Περίληψη: Εμπράγματο δίκαιο. Κτήση της κυριότητας πριν από την εισαγωγή του ΑΚ. Τοπικό έθιμο Θάσου κατά το οποίο το πατρικό σπίτι κληρονομεί ο πρωτότοκος υιός. Οι διατάξεις του ΑΚ περί αδυναμίας απόκτησης δικαιώματος με τοπικό έθιμο δεν επηρεάζουν δικαιώματα ήδη αποκτηθέντα πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, με τοπικό έθιμο. Κληρονομία. Προϊσχύον δίκαιο. Σε περίπτωση οικείου κληρονόμου η κληρονομία αποκτάται αμέσως, χωρίς να απαιτείται ανάμειξη του κληρονόμου σ` αυτήν. "Δικαίωμα αποχής" από την κληρονομία. Εκτακτη χρησικτησία. Ο νεμόμενος της αντιπρόσωπος άλλου, τόσο κατά το ισχύον όσο και κατά το προϊσχύον δίκαιο, δε μπορεί να νέμεται για τον εαυτό του πριν εκδηλώσει την πρόθεσή του αυτή και πριν λάβει γνώση αυτού ο αντιπροσωπευόμενος. Τακτική χρησικτισία. Προϋποθέσεις για την απόκτηση από τον κληρονόμο της κυριότητας ακινήτου με τίτλο κληρονομίας, δια τακτικής χρησικτησίας. Μη αναδρομική επίδραση της μεταγραφής, ως προς την καλή πίστη του κληρονόμου νομέως.
Επειδή κατά τα άρθρο 51 ΕισΝΑΚ "η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους". Εξ άλλου, κατά το άρθρο 2 εδ. 7 του ν. 147/ 1914, στις χώρες που διετέλεσαν υπό την Οθωμανική κυριαρχία, καθώς η Μακεδονία, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου περί γαιών, οι οποίες ρυθμίζουν τα της αποκτήσεως επ` αυτών, σε κάθε φύσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους Ελληνικούς νόμους (ΑΠ 107/1964 ΕΕΝ 31.438). Προκειμένου περί ακινήτων, ευρισκομένων στη Μακεδονία, στην οποία υπάγεται και η Θάσος, πριν από την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας, εφαροζόταν το άρθρο1248 εδ. Β` του Οθωμανικού ΑΚ, κατά το οποίο η κληρονομική διαδοχή αποτελούσε τρόπο παραγώγου κτήσεως της κυριότητος (ΑΠ 468/1948 Θ Ξ` 15, ΑΠ 255/1936 ΕΕΝ Γ` 966), αφού τα, δυνάμει του Οθωμανικού νόμου αποκτηθέντα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, διατήρησαν την ισχύ τους και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα της χώρας όπου έγινε η απόκτηση, καθόσον το Τουρκικό Δίκαιο, που ίσχυε στην ανωτέρω χώρα πριν από την προσάρτησή της, επείχε θέση προγενεστέρου δικαίου της Ελληνικής πολιτείας, ως διαδόχου της προϋφισταμένης, και παρ` αυτής συνεχιζομένης κυριαρχίας στις αποσπασθείσες χώρες, καθώς τούτο αναγνωρίσθηκε με την από 1.11.1913 σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/ 1913 (ad hoc 468/1948, ό.π., ΑΠ 470/1949 Θ Ξ` 724). Κατά τα άρθρα 167, 175, 181 και 185 του Οθωμανικού Κώδικος,, οι μεταβιβάσεις των ακινήτων καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκίων), δεν υπέκειντο σε διατυπώσεις, επιτρεπόταν η απόδειξή τους και με ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία αποτελούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβάσεως, καθόσον τα "μούλκια" εξομοιούνταν με τα κινητά και δεν απαιτείτο καμία μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως στα κτηματολογικά βιβλία (ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24.419).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του από 23 Φεβρουαρίου 1835 διατάγματος που κύρωσε ως αστικό νόμο τους πολιτικούς νόμους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, ορίζεται ότι θέλουν ισχύσει ως πολιτικός κώδιξ οι νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τα έθιμα όμως, όσα πολυχρόνιος και αδιάκοπος συνήθεια ή αποφάσεις δικαστικές καθιέρωσαν, ισχύουν όπου επεκράτησαν, σαφώς συνάγεται ότι τα έθιμα υπερισχύουν των Βυζαντινορωμ. νόμων (ΑΠ 109/1978 ΝοΒ 26.1362, ΕφΑιγ 6/1972 Αρμ 1972.225). Η με το άρθρο 1 του ΕισΝΑΚ κατάργηση των τοπικών εθίμων αφορά τις στο εξής αναφαινόμενες σχέσεις και δεν ασκεί καμία επιρροή επί δικαίων, τα οποία νομίμως πρωτύτερα αποκτήθηκαν βάσει τοπικών εθίμων νομίμως πρωτύτερα αποκτήθηκαν βάσει τοπικών εθίμων και τα οποία εξακολουθούν να διέπονται από το μέχρι τότε δίκαιο. Μετά όμως την εισαγωγή του ΑΚ αποκλείεται η απόκτηση δικαιώματος δυνάμει τοπικών εθίμων, ως καταργηθέντων (ΑΠ 283/1970 ΝοΒ 18.1055, ΑΠ 253/1970 ΝοΒ 18.1038, ΑΠ 385/1965 ΝοΒ 14.242).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που με πρόταση των διαδίκων εξετάσθηκαν ένορκα ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα επικαλούμεν απ` αυτούς και προσκομιζόμενα πρακτικά αυτού, που έχουν τον ίδιο αριθμό με την εκκαλούμενη απόφαση, εκτιμώμενες κάθε μία χωριστά κα σε συνδυασμό με τις άλλες, κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, την ενώπιον του συμ/φου Κ. ένορκη βεβαίωση του Α.Δ., την οποία λαμβάνεται υπόψη, αφού πληροί τους όρους της διατάξεως 270 αριθ. 2 ΚΠολΔ, κατά το βάσιμο περί τούτου παράπονο του εκκαλούντος, και τα νομίμως επικαλούμενα και επαναπροσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία συνεκτιμούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δοθέντος ότι έχει επιτραπεί απόδειξη με μάρτυρες, και τις ομολογίες των διαδίκων, αποδείχθηκαν τα εξής: Το επίδικο ακίνητο, δηλαδή μία διώροφη οικία με υπόγειο και το οικόπεδό της, εκτάσεως 360 τ.μ. περίπου, βρίσκεται στο χωριό Θεολόγος Θάσου και συνορεύει ανατολικώς με κοινοτικήκ πάροδο, δυτικά με ιδιοκτησία Ι.Τ., βόρεια με κοινοτική οδό και νότια με ιδιοκτησία Γ.Μ.. Αυτού του ακινήτου κύριος ήταν ο Β.Β., παππούς του ενάγοντος, ο οποίος από την εποχή της Τουρκοκρατίας και μετά το θανάτο του πατέρα του Ν.Β., το εξουσιάζε συνεχώς, καθόσον ήταν ιδιόκτητο (μούλκι) και καθώς προαναφέρθηκε εξομοιούτο με κινητό. Μετά τον κατά το έτος 1911 επισυμβάντα θάνατον αυτού, κατά το ισχύον στη Θάσο τοπικό έθιμο - να παίρνει το πατρικό σπίτι το αγόρι, και σε περίπτωση υπάρξεως περισσοτέρων αγοριών το πρωτότοκο - περιήλθε ως κληρονομία στον πρωτότοκο και μοναδικό άρρενα κληρονόμο του, ανήλικο υιό του Ν.Β., ο οποίος ήταν τότε ηλικίας 11 ετών και επιτροπευόταν από τη μητέρα του Ε.Β., με την οποία και κατοικούσε στην ανωτέρω οικία. Η μητέρα του, η οποία δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα στην κληρονομιαία οικία του συζύγου της, αφού δεν ήταν οικεία (sui) τούτου, τη νεμόταν για λογαριασμό του επιτρεπευομένου απ` αυτήν ανωτέρω υιού της αρχικά μέχρι της ενηλικώσεώς του (1921).
Δήλωση αποδοχής της κληρονομίας ή ανάμιξη σ` αυτήν δεν απαιτείτο από τον κληρονόμο, ο οποίος ως οικείος του αποβιώσαντος πατέρα του είχε δικαίωμα αποχής (jus ή potestas abtinendi), αφού δεν αναμίχθηκε στην κληρονομία. Η αποχή δεν υποβάλλεται σε τύπο και επέρχεται είτε δια ρητής δηλώσεως είτε και σιωπηρώς δια πράξεων. Οι ίδιες πράξεις που δείχουν την αποποίηση της κληρονομίας από τον εκούσιο κληρονόμο, έχουν και θέση σιωπηράς αποχής του οικείου (ν. 12 ΙΙ 29.2, ν. 89 ΙΙ.30, ν. 95 ΙΙ 29.2). Η επί μακρόν χρόνον μη ανάμιξη στην κληρονομία δύναται να ενέχει και σιωπηρή αποχή. Το δικαίωμα τούτο, μη περικλειόμενο μέσα σε κάποια προθεσμία, μπορούσε ν` ασκήσει ο καταληφθείς από την κληρονομία ανήλικος οικείος μετά την ενηλικίωσή του, χωρίς κάποια διατύπωση, με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του. Ο αποσχών της κληρονομίας οικείος θεωρείται ως ουδέποτε γενόμενος κληρονόμος "nunc qui abstinuit graetor non habet poco" (ΑΠ 33/1987 ΝοΒ 36.106), στη μερίδα του καλείται ο υποκατάστατος και μη υπάρχοντος τοιούτου η μερίδα του προσαυξάνει τη μερίδα των συγκληρονόμων. Προέκυψε βεβαίως ότι ως άνω κληρονόμος, λόγω Πανεπιστημιακών σπουδών του και αργότερα επαγγελματικών του ενασχολήσεων ως δικηγόρου στην Καβάλα από το 1925, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την επίδικη οικία, όμως δεν παραιτήθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο απ` αυτήν την κληρονομία. Αντίθετα μάλιστα επέτρεψε στη μητέρα του να κατοικεί σ` αυτήν, ως αντιπρόσωπός του, ενδιαφερόταν για τη συντήρηση αυτής (οικίας), την επισκεπτόταν, παρέμενε σ` αυτήν με την οικογένειά του κατά την καλοκαιρινή περίοδο και φρόντιζε για τις επισκευές της. Το 1965 που αποσύρθηκε από τη δικογραφία μετέφερε όλα τα έπιπλα του γραφείου του και τα τοποθέτησε στον επάνω όροφο, καταλαμβάνοντας τα δύο από τα τρία δωμάτια του κυρίως σπιτιού, χωρίς κανείς να του εναντιωθεί γι` αυτό, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν δεν ήταν ο ίδιος κύριος. Το 1974 ανέθεσε την επισκευή δύο παραθύρων στον τεχνίτη Κ. και τον πλήρωσε γι` αυτή την εργασία. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνουν όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες. Επίσης με την από .8.1974 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ` αριθμ. 350/22.9.1988 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, την κληρονομιαία ως άνω οικία άφηνε στον ενάγοντα υιό του.
Από τ` ανωτέρω προκύπτει ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος δεν αποξενώθηκε ποτέ από την κυριότητα της ενδίκου οικίας μέχρι τον Αύγουστο του 1978, που με το υπ` αριθμ. 6977 συμβόλαιο δωρεάς του Συμ/φου Θάσου Κ.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου, τη μεταβίβασε στον ενάγοντα. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος Ν.Β., δεν νεμήθηκε ποτέ το επίδικο ακίνητο αυτοπροσώπως ή δι` αντιπροσώπου, έσφαλε, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της εφέσεως. Επειδή, προς απόκτηση κατά το ρ.δ. κυριότητος επί ακινήτου δι` εκτάκτου χρησικτησίας, απαιτείται με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη κατοχή αυτού για μια τριακονταετία, ο δε νεμόμενος ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό άλλου, δεν μπορεί να νέμεται για τον εαυτό του πριν αυτός (αντιπρόσωπος) εκδηλώσει την πρόσθεσή του να νέμεται για τον εαυτό του και λάβει γνώση τούτου ο αντιπροσωπευόμενος (ΑΠ 576/1975 ΝοΒ 24.24). Τα ίδια ισχύουν όσον αφορά τη νομή του αντιπροσώπου και με το καθεστώς του ΑΚ. Συνεπώς, η γιαγιά του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου των εναγομένων, Ε.Β., η οποία δεν προέκυψε ότι μετέβαλε τον τρόπο νομής επί του επιδίκου ακινήτου, το οποίο καθώς έχει προεκτεθεί νεμόταν ως αντιπρόσωπος του υιού της Ν.Β. και ότι νεμήθηκε τούτο για λογαριασμό της, οποτεδήποτε (πριν την ισχύ του ΑΚ ή μετά απ` αυτήν) και γνωστοποίησε τούτο στον αντιπροσωπευόμενο υιό της κατά οποιονδήποτε τρόπον, αφού η γνωστοποίηση δεν υπόκειται σε κανένα στον αντιπροσωπευόμενο υιό της κατά οποιονδήποτε τρόπον, αφού η γνωστοποίηση δεν υπόκειται σε κανένα τύπο (σχετ. ΕφΑθ 3762/1986 ΕλλΔνη 1986.1308), ώστε απ` αυτού του χρόνου (της γνώσης του αντιπροσωπευομένου) να τρέξει ο χρόνος της αποσβεστικής ή της κτητικής παραγραφής, αλλά και δεν νεμήθηκε τούτο με την απαιτούμενη καλή πίστη μέχρι την 23.2.1946, δηλαδή με ειλικρινή πεποίθηση ότι νεμόμενη το ανωτέρω ακίνητο για τον εαυτό της δεν πρόσβαλε κατ` ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΕφΘρ 83/1969 Αρμ 1970.165), δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα επί της επιδίκου οικίας, κατά τους νόμους που ίσχυσαν, μέχρι του θανάτου της, που έγινε την 20.5.1973. Η από τους εναγομένους επικαλουμένη λοιπόν υπ` αριθμ. 3872/21.4.1973 δημόσια διαθήκη αυτής, που σε ηλικία 97 ετών και ένα μήνα προ του θανάτου της, έκανε ενώπιον του Συμ/φου Καβάλας, Α.Λ., με την οποία εγκατέστησε γενικό κληρονόμο της τον εγγονό της, υιό της θυγατέρας της της Ελένης, Κ. Τ., σύζυγο και πατέρα των εναγομένων, η οποίο δημοσιεύθηκε με τα υπ` αριθμ. 82/ 3.3.1988 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, μετά τον καα την 12.8.1982 θάνατο του μ` αυτήν τιμημένου, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται νόμιμα, δεν επέφερε καμία μεταβολή όσον αφορά την κυριότητα του επιδίκου, αφού η διαθέτις δεν ήταν κυρία τούτου και κανείς δεν μπορεί να μεταβιβάζει σ` άλλον δικαίωμα περισσότερο απ` αυτό που έχει (nemo ad allium transfere potest quam ipse habet). Τ` αντίθετα αφού δέχθηκε η εκκαλουμένη έσφαλε, κατά τον βάσιμο περί αυτού 2ο λόγο της υπό κρίση εφέσεως.
Επειδή, κατά το άρθρο 1041 ΑΚ, "εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα ακίνητο για μια δεκαετία, γίνεται κύριος αυτού με τακτική χρησικτησία. Ο νομέας του ανωτέρω πράγματος βρίσκεται σε καλή πίστη όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα (άρθρο 1042 ΑΚ), η δε καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο απόκτησης της νομής (άρθρο 1044 ΑΚ). Για τη χρησικτησία αρκεί και ο νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται η καλή πίστη του νομέα. Στα ακίνητα δεν υπάρχει νομιζόμενος τίτλος χωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται (άρθρο 1043 ΑΚ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία με επάλληλη σκέψη δέχθηκε και τον επικουρικό ισχυρισμό των εναγομένων, κατά τον οποίο έγιναν κύριοι του επιδίκου και με τακτική χρησικτησία, διότι δήθεν ο δικαιοπάροχος τους Κ.Τ., από του θανάτου της διαθέτιδος (20.5.1974) μέχρι του θανάτου του (1982) και στη συνέχεια οι ίδιοι, ως κληρονόμοι του, μέχρι τον Αύγουστο του 1988, δηλαδή για χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας, νεμήθηκαν το επίδικο με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, έσφαλε, για τους εξής λόγους: Τόσον ο ανωτέρω δικαιοπάροχός τους όσον και οι ίδιοι, κατά την κρίσιμη περίοδο δεν είχαν καλόπιστη νομή του επιδίκου, διότι: Α) Ο πρώτος, ως πρωτοεξάδελφος του ενάγοντος και Θασιώτης, γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε το τοπικό έθιμο της Θάσου να κληρονομεί το πατρικό σπίτι το πρωτότοκο αγόρι της οικογένειας, και ότι το επίδικο είχε περιέλθει στην κυριότητα του Α., θείου του από μητέρα, Ν.Β., πατέρα του ενάγοντος, ο οποίος είχε επιτρέψει στη μητέρα του Ε.Β. να κατοικεί σ` αυτό και στον ίδιο να χρησιμοποιεί το ισόγειο ως χώρο αποθηκεύσεως ειδών του παντοπωλείου του, ενώ τον πρώτο όροφο χρησιμοποιούσε εκείνος και η οικογένειά του. Οτι κι αν θεωρούσε ότι η ως άνω γιαγιά του ήταν κυρία του επιδίκου, αυτός δεν ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της, ώστε να νέμεται τούτο, αφού, σ` αυτή την περίπτωση, συγκληρονόμοι θα ήταν και τα παιδιά της Ν.Β. και Α.Λ. (πρώτοι θείοι του από μητέρα). Εξ άλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι γνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης της γιαγιάς του, για να θεωρηθεί ότι δεν ήταν κακόπιστος, αφού αυτή η διαθήκη δημοσιεύθηκε μετά πάροδο πενταετίας από το θάνατό του. Β) Οι εναγόμενοι, ως σύζυγος και παιδιά του Κ.Τ. γνώριζαν ότι η επίδικη οικία ανήκε στο Ν.Β., τον οποίο έβλεπαν να την επισκέπτεται, να μένει σ` αυτήν με την οικογένειά του καλοκαίρια, να την επισκευάζει, να μεταφέρει σ` αυτήν τα έπιπλα του δικηγόρου του γραφείου και να επιτρέπει στο σύζυγο και πατέρα τους να χρησιμοποιεί το ισόγειο του επιδίκου για την εναποθήκευση ειδών του παντοπωλείου του. Επίσης γνώριζαν ότι ο σύζυγος και πατέρας τους δεν ήταν ο μόνος κληρονόμος της ως άνω γιαγιάς του. Τέλος ο κληρονόμος, ο οποίος απέκτησε τη νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, δύναται, με τίτλο κληρονομίας, να αρχίσει ιδίαν αυτοτελή χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι υπόλοιποι όροι, με την προϋπόθεση όμως ότι έγινε, σύμφωνα με τα άρθρα 1043, 1198 και 1199 ΑΚ, μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας (ΑΠ 383/1985 ΝοΒ 34.184, ΑΠ 2084/1983 ΝοΒ 33.33), χωρίς την οποία δεν υπάρχει νόμιμος τίτλος για χρησικτησία, και καταλαβών ο κληρονόμος τη νομή του κληρονομιαίου ακινήτου δεν αρχίζει να χρησιδεσπόζει (ΑΠ 383/ 1985 ΝοΒ 34.184, ΑΠ 713/1969 ΝοΒ 18.652, ΑΠ 252/1969 ΝοΒ 17.1080, ΑΠ 209/1969 ΝοΒ 17.965).
Στην προκείμενη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο σύζυγος και πατέρας των εναγομένων Κ.Τ. δεν ήταν κληρονόμος, αφού το επίδικο ακίνητο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποτελούσε στοιχείο της κληρονομίας της διαθέτιδος γιαγιάς του, ούτε η διαθήκη αποτελεί νόμιμο τίτλο (Τούση, Εμπ. Δικ. 1966, σελ. 371), οι εναγόμενοι μετέγραψαν την περί αποδοχής της κληρονομίας από διαθήκη του δικαιοπαρόχου τους υπ` αριθμ. 82/1989 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Καβάλας την 26.5.1989, δηλαδή μετά την έγερση της αγωγής (Φεβρουάριο του 1989), γι` αυτό και η περί κτήσεως κυριότητος με τίτλο την κληρονομία ένσταση των εναγομένων, κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου έγινε δεκτή από την εκκαλουμένη, διότι: από τη διάταξη του άρθρου 1042 ΑΚ, κατά την οποία ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση του προηγουμένου άρθρου (τακτική χρησικτησία) όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα, σε συνδ. και με το άρθρο 1044 ΑΚ, που απαιτεί καλή πίστη κατά το χρόνο απόκτησης της νομής, συνάγεται και ότι ναι μεν η κυριότης του κληρονομιαίου ακινήτου, δια της μεταγραφής της σχετικής δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ή κληροδοσίας ή του σχετικού κληρονομητηρίου αποκτάται υπό του κληρονόμου αναδρομικώς από του θανάτου του κληρονομουμένου, πλην όμως, για την απόκτηση υπό του κληρονόμου της κυριότητος του ως άνω ακινήτου, όχι με κληρονομική διαδοχή αλλά με τίτλο κληρονομίας, δια τακτικής χρησικτησίας, με χρόνο ενάρξεως το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, απαιτείται αυτός να επιληφθεί πράγματι της νομής του ακινήτου και να τελεί σε καλή πίστη, η οποία όμως καλή πίστη δεν είναι δυνατόν να υπάρχει πριν γίνει η κατά τ` ανωτέρω μεταγραφή, διότι η μεταγραφή δεν έχει, ως προς την καλή πίστη του κληρονόμου νομέως αναδρομική επίδραση (ΑΠ μειοψ. 2084/1983, ό.π.).
Ύστερα από όσα παραπάνω έγιναν δεκτά, κύριοικ του επιδίκου ακινήτου δεν έγιναν οι εναγόμενοι, αλλ` η κυριότης επ` αυτού, βάσει του ισχύοντος το 1911 στη Θάσο ως άνω τοπικού εθίμου, μεταβιβάσθηκε στον πατέρα του ενάγοντος Ν.Β., ο οποίος, ως πραγματικός κύριος αυτού, το 1978, με το προαναφερθέν συμβόλαιο δωρεάς, το μεταβίβασε στον ενάγοντα - υιό του (αποκλείων, κατ` αυτόν τον τρόπο, δικαίωμα επ` αυτού της θυγατέρας του), ο οποίος και έγινε πράγματι κύριος, κατά παραδοχή των λόγων εφέσεως του ενάγοντος, ο οποίος παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή εξ ολοκλήρου. Επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικασθεί κατά την ουσία της, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή σαν βάσιμη και στην ουσία της.