγαίου και Δωδεκανήσου το Εφετείο Αθηνών, των Εφετείων Θράκης και Λάρισας το Εφετείο Θεσ/νίκης και του Εφετείου Πατρών το Εφετείο Ναυπλίου. "Το μικτό ορκωτό εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Το πενταμελές εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς εφετείου". ***Τα εδάφια ε` και στ` αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 14 του Ν.1649/1986 (ΦΕΚ Α 149)
Προπαρασκευαστική διαδικασία. Αρθρο 500. Ο γραμματέας (άρθρ. 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3) ημέρες την έκθεση για την έφεση και την αντέφεση μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 499, διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο μέρος, ο εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρ. 166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα, το μηνυτή και, αν η έφεση δεν στρέφεται κατά της απόφασης πταισματοδικείου, δύο τουλάχιστον μάρτυρες, τους πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη μπορεί επίσης να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η διάταξη του άρθρου 327 εφαρμόζεται και σ` αυτή την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328. "Οταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα". *** Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με την παρ.21 άρθρ.2 Ν.2408/1996 (Α 104).
Κύρια συζήτηση. α) Οταν απουσιάζει ο εκκαλών. Αρθρο 501. "1. Αν κατΑ τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγρΑφου 2 του Αρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη." Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λπ. Εφαρμόζεται επίσης ανάλογα και η διάταξη του άρθρου 341. *** Το πρώτο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 48 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. 2. Η απόρριψη της έφεσης εκείνου που την άσκησε και απου- σιάζει δεν εμποδίζει την κατά το άρθρο 502 συζήτηση της έφεσης άλλου διαδίκου που εμφανίστηκε ή της έφεσης του εισαγγελέα. (3. Το δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο εκκαλών δεν μπόρεσε να εμ- φανιστεί αυτοπροσώπως για λόγους ανώτερης βίας ή για άλλα ανυπέρβλητα αίτια, μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση να επιτρέψει την εκπροσώπηση από συνήγορο που έχει ειδική πληρεξουσιότητα στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι ο εκκαλών δικάζεται σαν να ήταν παρών, και ο συνήγορός του τον εκπροσωπεί πλήρως). 3. (4). Εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συ- ντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 εδάφ. β` και γ`, το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως". ***Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.8 Ν.1941/1991,ΦΕΚ Α 41. *** Η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και η παρ.4 αναριθμήθηκε σε παρ.3 με το άρθρο 48 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. "4. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύτηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών." *** Η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 48 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003.
β) Οταν εμφανιστεί ο εκκαλών. Αρθρο 502. "1. Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγρΑφου 2 του Αρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικΑ την έφεση." Εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στην προδικασία στις περιπτώσεις του άρθρου 365 και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 364. "Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 - 338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357 - 363, 366 - 373." Το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. *** Τα πρώτο και τέταρτο εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 49 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. 2. Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξου- σία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. 3. Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από το δικαστήριο βάσιμη, το εφετείο δικάζει την υπόθεση στην ουσία της, αν υπάγεται στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου της περιφέρειάς του διαφορετικά, την παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο. 4. Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει ακυρότητα (άρθρα 170 και 171), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της ανέκκλητα. 5. Αν γίνει δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, το εφετείο την παραπέμπει στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. "6. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ` εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφαση του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ` αναβολή συζήτηση αυτής." *** Η παρ.6 προστέθηκε με το άρθρο 18 παρ.5 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.
Τύχη της εγγύησης. Αρθρο 503. 1. Με την απόφαση που εκδίδει για την έφεση, το δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την Απόδοση της εγγύησης που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497, αν η κατάπτωσή της δεν έχει διαταχθεί σύμφωνα με τα άρθρα 501 και 302. 2. Αν ο εκκαλών καταδικάστηκε χωρίς να είναι παρών όταν απαγγέλθηκε η απόφαση του εφετείου, προσκαλείται από τον εισαγγελέα εφετών, είτε ο ίδιος είτε με τον αντίκλητό του, να εμφανιστεί μέσα σε οκτώ ημέρες στον εισαγγελέα που ορίζεται στην πρόσκληση και να υποβληθεί με τη θέλησή του στην εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν εμφανιστεί, η εγγύηση που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 2 καταπίπτει με απόφαση του εφετείου, στο οποίο κλητεύεται και ο κατηγορούμενος και εκείνος που έδωσε την εγγύηση, εκτός αν αυτή είχε προηγουμένως καταπέσει σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα