Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Ανώνυμη εταιρεία - Έκτακτος έλεγχος νομιμότητας των πράξεων της εταιρείας

Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 145/2012.

Περίληψη: Ανώνυμη εταιρεία. Μικρή μειοψηφία του 1/20. Δικαίωμα αυτής να ζητήσει τον έκτακτο έλεγχο νομιμότητας των πράξεων της εταιρείας. Ασκηση αιτήσεως εκτάκτου ελέγχου από τη μεγάλη μειοψηφία 1/3 για τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα των εταιρικών πράξεων. Ο μέτοχος ή μέτοχοι της μεγάλης μειοψηφίας δεν πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο. Παθητική νομιμοποίηση της αίτησης. Περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται η κατάθεση των μετοχών των αιτούντων στο Τ.Π.Δ. ή σε τράπεζα. Γενικό λογιστικό σχέδιο. Περιεχόμενο των επιμέρους λογαριασμών. Λογαριασμοί που αφορούν τους προμηθευτές. Τα κονδύλια του ισολογισμού πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να αποδεικνύουν εύκολα την οικονομική κατάσταση της εταιρείας.

[...] Κατά το άρθρο 40 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 23 του ΝΔ 4237/1962, «για τη ρύθμιση του έκτακτου ελέγχου ανώνυμης εταιρίας», όπως ισχύει μετά τον Ν 2339/1995, μέτοχοι που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου δικαιούνται να ζητήσουν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τον έλεγχο της εταιρίας, αν παραβιάζονται διατάξεις νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως. Οι συνιστώσες την παραβίαση αυτή καταγγελλόμενες πράξεις πρέπει να έχουν τελεστεί σε χρόνο μη απέχοντα πλέον της διετίας από τον χρόνο εγκρίσεως του ισολογισμού της χρήσεως κατά την οποία φέρονται ότι τελέσθηκαν. Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 40, μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου (μεγάλη μειοψηφία) δικαιούνται επίσης να ζητήσουν έλεγχο της εταιρίας, εφόσον από την όλη πορεία των εταιρικών υποθέσεων «καθίσταται πιστευτόν» ότι η διοίκηση αυτών δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν εφαρμόζεται όταν η αιτούσα μειοψηφία εκπροσωπείται στο διοικητικό συμβούλιο.

Με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 1, 2 και 3 ρυθμίζεται το δικαίωμα εκτάκτου ελέγχου της εταιρίας με αίτηση της μειοψηφίας, διακρίνεται δε αυτό αναλόγως του ποσοστού συμμετοχής των αιτούντων στο καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιο, καθώς και του είδους των καταγγελλομένων πράξεων. Προϋπόθεση ασκήσεως δικαιώματος ελέγχου από τη «μικρή μειοψηφία» (1/20) είναι η καταγγελία συγκεκριμένων πράξεων, από τις οποίες πιθανολογείται η παραβίαση διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, με σκοπό, κατά κύριο λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων, η οποία επιτυγχάνεται ιδίως με τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση τυχόν αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ή κατ' άλλων υπευθύνων ή την επίκριση του διοικητικού συμβουλίου και τη διαφώτιση της Γενικής Συνέλευσης. Αντιθέτως, ο έκτακτος έλεγχος της «μεγάλης μειοψηφίας» (1/3) δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), αλλά είναι και ο έλεγχος σκοπιμότητας (σύνεσης), δηλαδή επεκτείνεται στην εξακρίβωση, του αν οι εταιρικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, ήτοι αν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της. Μόνη αρνητική προϋπόθεση του ελέγχου της «μεγάλης μειοψηφίας» είναι να μη εκπροσωπείται αυτή στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας δι` εκπροσώπων της, πολλώ δε μάλλον να μη συμμετέχει κάποιο μέλος της στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει για τον έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», αφού ούτε από το γράμμα αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος ελέγχου της «μικρής μειοψηφίας». Η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοικήσεως, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (Ι. Μάρκου, Τα δικαιώματα ελέγχου της μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρία, Αρμ 1979,476. Nισυραίος, To Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, τόμ. 5ος - Ελεγκτές και δικαιώματα της μειοψηφίας, σελ. 412.1, Πασσιάς, To Δίκαιο της Ανωνύμου Εταιρίας, σελ. 782 επ. Ι. Παπαγιάννης, Δίκαιο Ανωνύμων Εταιριών, σελ. 491 επ. ΑΠ 9/1980 ΝοΒ 28,1129. ΑΠ 578/1979 ΝοΒ 27,1607, ΕφΑΘ 763/1999 ΕΕμπΔ 2000,315, ΕφΠειρ 1329/1997 ΔΕΕ 1998,473).

Για την παραδοχή της αίτησης απαιτείται, κατά το άρθρο 40 παρ. 2 του Ν 2190/1920, πιθανολόγηση ότι, με τις καταγγελλόμενες πράξεις, παραβιάζονται διατάξεις των νόμων ή του καταστατικού της εταιρίας ή των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, η δε αξιούμενη πιθανολόγηση έχει ως αντικείμενο πραγματικά γεγονότα και όχι τον νομικό χαρακτηρισμό των γεγονότων που επικαλούνται οι αιτούντες ως παραβιάσεων (ΑΠ 289/1999 ΕΕμπΔ 52 (1999),322, ΕφΑΘ 4958/1994 ΕΕμπΔ 47,88). Εξ άλλου, παρότι στο άρθρο 40 ο νομοθέτης αναφέρεται σε μετόχους, έχοντας προφανώς υπόψη το γεγονός ότι συνήθως ένας μέτοχος δεν συγκεντρώνει το απαιτούμενο από τον νόμο ή από το καταστατικό ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου, είναι προφανές ότι και ένας μόνο μέτοχος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ελέγχου, εφόσον συγκεντρώνει το απαιτούμενο ποσοστό κεφαλαίου (ό.π., τόμ. 5ος, σελ. 1065). Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 40, οι αιτούντες μέτοχοι πρέπει, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως τους, να τηρούν κατατεθειμένες τις μετοχές τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε άλλη αναγνωρισμένη ελληνική Τράπεζα, σε χρόνο όχι λιγότερο των 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης. Η υποχρέωση αυτή, αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση της κανονικής έκδοσης και χορήγησης των μετοχών, οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή των αιτούντων τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου μετόχων και δεν σκοπεί τον αποκλεισμό τους από την άσκηση του δικαιώματος (ελέγχου, σε περίπτωση που δεν έχει προηγηθεί η νόμιμη έκδοση και κατοχή των μετοχών ή είναι πρακτικά ανέφικτη η κατάθεση τους, όταν η ιδιότητα του μετόχου προκύπτει από άλλα στοιχεία (ΕφΠειρ 444/2009 Νοmos, Εφ-Δωδ 52/2001 ΕπισκΕΔ 2002,443, Εφθεσ 2401/1998 Αρμ 1998,1496, ΕφΙωαν 8/1993 ΕΕμπΔ 48 (1995),60). [...]

Από [...] πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα είναι μέτοχος της καθής, ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «Αφοί Τ. ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ» και τον διακριτικό τίτλο «............ ΑΕ» και κυρία 10.200 μετοχών ονομαστικής αξίας 36,00 ευρώ εκάστης, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 12,5/100 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 2.937.600 ευρώ διαιρούμενο σε 81.600 μετοχές. Η καθής με τη προαναφερθείσα επωνυμία, η οποία συστήθηκε δυνάμει του με αριθμό 74607/23.10.1989 καταστατικού ανωνύμου εταιρίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Λ. που εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 4027/24.11.1989) και έχει ως αντικείμενο: 1) την εκμετάλλευση της ξενοδοχειακής μονάδος [...] Oμως παρότι η εκμετάλλευση του μισθωμένου τουριστικού περιπτέρου ιδιοκτησίας του Ελληνικού οργανισμού Τουρισμού (EOT), το οποίο όπως προαναφέρθηκε βρίσκεται στο Σούνιο της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Λαυρίου, ήτοι στη θέση Ναός και περιλαμβάνει εστιατόριο - καφετέρια και κατάστημα ειδών λαϊκής τέχνης, συγκαταλέγεται μεταξύ των σκοπών της καθής και παρότι η εκμετάλλευση του ανατέθηκε αποκλειστικά στην καθής, απαγορευομένης της υπομίσθωσης αυτού ή της καθοιονδήποτε τρόπο μεταβίβασης της εκμετάλλευσης του μισθίου σε άλλον, χωρίς την έγκριση του EOT (άρθρο 17 του από 8.9.1993 ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης της συμβάσεως μισθώσεως τουριστικού περιπτέρου Σουνίου συναφθέντος μεταξύ του EOT και της καθής έχοντος διάρκεια ισχύος μέχρι την 8.9.2023), πιθανολογήθηκε ότι κατά in χρονική περίοδο από 1.1.2005 έως 30.9.2008 η εκμετάλλευση του καταστήματος των ειδών λαϊκής τέχνης γινόταν στο όνομα της ατομικής επιχείρησης του προέδρου του ΔΣ της καθής Γ.Τ. με την επωνυμία Γ.Τ., Είδη Λαϊκής Τέχνης - Τουριστικό Περίπτερο, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται η καθής από ένα σημαντικό περιουσιακό της στοιχείο επί ζημία των μετόχων της.

[...] Περαιτέρω με αφορμή: α) την εκ μέρους της αιτούσας είσπραξη μικρών μερισμάτων σε σχέση με την μερίδα της, τα τελευταία πέντε έτη, ανερχομένων στο ποσό των 14.000 ευρώ, τα οποία δεν δικαιολογούνται από τα περιουσιακά στοιχεία της καθής, αφού κατόπιν δήλωσης της ορκωτής λογίστριας Ε. Α. που περιέχεται στο πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της 28.6.2006, τα περιουσιακά στοιχεία της καθής είναι έξι φορές μεγαλύτερα των υποχρεώσεων της και β) τη μη επιστροφή στην αιτούσα του ποσού των 99.000 ευρώ, κατόπιν της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατά 792.000 ευρώ, που πραγματοποιήθηκε με την από 28.6.2006 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης και της συνακόλουθης ακύρωσης 3.300 μετοχών ονομαστικής αξίας 30,00 ευρώ εκάστη, σύμφωνα με το ποσοστό της αιτούσας, πιθανολογείται ότι: Στον ισολογισμό της 31.12.2002 και συγκεκριμένα στο κονδύλιο του ενεργητικού υπό τον τίτλο «διαθέσιμα», τα ποσά είναι αδικαιολόγητα υψηλά, αφού τα ποσά του ταμείου ανέρχονται σε 422.613,99 ευρώ, των καταθέσεων όψεως ανέρχονται σε 951.739,89 ευρώ και συνολικά σε 1.374.353,88 ευρώ, ομοίως στον ισολογισμό της 31.12.2003

[...] Τα ανωτέρω ποσά όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα της καθής, αφού τα κέρδη που διανεμήθηκαν στους μετόχους τις ίδιες χρονικές περιόδους είναι πολύ χαμηλότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Παρότι σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν 2190/1920, για το σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού αφαιρείται ετησίως το εικοστό των καθαρών κερδών, πιθανολογήθηκε ότι στον ισολογισμό της 31.12.2005 το τακτικό αποθεματικό ανήλθε στο ποσό των 27.456,47 ευρώ και υπολογίστηκε στο 24/100 επί των κερδών, ενώ στον ισολογισμό της 31.12.2004, το τακτικό αποθεματικό ορίστηκε στο ποσό των 28.618,63 ευρώ και υπολογίστηκε στο 30/100 επί των κερδών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται υπέρμετρα το ποσό που απαιτείται για την κατανομή των μερισμάτων στους μετόχους της καθής κατά παράβαση των άρθρων 45 παρ. 2 περ. β του Ν 2190/1920 σε συνδ. με το άρθρο 3 του ΑΝ 148/1967. Εξάλλου πιθανολογήθηκε και η διενέργεια των ακολούθων πράξεων από το ΔΣ της καθής από τις οποίες πιθανολογείται ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του νόμου που διέπουν τη λειτουργία των ανωνύμων εταιριών. Συγκεκριμένα υποβλήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες αντίγραφα των με αριθμό 100-1005 πρακτικών του ΔΣ της καθής που συνεδρίασε στις 5.11.2007, 5.11. 2007, 30.4.2008, 2.5.2008, 6.5.2008 και 26.5.2008, αντίστοιχα με την παρουσία της αιτούσας ενώ το αληθές είναι ότι η τελευταία ουδέποτε παραστάθηκε κατά τις συνεδριάσεις αυτές, γι' αυτό και λείπει η υπογραφή της. Ακολούθως το αντίγραφο του με αριθμό 28 του πρακτικού έκτακτης γενικής συνέλευσης της 10.7.2007, που υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες, αναγράφει την αιτούσα ως παρούσα και της αποδίδει την ιδιότητα της γραμματέως της συνεδρίασης, ενώ το αληθές είναι ότι η αιτούσα ουδέποτε παραστάθηκε κατά τη συνεδρίαση ούτε εκτέλεσε χρέη γραμματέως ούτε άλλωστε έθεσε την υπογραφή της. Τέλος το αντίγραφο του με αρ. 24 πρακτικού της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθής, το οποίο υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εμπορίου στις 20.6.2008, έχει διαφορετικό περιεχόμενο από το αντίστοιχο πρακτικό 4 που καταχωρήθηκε στο βιβλίο πρακτικών των γενικών συνελεύσεων της εταιρίας αφού στο πρώτο αναγράφεται επί λέξει «... εξάλλου με την από 28 Απριλίου 2006 ενυπόγραφη επιστολή του Διευθύνοντα Συμβούλου της εταιρίας είναι εισπράξιμες ...» ενώ στο δεύτερο αναγράφεται επί λέξει «... εξάλλου με την από 28 Απριλίου 2006 ενυπόγραφη επιστολή του Προέδρου του ΔΣ, βεβαιώνεται ότι όλες οι απαιτήσεις της εταιρίας είναι εισπράξιμες...».

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις σημειώθηκαν παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 42α, 42Β, και 42ε του Ν 2190/1920 που επιβάλουν τα κονδύλια του ενεργητικού και παθητικού του ισολογισμού της ανώνυμης εταιρίας να ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση ώστε από τον ισολογισμό να εξάγεται εύκολα και με ασφάλεια η αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας, του άρθρου 44 του Ν 2190/1920, που απαιτεί την ετήσια αφαίρεση του 1/20 των καθαρών κερδών προς σχηματισμό του τακτικού αποθεματικού των άρθρων 20 παρ. 4,6 και 7 και 32 του Ν 2190/1920 που προβλέπει την τήρηση των πρακτικών του ΔΣ και της ΓΣ που συγκαλεί το ΔΣ της καθής. Τα παραπάνω δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως ως προς τα περιστατικά αυτά. Περαιτέρω σύμφωνα με το ΠΔ 1123 της 15.12.1980 (όπως αυτό ισχύει σήμερα) «περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της προαιρετικής εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου» το οποίο καθορίζει το περιεχόμενο των λογαριασμών του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και τις Βασικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία τους και τις αρχές της λογιστικής επιστήμης ισχύουν τα ακόλουθα: 1) Στους υπολογαριασμούς του λογαριασμού «50 προμηθευτές», παρακολουθούνται οι κάθε φύσεως δοσοληψίες της επιχείρησης με τους προμηθευτές της από τους οποίους αγοράζει περιουσιακά στοιχεία ή υπηρεσίες. 2) Τα πιστωτικά υπόλοιπα του λογαριασμού «50 προμηθευτές», αποτελούν υποχρεώσεις για την επιχείρηση και καταχωρούνται στο παθητικό του ισολογισμού (Γ II 1) ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. 3) Τα χρεωστικά υπόλοιπα του λογαριασμού «50 προμηθευτές» αποτελούν απαιτήσεις της επιχείρησης και καταχωρούνται στο ενεργητικό του ισολογισμού (Δ.Ι. 5) ως προκαταβολές. 4). Στη περίπτωση που τα χρεωστικά υπόλοιπα καταχωρηθούν στο παθητικό του ισολογισμού (Γ II 1) ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, θα πρέπει να φέρουν το πρόσημο μείον (-) ή να βρίσκονται εντός παρενθέσεων. Και στη περίπτωση αυτή εξακολουθούν να αποτελούν απαιτήσεις της επιχείρησης.

Στην προκειμένη περίπτωση πιθανολογήθηκε ότι στους ισολογισμούς των διαχειριστικών χρήσεων της καθής, όπως αυτοί είναι δημοσιευμένοι στο ΦΕΚ, στο κονδύλι του παθητικού των ισολογισμών «Δ.1.5.Προμηθευτές» εμφανίζονται τα παρακάτω ποσά: χρήση 2003 προμηθευτές 171.278,55 ευρώ, χρήση 2004, προμηθευτές (604.948,16 ευρώ), χρήση 2005, προμηθευτές (641.086,48 ευρώ), χρήση 2006, προμηθευτές (642.499,65 ευρώ), χρήση 2007, προμηθευτές (606.895,82 ευρώ). Από τα παραπάνω ποσά τα εμφανιζόμενα εντός παρενθέσεως δηλ. χρήσεις 2004-2007 είναι χρεωστικά υπόλοιπα και εγγράφονται ως απαιτήσεις και όχι υποχρεώσεις της καθής προς τρίτους δηλ. εμφανίζονται λογιστικά ως ποσά για τα οποία η καθής εταιρία είναι δανείστρια και όχι οφειλέτρια έναντι των προμηθευτών της. Τα εν λόγω ποσά αφενός μεν έχουν καταχωρηθεί στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της καθής αφετέρου όμως τα ποσά αυτά ευρίσκονται εντός παρενθέσεως, γεγονός το οποίο στην επιστήμη της λογιστικής μεταφράζεται ως ποσό με αρνητικό πρόθεμα, ήτοι ως ποσό που δεν αθροίζεται στο σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της καθής αλλά αντιθέτως αφαιρείται από το σύνολο αυτό. Αλλωστε το γεγονός αυτό πιθανολογείται και από τη λογιστική μεταχείριση των ποσών αυτών, τα οποία στους σχετικούς ισολογισμούς των ετών 2004, 2005, 2006 και 2007 αφαιρούνται από το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρίας και δεν προστίθενται στο σύνολο αυτό. Το υπόλοιπο της αφαίρεσης τίθεται εντός παρενθέσεως γιατί είναι αρνητικό δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό πως πράγματι η καθής δεν οφείλει στους προμηθευτές, αλλά αντιθέτως δικαιούται να λαμβάνει από αυτούς τα ποσά αυτά. Συνεπώς πιθανολογείται ο ισχυρισμός της αιτούσας περί ύπαρξης υπέρογκων χρεωστικών υπολοίπων προς τους προμηθευτές ποσού 604.948,16 ευρώ για τη χρήση του 2004, ποσού 641.086,48 ευρώ για τη χρήση του 2005, ποσού 642.499,65 ευρώ για τη χρήση του 2006 και ποσού 606.895,92 ευρώ για τη χρήση του 2007.

Στη ανωτέρω περίπτωση σημειώθηκε παράβαση των διατάξεων των άρθρων 42α,42β, και 42ε του Ν 2190/1920 που επιβάλουν τα κονδύλια του ενεργητικού και παθητικού του ισολογισμού της ανώνυμης εταιρίας να ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση, ώστε από τον ισολογισμό να εξάγεται εύκολα και με ασφάλεια η αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας. Τα αντίθετα αφού δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι δηλ. δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός της αιτούσας περί ύπαρξης υπέρογκων χρεωστικών υπολοίπων προς τους προμηθευτές έσφαλε και πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της έφεσης που όπως εκτιμάται από το δικαστήριο ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ακολούθως αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το απορριφθέν τμήμα της και για την ενότητα της εκτέλεσης και κατά τις δεκτές γενόμενες διατάξεις της, να γίνει δεκτή η αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχτεί η διενέργεια έκτακτου ελέγχου νομιμότητας, ως προς τις πιθανολογούμενες παραβάσεις που προαναφέρθηκαν για τη χρονική περίοδο από 1.1.2005 έως 31.12.2008. Ο έλεγχος αυτός θα διεξαχθεί από τον αναφερόμενο στο διατακτικό ελεγκτή ανωνύμων εταιριών, ο οποίος περιλαμβάνεται στον οικείο κατάλογο των άρθρων 40 και 40α του Ν 2190/1920, εφόσον δεν προέκυψε ότι η καθής εταιρία έχει τακτικό ελεγκτή από το σώμα ορκωτών λογιστών (άρθρο 40ε Ν 2190/1920).

(Δέχεται την έφεση της αιτούσας.)

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.