Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη)

Το δικηγορικό μας γραφείο με γνώση και εμπειρία αναλαμβάνει την επιτυχή υπαγωγή σας στις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου 3869/2010 (νόμος Κατσέλη). Με την υπαγωγή σας στο νόμο αυτό ρυθμίζεται η αποπληρωμή ενός μέρους των οφειλών σας με ευνοϊκούς όρους ενώ το υπόλοιπο μέρος των οφειλών σας διαγράφεται οριστικά. Για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Παρακάτω ορίζονται αναλυτικά ποια πρόσωπα και ποιες οφειλές υπάγονται στο νόμο.

Ποιοι υπάγονται στο νόμο 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (υπερχρεωμένα νοικοκυριά): Στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μπορούν να υπαχθούν μόνο φυσικά πρόσωπα. Εξαιρούνται, δηλαδή, όλα τα νομικά πρόσωπα όπως σωματεία, προσωπικές εταιρίες (Ομόρρυθμη και Ετερόρρυθμη Εταιρία), κεφαλαιουχικές εταιρίες (Ανώνυμη Εταιρία και Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης), ιδρύματα, αστικοί, αγροτικοί, οικοδομικοί συνεταιρισμοί, αστικές εταιρίες με νομική προσωπικότητα. Ωστόσο, η συμμετοχή ενός φυσικού προσώπου σε ένα νομικό πρόσωπο με την ιδιότητα του μέλους ή εταίρου ή διοικούντος δεν του αφαιρεί εξ αυτού και μόνο του γεγονότος τη δυνατότητα υπαγωγής στο νόμο 3869/2010, εφόσον πληροί τις λοιπές απαιτούμενες προϋποθέσεις. Στο νόμο 3869/2010 μπορούν να υπαχθούν, επίσης, ανήλικοι εκπροσωπούμενοι από τους γονείς τους και ανίκανα πρόσωπα εκπροσωπούμενοι από τον δικαστικό τους συμπαραστάτη. Στην έννοια του φυσικού προσώπου εμπίπτει κάθε πρόσωπο, είτε έχει την ελληνική είτε έχει άλλη ιθαγένεια. Δηλαδή, οποιοσδήποτε αλλοδαπός που φέρει χρέη μπορεί να υπαχθεί στο νόμο 3869/2010 εφόσον διαμένει στην Ελλάδα. Τέλος, στο νόμο μπορούν να υπάχθούν ο κληρονόμος του οφειλέτη, ο εγγυητής και ο συνοφειλέτης. Στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 δεν υπάγονται όσοι έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή όσοι είναι έμποροι, ανεξαρτήτως του αν τα χρέη τους είναι αστικά ή εμπορικά. Έμποροι είναι όσοι ασκούν εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό το βιοπορισμό. Για τη διαπίστωση της εμπορικής ιδιότητας πρέπει να υπάρχουν τα εξής: 1) η σύνδεση της δραστηριότητας του προσώπου με ορισμένο τόπο (έδρα), 2) η διάθεση από αυτόν κεφαλαίου για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του χώρου του, 3) η χρησιμοποίηση υπηρεσιών τρίτων προσώπων και 4) η λογιστική παρακολούθηση της δραστηριότητάς του.Ενδεικτικά εμπορικές πράξεις και έμποροι είναι:Το γενικό εμπόριο και κατά κανόνα η αγορά αγαθών προς μεταπώληση καθιστούν ένα πρόσωπο έμπορο. Η κατ’ επάγγελμα παροχή εγγυήσεων μέσω της οποίας ο εγγυητής επιδιώκει το κέρδος συνιστά εμπορική πράξη που προσδίδει την εμπορική ιδιότητα. Η κατ’ επάγγελμα διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων είναι δραστηριότητα που αποδίδει την εμπορική ιδιότητα. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος προμηθευτή προϊόντων ή υπηρεσιών ασκεί εμπορία, ο διανομέας προϊόντων και υπηρεσιών ή ο ανεξάρτητος πωλητής. Η μεταφορά προσώπων από τόπο σε τόπο με λεωφορεία έναντι κομίστρου, η μεταφορά δια φορτηγού αυτοκινήτου προσώπων και πραγμάτων, ο ιδιοκτήτης άδειας ταξί που μισθώνει το όχημα σε οδηγούς, ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας, ο ταχυδρομικός πράκτορας, ο διαφημιστικός πράκτορας, ο πράκτορας τυχερών παιχνιδιών, ο ναυτιλιακός πράκτορας, ο εφοπλιστής, ο επισκευαστής πλοίων, η αγορά υφασμάτων και κατασκευή ενδυμάτων προς πώληση σε τρίτους με σκοπό το κέρδος, ο φαρμακοποιός, ο μεσίτης ακινήτων και υπηρεσιών, ο ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, η επιχείρηση εστιατορίου, η εκμετάλλευση επιπλωμένων τουριστικών κατοικιών, η ξενοδοχειακή επιχείρηση, ο εργολάβος οικοδομών, ο μηχανικός που αναλαμβάνει έργα με τη συνδρομή οργανωμένου συνεργείου εργατών, η επιχείρηση εκτύπωσης και έκδοσης εντύπων, η επιχείρηση κατασκευής υποδημάτων. Κάθε δραστηριότητα μεταποίησης πράγματος συσκευασίας και δεματοποίησης προς διάθεση αποτελεί εμπορική δραστηριότητα χειροτεχνίας. Έμπορος είναι αυτός που ασχολείται με την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, με τη διανομή ταινιών, ο παραγωγός θεατρικών παραστάσεων, κάθε πρόσωπο που προσφέρει στα πλαίσια οργανωμένης επιχείρησης θέαμα και ψυχαγωγία, όπως το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται κέντρο διασκέδασης, αυτός που διατηρεί επιχείρηση προβολής κινηματογραφικών ταινιών. Η εκμετάλλευση λατομείου ή μεταλλείου, ο επιπλοποιός, ο ελεύθερος επαγγελματίας που ασκεί το επάγγελμά του όντας ιδιοκτήτης μιας συναφούς οργανωμένης επιχείρησης (π.χ. ιατρός-κλινική, γυμναστής-γυμναστήριο, λογιστής-λογιστικό γραφείο), όσοι διαθέτουν οργανωμένες γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες, η αγορά και μεταπώληση ρούχων, τροφίμων, η επιχείρηση εισαγωγών και εξαγωγών, το πρατήριο καυσίμων, αυτός που διατηρεί ζαχαροπλαστείο κ.α.. Αντίθετα, δεν αποκτά εμπορική ιδιότητα και υπάγεται στο νόμο 3869/2010 όποιος πραγματοποιεί εμπορικές πράξεις σε μικρή κλίμακα ή περιορισμένη έκταση ή με διακεκομμένη δραστηριότητα και σε μακρά χρονικά διαστήματα και δεν αποφέρει αξιόλογο αποτέλεσμα. Απαιτείται συστηματική και τακτική ενασχόληση με εμπορικές πράξεις και όχι απλώς περιστασιακή ή ευκαιριακή απασχόληση ή συμπτωματική απασχόληση. Ευκαιριακή είναι η απασχόληση χωρίς σταθερή οργανωτική δομή της δραστηριότητας αυτής. Η εμπορική ιδιότητα αποκτάται από αυτόν στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου διενεργούνται οι εμπορικές πράξεις και όχι από τον υπάλληλό του ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του. Στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ως εμπορευόμενος στο δικό του όνομα, στην πραγματικότητα όμως για λογαριασμό άλλου, τότε έμποροι είναι αμφότεροι. Για το προσδιορισμό κάποιου ως εμπόρου δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός του ως εμπόρου από το φορολογικό δίκαιο ή η ένταξή του σε συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα ή η δηλωτική αναγγελία του σε κάποιο εμπορικό ή άλλο επιμελητήριο. Ενδεικτικά, δεν είναι έμπορος: Αυτός που αγοράζει ευκαιριακά χρηματιστηριακούς τίτλους με σκοπό το κέρδος δεν είναι έμπορος. ο οδηγός ταξί, αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες, την κτηνοτροφία, τη δασοκομία, την αλιεία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες (ιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.λπ.), ο καλλιτέχνης, ο ζωγράφος, αυτός που διατηρεί ιδιωτικό εκπαιδευτήριο (π.χ. ξένων γλωσσών). Ο μικροέμπορος, δηλαδή αυτός που ασκεί εμπορικές πράξεις και αποκομίζει κέρδος, το οποίο αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού του κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών. Ενδεικτικά, μικροέμποροι είναι ο ψιλικατζής, ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο πωλητής σε λαϊκές αγορές, ο υπαίθριος πωλητής, ο λαχειοπώλης, ο τσαγκάρης, ο πλασιέ, ο μικροεπιπλοποιός κ.λπ. Επιπλέον, δεν είναι έμπορος αυτός που διαθέτει ατομική επιχείρηση υπηρεσιών καθαριότητας και ατομική επιχείρηση μεταποίησης ρούχων, ο συνταξιούχος, ο ιδιωτικός υπάλληλος, ο εργάτης, ο δημόσιος υπάλληλος, ο εισοδηματίας, ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο αγρότης, ο κτηνοτρόφος, ο άνεργος ή ανεπάγγελτος κ.α.. Ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν την έχει πλέον μπορεί να υπαχθεί στο νόμο 3869/2010 αν δεν έπαυσε τις πληρωμές του κατά το χρόνο που ήταν έμπορος. Δηλαδή, ένας οφειλέτης, πρώην έμπορος, υπάγεται στο νόμο 3869/2010, ακόμη κι αν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, που είχαν γεννηθεί όσο είχε την εμπορική ιδιότητα με βασική προϋπόθεση ότι μέχρι την παύση της εμπορικής δραστηριότητας και μέχρι την απώλεια της εμπορικής του ιδιότητας για κάποιο χρονικό διάστημα μετά, δεν είχε τεθεί σε παύση πληρωμών και εξυπηρετούσε τα χρέη του. Κριτήριο για την υπαγωγή στο νόμο 3869/2010 αποτελεί ο χαρακτηρισμός του προσώπου ως έμπορου ή μη και όχι η φύση των χρεών του, αν είναι δηλαδή εμπορικά ή αστικά (π.χ. επαγγελματικό δάνειο ή στεγαστικό δάνειο). Επίσης, όταν κάποιος ασκεί εμπορική δραστηριότητα τεκμαίρεται ότι όλα του τα χρέη αναλήφθηκαν χάριν της εμπορίας, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια και τα οποία επ’ ουδενί δεν σχετίζονται με την ασκούμενη εμπορική δραστηριότητα. Αντίθετα, αν τα χρέη έχουν αναληφθεί σε χρόνο προγενέστερο της απόκτησης από τον οφειλέτη της εμπορικής ιδιότητας, αυτός μπορεί να υπαχθεί κανονικά στο νόμο 3869/2010.

Οφειλές που υπάγονται στο νόμο 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (υπερχρεωμένα νοικοκυριά): Ο νόμος 3869/2010 δεν ορίζει επακριβώς το είδος των χρεών που υπάγονται αλλά αναφέρει τις απαιτήσεις που εξαιρούνται από το νόμο. Συνεπώς, «δια της εις άτοπον επαγωγής» συμπεραίνουμε ποιες απαιτήσεις επιτρέπει ο νόμος να ρυθμιστούν. Ειδικότερα, εξαιρούνται και δεν υπάγονται σε ρύθμιση, βάσει του νόμου 3869/2010, οι οφειλές που: 1) αναλήφθηκαν το τελευταίο έτος, 2) προέκυψαν από αδικοπραξία με δόλο και 3) αφορούν χρέη προς το Δημόσιο. Απεναντίας κάθε άλλη οφειλή από όπου και αν προέρχεται έναντι οποιουδήποτε μπορεί να υπαχθεί σε ρύθμιση κατά το νόμο 3869/2010. Στο νόμο μπορούν να υπαχθούν τόσο αστικά όσο και εμπορικά χρέη, αρκεί ο οφειλέτης να μην είναι πλέον έμπορος. Ειδικότερα, ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν την έχει πλέον μπορεί να υπαχθεί στο νόμο 3869/2010 αν δεν έπαυσε τις πληρωμές του κατά το χρόνο που ήταν έμπορος. Δηλαδή, ένας οφειλέτης, πρώην έμπορος, υπάγεται στο νόμο 3869/2010, ακόμη κι αν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, που είχαν γεννηθεί όσο είχε την εμπορική ιδιότητα με βασική προϋπόθεση ότι μέχρι την παύση της εμπορικής δραστηριότητας και μέχρι την απώλεια της εμπορικής του ιδιότητας για κάποιο χρονικό διάστημα μετά, δεν είχε τεθεί σε παύση πληρωμών και εξυπηρετούσε τα χρέη του. Κριτήριο για την υπαγωγή στο νόμο 3869/2010 αποτελεί ο χαρακτηρισμός του προσώπου ως έμπορου ή μη και όχι η φύση των χρεών του, αν είναι δηλαδή εμπορικά ή αστικά (π.χ. επαγγελματικό δάνειο ή στεγαστικό δάνειο). Όταν κάποιος ασκεί εμπορική δραστηριότητα τεκμαίρεται ότι όλα του τα χρέη αναλήφθηκαν χάριν της εμπορίας, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια και τα οποία επ’ ουδενί δεν σχετίζονται με την ασκούμενη εμπορική δραστηριότητα. Αντίθετα, αν τα χρέη έχουν αναληφθεί σε χρόνο προγενέστερο της απόκτησης από τον οφειλέτη της εμπορικής ιδιότητας, αυτός μπορεί να υπαχθεί στο νόμο 3869/2010. Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των τριών ανωτέρω προϋποθέσεων φέρει ο ίδιος ο οφειλέτης. Δηλαδή, ο ίδιος ο οφειλέτης πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι όλες του οι οφειλές δεν γεννήθηκαν κατά το τελευταίο έτος, ότι οι οφειλές του δεν αποτελούν προϊόν δόλιας αδικοπραξίας και τέλος ότι οι οφειλές του δεν αφορούν χρέη προς το Δημόσιο. Αναλυτικότερα: 1) Ανάληψη απαίτησης το τελευταίο έτος: Αφορά οφειλές που γεννήθηκαν ένα ολόκληρο ημερολογιακό έτος πριν την κατάθεση της Αίτησης στο Ειρηνοδικείο για τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη. Η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης προκύπτει από την Έκθεση Κατάθεσης Δικογράφου που συντάσσει ο υπάλληλος της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου κάθε φορά που κατατίθεται μία αίτηση από τον ίδιο τον οφειλέτη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Δεν μας ενδιαφέρει ο χρόνος που μια οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη ή απαιτητή αλλά μόνο ο χρόνος ανάληψής της. Πολύ σημαντικό θέμα γεννάται για το αν μια νέα σύμβαση διακανονισμού παλαιών χρεών ή μεταφοράς δανείου και αναχρηματοδότησης ή μια ομαδοποίηση πολλών δανείων σε ένα αποτελεί «συμβιβασμό» ή «ανανέωση». Η διάκριση έχει σημασία, καθώς μόνο η ανανέωση αποτελεί νέα οφειλή-υποχρέωση και ως τέτοια μόνο αυτή εξετάζεται πότε αναλήφθηκε. Ο συμβιβασμός δεν αποτελεί νέα οφειλή-υποχρέωση και δεν εξαιρείται από την υπαγωγή, ανεξαρτήτως πότε συνέβη. Συμβιβασμό αποτελεί η επιβεβαίωση της υφιστάμενης οφειλής με τροποποίηση των όρων αποπληρωμής, όπως είναι ο χρόνος αποπληρωμής, οι δόσεις κ.α. Ανανέωση της παλαιάς με νέα οφειλή αποτελεί η ρητή κατάργηση της παλαιάς σύμβασης και η κατάρτιση νέας σύμβασης, με τη οποία όχι μόνο τροποποιούνται αλλά και μεταβάλλονται οι όροι αποπληρωμής. Αυτό το ζήτημα έχει ιδιαίτερη σημασία διότι οι τράπεζες συνηθίζουν -πλέον- να προτρέπουν τους οφειλέτες στην κατάρτιση νέωνσυμβάσεων για τη «ρύθμιση» παλαιότερων χρεών τους, με σκοπό την εκ νέου έναρξη της ετήσιας προθεσμίας, που απαιτείται από το νόμο να έχει παρέλθει, προκειμένου να υπαχθεί μια απαίτηση σε ρύθμιση. Στην περίπτωση των πιστωτικών καρτών, αν ο οφειλέτης κάνει χρήση της πιστωτικής κάρτας -εντός του έτους- χρεώνοντας το λογαριασμό του με αναλήψεις χρημάτων ή με αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, τότε αυτές οι οφειλές ως αναληφθείσες σε χρόνο μικρότερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο εξαιρούνται από τη ρύθμιση του νόμου 3869/2010, ακόμη κι αν η σύμβαση απόκτησης της κάθε πιστωτικής κάρτας καταρτίστηκε πριν από αρκετά έτη. 2) Οφειλή από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο: Στην έννοια της αδικοπραξίας εμπίπτει κάθε οφειλή που προκλήθηκε με υπαιτιότητα (δόλο) από παράνομη πράξη ή παράλειψη και η οποία προκάλεσε ζημία σε κάποιον τρίτο. Με δόλο ενεργεί εκείνος, που θέλει και επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν πράττει κάτι για να αποτρέψει την παραγωγή αυτού του αποτελέσματος. Οφειλές από αδικοπραξίες που τελέσθηκαν με αμέλεια, ακόμα και βαρειά, μπορούν να υπαχθούν σε ρύθμιση βάσει του νόμου 3869/2010. Η οφειλή από αδικοπραξία μπορεί να προκύπτει από σύμβαση, δικαστική απόφαση, από απαίτηση αποκατάστασης ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης, από πρόκληση υλικής ζημίας κ.α. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αντιμετώπιση του «φαινομένου» των ακάλυπτων επιταγών. Η αξίωση για οφειλές από ακάλυπτη επιταγή θεμελιώνεται στις διατάξεις της συμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης και η ικανοποίηση της μίας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση της άλλης. Δηλαδή, πρακτικά, κάποιος, στον οποίο οφείλονται χρήματα από ακάλυπτη επιταγή, μπορεί να τα διεκδικήσει με την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του οφειλέτη (συμβατική αξίωση) ή με την άσκηση αγωγής λόγω αδικοπραξίας κατά του οφειλέτη (αδικοπρακτική αξίωση). Αν ακολουθηθεί η πρώτη περίπτωση και δεν ασκηθεί αγωγή λόγω αδικοπραξίας, η εν λόγω οφειλή από ακάλυπτη επιταγή μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010. Αντίθετα, αν ασκηθεί αγωγή αδικοπραξίας η οφειλή από ακάλυπτη επιταγή δεν μπορεί να υπαχθεί στο νόμο, διότι τεκμαίρεται ότι υπάρχει δόλος του οφειλέτη κατά το χρόνο έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής. 3) Οφειλές προς το Δημόσιο: Οι οφειλές προς το Δημόσιο και τους φορείς του δεν μπορούν να υπαχθούν σε ρύθμιση κατά το νόμο 3869/2010. Ειδικότερα, δεν υπάγονται σε ρύθμιση οφειλές που προκύπτουν από διοικητικά πρόστιμα (π.χ. παραβάσεις πολεοδομικής, περιβαλλοντικής ή δασικής νομοθεσίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τελωνειακές παραβάσεις, φορολογικές παραβάσεις κ.α.), χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και κάθε Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, εισφορές προς ασφαλιστικά ταμεία, λογαριασμούς Δ.Ε.Η., ΕΥΔΑΠ κ.λπ. Αντίθετα, υπάγονται σε ρύθμιση οφειλές προς το Δημόσιο που προέρχονται από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου (π.χ. ιδιώτης μισθώνει ακίνητο του δημοσίου και οφείλει μισθώματα), οφειλές από δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου (επιδοτήσεις, δάνεια για σεισμόπληκτους, παλιννοστούντες) κ.α. Τέλος, βάσει πρόσφατης νομολογίας, οφειλές που προέρχονται από δάνεια που χορήγησε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μπορούν και αυτά να υπαχθούν σε ρύθμιση κατά το νόμο 3869/2010.

Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.