Πτώχευση οφειλέτη - Καταδίκη του λόγω μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο - Έλλειψη αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δεν αποδείχθηκε ο δόλος του κατηγορούμενου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 659/2011)
Περίληψη: Η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υποχρέου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι αφενός κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, αφετέρου κατ’ άρθρο 679 του Εμπορικού Νόμου καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών. Αναιρείται λόγω έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία ο κατηγορούμενος (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος εταιρίας) κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς και εμπεριστατωμένως η συνδρομή του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού ενώ, όπως το ίδιο το Δικαστήριο δέχθηκε, αποδείχθηκε ότι η εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν ο αναιρεσείων να καταβάλει τα οφειλόμενα χρέη προς το Δημόσιο, εν συνεχεία δέχθηκε ότι η πτώχευση δεν ασκούσε έννομη επιρροή στην ποινική ευθύνη του και ότι εκείνος ήταν υπόχρεος στην καταβολή των χρεών.
[...] Επειδή, η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν, κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ’ άρθρο 679 του Εμπορικού Νόμου, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ . και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα δέχθηκε τα ακόλουθα: απεδείχθησαν τα ακόλουθα περιστατικά: «Η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού, που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ' άρθρο 679 αρ. 4 του ΕμπΝ, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού, στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του, μετά την ημέρα παύσης των πληρωμών. Κατά την κρίση όμως του Δικαστηρίου, το ως άνω γεγονός της πτωχεύσεως δεν ασκεί έννομη επιρροή στους νομίμους εκπροσώπους των κεφαλαιουχικών εταιριών (ΑΕ και ΕΠΕ κ.λπ.), αφού ως προς αυτούς δεν υφίσταται η αυτόθροη συνέπεια της συμπτωχεύσεως, μαζί με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, ως επί προσωπικών εταιριών. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος στην Αθήνα, το χρονικό διάστημα από 1.3.2003 έως και 31.12.2004, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τυγχάνων Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας «…», με έδρα την ..., όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, κατά την ισχύ του Ν 3220/2004 , με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το δε ληξιπρόθεσμο ποσό για την καταβολή της οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, αφορά δε διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών (αρ. ειδ. βιβλίου …/2006) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 5.4.2002 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω ΔΟΥ, ηθελημένα δε δεν κατέβαλε το ποσό των 3.674.460,50 ευρώ που αφορά τα κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα χρέη αυτού προς το Δημόσιο και συγκεκριμένα: (στη συνέχεια γίνεται παραπομπή στον αναφερόμενο παραπάνω πίνακα). Ο κατηγορούμενος εκκαλών, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, υπέβαλε στο Δικαστήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η ταμειακή βεβαίωση του επίδικου χρέους έγινε σε μεταγενέστερο της πτωχεύσεως χρόνο και συνεπώς ο εκκαλών πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Όπως αποδεικνύεται, η ως άνω εταιρία, της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και συνεπώς νόμιμος εκπρόσωπος ήταν τον επίδικο χρόνο ο εκκαλών κατηγορούμενος, δυνάμει της 579/2.5.2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, με ημερομηνία παύσεως των πληρωμών την 19.6.2001. Αποδεικνύεται ότι το σύνολο του οφειλόμενου στο Δημόσιο χρέους είναι προπτωχευτικό, όπως αναλυτικά προπεριγράφηκε στην παρούσα απόφαση. Πλην όμως, από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι η βεβαίωση του χρέους και το ληξιπρόθεσμο του χρέους είναι μεταγενέστερο της πτωχεύσεως. Η ως άνω παραδοχή όμως δεν ασκεί έννομη επιρροή, σε σχέση με τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο, ο οποίος δεν συμπτώχευσε με την ως άνω εταιρία και του οποίου η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού είναι ατομική και αυτοτελής σε βάρος της προσωπικής του περιουσίας, αφού η πτώχευση της ως άνω εταιρίας δεν συνεπάγεται ως αυτόθροη συνέπεια τη συμπτώχευση του νομίμου εκπροσώπου της, αφού ο εκκαλών νομίμως θα κατέβαλε το επίδικο χρέος, αφού αυτό καταλογίσθηκε ατομικά σε αυτόν, η δε απαγόρευση καταβολής εκ των άρθρων 2 ΑΝ 635/1937 και 679 παρ. 4 ΕμπΝ, από την κήρυξη της πτωχεύσεως και μετά, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον σύνδικο της πτωχεύσεως, που αυτός και μόνον εκπροσωπεί την εταιρία. Σε αντίθετη περίπτωση, ο νόμιμος εκπρόσωπος εταιρίας, ο οποίος επί σειρά ετών αποκέρδαινε σημαντικά από τη λειτουργία κεφαλαιουχικής εταιρίας, μετά την πτώχευση αυτής, θα εδύνατο να διατηρεί τα κέρδη αυτά, χωρίς να έχει υποχρέωση καταβολής των οφειλών αυτής προς το Δημόσιο από τους οφειλόμενους σε αυτό φόρους και ταυτόχρονα να επωφελείται και από τις έννομες συνέπειες της πτώχευσης αυτής, χωρίς όμως ο ίδιος να συμπτωχεύει με αυτήν, δηλαδή επί της ουσίας, χωρίς να έχει ουδεμία ευθύνη για τα προπτωχευτικά χρέη, που ο ίδιος εκ της διοικήσεως της εταιρίας δημιούργησε προς το Ελληνικό Δημόσιο. Η μη συμπτώχευση συνεπώς εν προκειμένω του εκκαλούντος συνεπάγεται ότι αυτός είχε αυτοτελή υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων εκ της ιδίας αυτού περιουσίας, ως προς την οποία η πτώχευση άμεσα δεν ασκεί έννομη επιρροή. Το δικαστήριο όμως κρίνει ότι η ως άνω πτώχευση δημιούργησε ταμειακή δυσχέρεια καταβολής του συνόλου των οφειλομένων, αφού ο εκκαλών κατηγορούμενος απώλεσε ένα σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του, ως εκ της πτωχεύσεως της ως άνω εταιρίας, της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό εκ του άρθρου 84 παρ. 2β΄ του ΠΚ, των μη ταπεινών αιτίων για τη μη καταβολή του επίδικου χρέους, ως εκ της οικονομικής του δυσχέρειας, η οποία προκύπτει και από τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα. Πρέπει συνεπώς απορριπτόμενου του ως άνω προβαλλομένου αυτοτελούς ισχυρισμού, να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό εκ του άρθρου 84 παρ. 2β΄ ΠΚ». Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ . και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο, χωρίς να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπό του, αφού ενώ, όπως το ίδιο το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι αποδείχθηκε ότι η παραπάνω εταιρία … κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, και επομένως δεν ήταν δυνατόν ο αναιρεσείων να καταβάλει τα οφειλόμενα χρέη προς το Δημόσιο, δέχθηκε στη συνέχεια ότι η πτώχευση δεν ασκούσε έννομη επιρροή στην ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος και ότι εκείνος ήταν υπόχρεος στην καταβολή των χρεών, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α΄, 27 παρ. 1 του ΠΚ, 25 παρ. 1γ΄, 2, 3 του Ν 1882/1990 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997 , σε συνδυασμό με τις ως άνω διατάξεις του ΑΝ 635/1997 και του Εμπορικού Νόμου. Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. [...] Παρατηρήσεις Στις περιπτώσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο εταιριών που βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης κρίσιμα, κατά κύριο λόγο, είναι τα εξής: α) Στις προσωπικές εταιρίες (ΟΕ και ΕΕ) η πτώχευση της εταιρίας συμπαρασύρει σε πτώχευση και τα ομόρρυθμα μέλη της (άρθρα 22 ΕμπΝ, 7 παρ. 4 Ν 3588/2007 ) σε αντίθεση με τις κεφαλαιουχικές, στις οποίες η περιουσία του νομικού προσώπου είναι διακριτή από εκείνη των μετόχων ή εταίρων της. Στις τελευταίες οι διοικούντες το νομικό πρόσωπο ευθύνονται αλληλέγγυα για τις οφειλές και τα χρέη της εταιρίας προς το Δημόσιο (άρθρα 115 ΚΦΕ, 55 ΚΦΠΑ, 25 παρ. 1 Ν 1676/1986 , 25 παρ. 2 Ν 1882/1990 κ.ά.), β) κομβικό σημείο αποτελεί ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης, δηλαδή η ορισθείσα με τη σχετική απόφαση ημερομηνία παύσης πληρωμών. Ειδικότερα, ως προς τις προσωπικές εταιρίες η ποινική ευθύνη διαφοροποιείται αναλόγως εάν η πτώχευση τοποθετείται σε χρόνο προγενέστερο της βεβαίωσης ή του ληξιπρόθεσμου των οφειλών ή σε χρόνο μεταγενέστερο. Στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, αντίθετα, η βεβαίωση χρεών σε χρόνο μεταγενέστερο της λύσης του νομικού προσώπου (με την κήρυξη σε πτώχευση) δεν αναιρεί την ποινική ευθύνη του διοικούντος το νομικό πρόσωπο, εφόσον τα χρέη γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο που αυτός είχε τη συγκεκριμένη ιδιότητα (άρθρο 25 παρ. 3 Ν 1882/1990). Ως βεβαίωση νοείται η «ταμειακή βεβαίωση», η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο και εκδίδεται αφού οριστικοποιηθεί η φορολογική εγγραφή σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία στο αντίστοιχο νομοθέτημα που θεσπίζει τον φόρο. Κατά τα λοιπά ισχύει ότι δεν αρκεί η βεβαίωση του χρέους για την ποινική δίωξη, αλλά πρέπει να υπάρχει καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών και το οφειλόμενο ποσό να υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ (άρθρο 25 παρ. 1 Ν 1882/1990 , όπως τροποποιήθηκε). Εφόσον δεν προσδιορίζεται στον νόμο το χρονικό σημείο για την έναρξη της προθεσμίας, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι αυτό δεν μπορεί να τοποθετείται πριν από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης της ταμειακής βεβαίωσης στον υπόχρεο. Οι έως τώρα γνωστές σχετικές με την πτώχευση εταιριών αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων αφορούν την επιρροή που ασκεί η πτώχευση της προσωπικής εταιρίας στην υπαιτιότητα του κατά τον τρόπο αυτό συμπτωχεύσαντος οφειλέτη εταίρου για μη καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τα δικαστήρια καταλήγουν, κατά κανόνα, στην αθώωση του κατηγορουμένου λόγω έλλειψης δόλου στηριζόμενα στην νομοθεσία περί πτώχευσης. Λαμβάνουν υπόψη ότι ο πτωχεύσας στερείται αυτοδίκαια της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 2 ΑΝ 635/1937, ήδη άρθρο 17 παρ. 1 Ν 3588/2007 ) και απαγορεύεται σε αυτόν, υπό την απειλή ποινικών κυρώσεων, να προβεί σε πληρωμές προς πιστωτές μετά την ημερομηνία παύσης πληρωμών (άρθρο 679 ΕΝ, ήδη άρθρο 172 παρ. 1 Ν 3588/2007 ). Ορισμένες αποφάσεις, ωστόσο, αξιολογώντας πραγματικά περιστατικά παραμερίζουν το ειδικό καθεστώς της πτώχευσης. Έτσι έγινε δεκτό ότι η πτώχευση δεν αναιρεί τον δόλο του οφειλέτη όταν μέχρι τη διάπραξη του εγκλήματος έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα (θεωρώντας προφανώς ότι ο δράστης έχει αποκτήσει μεταπτωχευτική περιουσία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. β΄ ΠΚ των μη ταπεινών αιτίων) ή όταν το χρέος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος δημιουργήθηκε από δραστηριότητές του μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως. Συναφώς κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος διότι η παραβίαση της οικείας προθεσμίας καταβολής των οφειλών δεν οφείλεται σε δόλια προαίρεσή του, αλλά σε πραγματική οικονομική αδυναμία του και στην κήρυξή του σε κατάσταση πτώχευσης. Δηλαδή το δικαστήριο δεν αρκέστηκε στην κατά νόμο αδυναμία καταβολής, αξιώνοντας επιπροσθέτως και πραγματική αδυναμία καταβολής των οφειλών. Η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση διακρίνεται από τις παραπάνω περιπτώσεις, καθώς δεν αναφέρεται σε πτώχευση του φυσικού προσώπου - υπόχρεου συνεπεία πτώχευσης προσωπικής εταιρίας, αλλά στην πτώχευση κεφαλαιουχικής εταιρίας (ΑΕ) και στις ενδεχόμενες συνέπειες που μπορεί να έχει για τον διευθύνοντα σύμβουλο. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατ’ αρχήν ορθά, ότι η χρονολογία της βεβαίωσης του χρέους και το ληξιπρόθεσμο αυτού, ανεξάρτητα από το αν είναι μεταγενέστερο της πτώχευσης της ανώνυμης εταιρίας ή όχι, δεν ασκεί έννομη επιρροή σε σχέση με τον διευθύνοντα συμβούλου, διότι ο τελευταίος, λόγω της αλληλέγγυας ευθύνης του, έχει ατομική και αυτοτελή υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού εκ της προσωπικής περιουσίας του. Παράλληλα όμως, αντλώντας σκέψεις και επιχειρήματα από την αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο νομολογία, το δικαστήριο της ουσίας συνέδεσε εσφαλμένα την προσωπική περιουσιακή κατάσταση του κατηγορουμένου διευθύνοντα συμβούλου με αυτήν της εταιρίας. Με τη σκέψη ότι η πτώχευση της εταιρίας είχε για τον κατηγορούμενο ως συνέπεια την απώλεια εισοδημάτων, δημιουργώντας σε αυτόν δυσχέρεια καταβολής του συνόλου του οφειλόμενου ποσού, έκρινε πως πρέπει να του αναγνωρισθεί ότι ωθήθηκε στην πράξη από όχι ταπεινά αίτια (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. β΄ ΠΚ). Κατά τον τρόπο αυτό, όπως διαπιστώνεται στη σχολιαζόμενη απόφαση του Άρειου Πάγου, το δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση διότι δέχθηκε αφενός, χωρίς να διαλάβει την κατά τον νόμο απαιτούμενη αιτιολογία, ότι ο κατηγορούμενος από πρόθεση δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά, αφετέρου δε ότι δεν είχε πραγματική δυνατότητα να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση καταβολής του. Κατά την εκτίμησή μας, η απόφασή αυτή του Αρείου Πάγου δεν εγκαινιάζει στροφή στην πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία, ερμηνεύοντας την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, «ο δόλος συνίσταται στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης και συνεπώς εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών αυτών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ . και 139 του ΚΠΔ, εκτός αν για την ύπαρξή του απαιτούνται κατά νόμο πρόσθετα περιστατικά (λ.χ. σκοπός) ή πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο».
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα