Περίληψη: Δυνατή συμφωνία με τη σύσταση οροφοκτησίας ότι κοινόκτητο κατά νόμο μέρος αποτελεί αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας, εκτός αν τούτο απαγορεύεται με άλλο νόμο και δη πολεοδομικό με ποινή ακυρότητας. Η βεράντα, που είναι ανοικτό μέρος και επέκταση του δαπέδου ενός ορόφου μέχρι το κατακόρυφο επίπεδο των όψεων του κτιρίου και αποτελεί πλάκα οροφής για το κάτω από αυτή διαμέρισμα, μπορεί να καταστεί αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας, αλλιώς είναι κοινόκτητη. Αν εκ της μη επισκευής της βεράντας παραβλάπτεται η χρήση του κάτω από αυτή διαμερίσματος, ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης του μπορεί να αξιώσει την επισκευή, ακόμη κι αν οφείλεται σε ελαττωματική αρχική κατασκευή από τον εργολάβο. Εισροή νερού και υγρασία στην οροφή δωματίου διαμερίσματος του ενάγοντος, που δεν οφείλεται σε κακοτεχνίες της πολυκατοικίας, ούτε στην κεραμοσκεπή που κατασκεύασε ο ίδιος αυθαίρετα στη βεράντα του, αλλά σε ρωγμές στη βεράντα του διαμερίσματος του εναγομένου. Επί μη ύπαρξης κρίσης του Δικαστηρίου ότι υφίστανται ζητήματα χρήζοντα ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στη διακριτική ευχέρειά του και η μη δ/γή της δεν συνιστά πλημμέλεια.
... II. Στην πιο πάνω αγωγή του με ημερομηνία 6.6.2007 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1430/30.7.07 ο ήδη εφεσίβλητος ιστόρησε ότι είναι κύριος διαμερίσματος πολυκατοικίας, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1929, ότι ο εναγόμενος είναι κύριος άλλου διαμερίσματος της ίδιας πολυκατοικίας, ότι περί τα τέλη Ιουλίου του έτους 2004, ύστερα από βροχόπτωση, εισήλθαν σταγόνες όμβριων υδάτων στην οροφή δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος, γεγονός που επαναλαμβάνεται έκτοτε συνεχώς όταν βρέχει, και ότι στη συνέχεια διαπιστώθηκε από πολιτικό μηχανικό ότι η είσοδος των όμβριων υδάτων οφειλόταν σε ρήγματα που είχαν παρουσιαστεί στο δάπεδο της βεράντας του διαμερίσματος, ιδιοκτησίας του εναγομένου. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να επισκευάσει το δάπεδο της βεράντας του, η οποία περιγράφεται στην αγωγή λεπτομερώς, να κλείσει την οπή που υπάρχει στη βεράντα του, ώστε να μην πέφτουν όμβρια και άλλα ύδατα στη βεράντα του ενάγοντος, και να διοχετεύει τα ύδατα της βεράντας του στην κεντρική υδρορροή, να επιτραπεί στον ενάγοντα, εφόσον αρνηθεί ο εναγόμενος να αναθέσει τις παραπάνω εργασίες σε ειδικούς τεχνίτες, να προβεί στην αναγκαία επισκευή με δαπάνες του εναγομένου, και να απειληθεί εναντίον του εναγομένου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση. Ως προς την αγωγή αυτή εκδόθηκε η οριστική απόφαση ειδικής διαδικασίας αριθμ. 221/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Ήδη ο ηττημένος στην πρωτοβάθμια δίκη εναγόμενος παραπονείται, ως εκκαλών, με την ένδικη έφεση ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και των άρθρων 1, 2§1, 4§1,5 και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού, συνάγεται ότι στην οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται, κυρίως, χωριστή (διαιρεμένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, και, επίσης, αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, σε ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ενδεικτικά στη διάταξη του άρθρου 2§1 του ν. 3741/1929 η στέγη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 4§1 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 13 αυτού, προκύπτει ότι, επειδή οι ανωτέρω διατάξεις έχουν ενδοτικό χαρακτήρα, επιτρέπεται να συμφωνηθεί, είτε με τη συστατική πράξη της οριζόντιας ιδιοκτησίας είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες όλων των συνιδιοκτητών, ότι κοινόκτητο (σύμφωνα με το νόμο) μέρος της οικοδομής αποτελεί αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας που ανήκει σε ένα ή σε ορισμένους από τους συνιδιοκτήτες, εκτός αν με διάταξη άλλου νόμου και, ιδίως, με διατάξεις πολεοδομικές απαγορεύεται τούτο και απαγγέλλεται ρητά ακυρότητα της δικαιοπραξίας που έγινε κατά παράβαση τους. Έτσι, και η βεράντα που είναι ανοικτό μέρος και επέκταση του δαπέδου ενός ορόφου μέχρι το κατακόρυφο επίπεδο των όψεων του κτιρίου, και αποτελεί δώμα (πλάκα οροφής) για τον κάτω από αυτή όροφο ή διαμέρισμα, είναι δυνατό να καταστεί αντικείμενο χωριστής ιδιοκτησίας. Διαφορετικά, εφαρμόζεται ως προς αυτή ό,τι εφαρμόζεται στη στέγη (βλ. άρθρο 7§1 ν. 3741/1929), δηλαδή ανήκει στα κοινόκτητα μέρη της οικοδομής σύμφωνα με το άρθρο 2§1 του ίδιου νόμου. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 3§1 και 6§1 του ν. 3741/29, κατά το μέρος που ορίζουν ότι ο ιδιοκτήτης ορόφου έχει όλα τα ανήκοντα στον κύριο δικαιώματα, εφόσον η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών, και ότι κατασκευάζει ή διατηρεί με δική του δαπάνη το πάτωμα, επί του οποίου βαίνει, συνάγεται ότι ο οροφοκτήτης που είναι αποκλειστικός κύριος της βεράντας του διαμερίσματος του, δεν έχει μόνο δικαίωμα να τη διατηρεί και να την επισκευάζει, αλλά όταν η μη επισκευή της έχει ως αποτέλεσμα να παραβλάπτεται η χρήση του ιδιοκτήτη του κάτω από αυτή διαμερίσματος, υποχρεούται να την επισκευάσει με δική του δαπάνη. Αν παραλείψει να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση του, ο ιδιοκτήτης που βλάπτεται από την παράλειψη της επισκευής, έχει δικαίωμα να αξιώσει την επισκευή, ώστε να αρθεί η προσβολή του (βλ. άρθρο 1108 εδ. α` ΑΚ). Το γεγονός ότι η επισκευή αυτή έγινε αναγκαία από υπαίτια ή ανυπαίτια ελαττωματική αρχική κατασκευή, την οποία πραγματοποίησε ο εργολάβος όλης της οικοδομής, προτού καταστεί ιδιοκτήτης ο κύριος της βεράντας, δεν έχει έννομη επιρροή στην υποχρέωση αυτού να επισκευάσει τη βεράντα του, ώστε να μη βλάπτεται ο ιδιοκτήτης του κάτω διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής (βλ. ΑΠ 406/96 Δνη 38. 53, ΕφΑΘ 7735/03 Νόμος).
IV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων... αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, Π. Μ., είναι κύριος, νομέας και κάτοχος ενός διαμερίσματος, το οποίο διακρίνεται με τα στοιχεία Β-4, κείται στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο και σε πρώτη εσοχή όροφο πολυκατοικίας, κτισμένης στην πόλη της Κ., στη συμβολή των οδών Τ., Λ. και παρόδου Λ. (οδού Ε.), και συνορεύει προς το βορρά με το διαμέρισμα αριθμ. Β-6 της ίδιας πολυκατοικίας, προς το νότο με το διαμέρισμα αριθμ. Β-2 της ίδιας πολυκατοικίας, προς την ανατολή με την οδό Ε. (πάροδο της οδού Λ.) και προς τη δύση με κοινόχρηστο διάδρομο και φωταγωγό της ίδιας πολυκατοικίας. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντος στη διάρκεια του έτους 1998 εξαιτίας αγοράς, ως προς την οποία καταρτίστηκε το συμβόλαιο πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας αριθμ. .../18.2.1998 του συμβολαιογράφου Κ. Μ., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στις 24.2.1998 στον τόμο ... και αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κ. Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, Σ.Π., είναι κύριος, νομέας και κάτοχος άλλου διαμερίσματος της ίδιας πολυκατοικίας, το οποίο διακρίνεται με τα στοιχεία Γ-3, κείται στον τρίτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας, ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα του ενάγοντος, και περιήλθε στον εναγόμενο στη διάρκεια του έτους 1981 εξαιτίας αγοράς, ως προς την οποία καταρτίστηκε το συμβόλαιο πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας αριθμ. .../26.6.1981 του συμβολαιογράφου Ι. Β., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κ. Η πολυκατοικία, στην οποία κείνται τα διαμερίσματα των διαδίκων, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 σύμφωνα με την οικεία πράξη αριθμ. .../1981 του συμβολαιογράφου Ι. Β., στην οποία εμπεριέχεται ο οικείος κανονισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των οροφοκτητών και η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα (ως πράξη σύστασης οροφοκτησίας και ως κανονισμός πολυκατοικίας) στον τόμο ... και στους αριθμούς ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κ. Το διαμέρισμα του ενάγοντος έχει πρόσοψη προς την οδό Ε., η οποία αποτελεί πάροδο της οδού Λ. Επίσης, προς την οδό Ε. έχει βεράντα, βάθους 2,50 μέτρων. Την οροφή του διαμερίσματος αυτού αποτελεί πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα, η οποία αποτελεί, συγχρόνως, το δάπεδο του διαμερίσματος του εναγομένου και της αντίστοιχης βεράντας. Περί τα τέλη Ιουλίου του έτους 2004, μετά από έντονη βροχόπτωση, ο ενάγων διαπίστωσε ότι από την οροφή του συζυγικού δωματίου του διαμερίσματος του είχαν διεισδύσει σταγόνες βροχής, οι οποίες έπεφταν στη συζυγική κλίνη. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι άρχισαν να διογκώνονται (να φουσκώνουν) τα επιχρίσματα της οροφής του δωματίου και να δημιουργείται υγρασία πάνω από τη ντουλάπα του δωματίου. Παρόμοιες συνέπειες επήλθαν, επίσης, στη διάρκεια του φθινοπώρου του ίδιου έτους (2004), έως τις αρχές Δεκεμβρίου 2004, αλλά και αργότερα, στη διάρκεια του Ιανουαρίου 2005, κάθε φορά που έβρεχε έντονα. Παρόμοιες συνέπειες επέρχονταν, επίσης, κάθε φορά που ο εναγόμενος έπλενε τη βεράντα του διαμερίσματος του με αρκετή ποσότητα νερού. Η διείσδυση σταγόνων βροχής στην οροφή του υπνοδωματίου του θορύβησε τον ενάγοντα και ανάγκασε αυτόν να ζητήσει τη συμβουλή πολιτικού μηχανικού. Ο πολιτικός μηχανικός, Θ. P., στον οποίο προσέφυγε ο ενάγων, πραγματοποίησε αυτοψία στο διαμέρισμα του ενάγοντος και, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε τα εξής: «Εις το διαμέρισμα του φερομένου ιδιοκτήτου, κ. Μ. Π., και δη εις την οροφήν του δωματίου, του συνορεύοντος νοτίως με ιδιοκτησίαν κ. Β. Β., ανατολικώς με βεράντα του ιδίου ιδιοκτήτου, δυτικώς με κοινόχρηστον διάδρομον ορόφου και βορείως με υπόλοιπα δωμάτια του ιδίου διαμερίσματος, έχουμε εμφανή ρηγμάτωσιν της πλακός εξ οπλισμένου σκυροδέματος. Επειδή έχει φθαρεί η επίστρωσις της βεράντας του άνω ορόφου και μη υπαρχούσης ικανοποιητικής υγρομονώσεως, εντός ζώνης 2,50 μέτρων εισέρχονται όμβρια και λοιπά ύδατα εντός του διαμερίσματος. Δημιουργούνται φαινόμενα υγρασίας (μούχλα) στην οροφή της ντουλάπας του ιδίου δωματίου και φούσκωμα εκ της υγρασίας των επιχρισμάτων. Επειδή επίκειται κατάρρευσις αυτών ... το όλο σύστημα επίστρωσης πλακός βεράντας άνω ορόφου, μόνωση πλακός ιδίας βεράντας, εάν έχει κατασκευαστεί, πλάξ σκυροδέματος, χρήζουν άμεσης επισκευής. Έχει διανοίγει οπή εις την βεράντα του υπερκειμένου ορόφου, όπου ρέουν ελεύθερα όμβρια και λοιπά ύδατα εις την βεράντα του υποκειμένου ορόφου». Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις ο ως άνω πολιτικός μηχανικός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται να ληφθούν τα εξής μέτρα: «Καθαίρεσις μέρους, όσον κριθεί αναγκαίον, του επιστρώματος της βεράντας του ύπερθεν ορόφου. Καθαρισμός της πλακός οροφής του δωματίου εις την άνω επιφάνειαν αυτής. Εμποτισμός εις την άνω επιφάνειαν οροφής δια εποξειδικής ρητίνης. Τοποθέτησις υγρομονωτικού υλικού (σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη της οικοδομής, εάν υπάρχει), εις την άνω επιφάνεια. Εκ νέου επίστρωσις πλακιδίων κυκλοφορίας της βεράντας. Αποκατάσταση φρεατίου βεράντας, κλείσιμο οπής βεράντας 3ου ορόφου». Στη συνέχεια ο ενάγων υπέβαλε παράπονα προς τον αντίδικο του και τον κάλεσε να διαπιστώσει προσωπικά τις συνέπειες που προκαλούνται από τη διείσδυση σταγόνων νερού στην οροφή του δωματίου του, αλλά ο εναγόμενος δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση του αντιδίκου του. Αντίθετα, ο εναγόμενος είχε την άποψη ότι δεν όφειλε να επισκευάσει τη βεράντα του διαμερίσματος του, διότι δεν είχε πραγματοποιήσει εκεί καμιά επέμβαση από τότε που αγόρασε το διαμέρισμα του. Η αδυναμία των διαδίκων να επιλύσουν συμβιβαστικά τη διαφωνία τους ως προς το ζήτημα που αναφέρθηκε, ανάγκασε τον ενάγοντα να ασκήσει στη διάρκεια του Φεβρουαρίου 2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο αντίδικος του να επισκευάσει την πλάκα της βεράντας του διαμερίσματος του και να κλείσει την οπή της βεράντας του. Ενόψει της δίκης ασφαλιστικών μέτρων ο εναγόμενος ζήτησε τη συμβουλή πολιτικού μηχανικού σχετικά με το επίδικο ζήτημα. Ο πολιτικός μηχανικός, Γ. Κ., στον οποίο προσέφυγε ο εναγόμενος, πραγματοποίησε αυτοψία στο διαμέρισμα του εναγομένου και, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε τα εξής: «Όλες οι βεράντες και τα δώματα της πολυκατοικίας παραμένουν στην αρχική τους μορφή, αποτελούνται από βιομηχανικές πλάκες χωρίς στεγάνωση και βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Αυτός ο τύπος επικάλυψης των βεραντών και δωμάτων παρουσιάζει πάντα προβλήματα, ακόμη και στις πλέον απόλυτα επιμελημένες κατασκευές. Ο Σ. Π. δεν έχει κάνει καμιά επέμβαση στους χώρους αυτούς του διαμερίσματος του. Η συγκεκριμένη οικοδομή σε όλους τους ορόφους παρουσιάζει ορατές ρηγματώσεις στον φέροντα οργανισμό. Οι ρωγμές αυτές αποτελούν σοβαρό παράγοντα εισροής των βρόχινων νερών στο σώμα της οικοδομής και αντιμετωπίζονται πολύ δύσκολα λόγω των ράβδων του οπλισμού που μεταφέρουν το νερό σε άλλο σημείο από αυτό που εισέρχονται. Πάνω από το δώμα του Π. Μ. κατασκευάστηκε κεραμοσκεπής βεράντα και στη γραμμή επαφής με το στηθαίο της βεράντας του Σ. Π. υπάρχει πιθανότητα εισδοχής νερών και υγρασίας. Στην οροφή του διαμερίσματος του Σ. Π. υπάρχουν φαινόμενα υγρασίας και αποδιοργάνωσης λόγω των αιτιών που έχουν περιγραφεί παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση η εξακρίβωση της πιθανής εισροής υγρασίας και νερών στο δώμα του διαμερίσματος του Π. Μ., για να αντιμετωπισθεί, χρειάζεται δαπανηρή μελέτη και συντήρηση, ενδεχομένως δυσανάλογη προς την επικαλούμενη βλάβη». Η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε ως προς αυτή η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αριθμ. 752/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση εν μέρει και υποχρεώθηκε ο καθ` ου, ήδη εναγόμενος - εκκαλών, να στεγανοποιήσει με δαπάνες του τη βεράντα του διαμερίσματος του σύμφωνα με τους κρατούντες κανόνες της τεχνικής. Πράγματι, μετά την έκδοση εκείνης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ο εναγόμενος, έχοντας την πεποίθηση ότι εκπληρώνει έτσι την αντίστοιχη υποχρέωση του, τοποθέτησε καινούργια πλακάκια στο δάπεδο της βεράντας του διαμερίσματος του, με συνέπεια να υποβληθεί σε σημαντική δαπάνη χρημάτων. Μολονότι όμως ο εναγόμενος πραγματοποίησε στη βεράντα του διαμερίσματος του τις επισκευαστικές εργασίες που αναφέρθηκαν, δεν εξαλείφθηκαν οι συνέπειες υγρασίας και διείσδυσης σταγόνων νερού στην οροφή του δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον ενάγοντα να ασκήσει εναντίον του αντιδίκου του την ήδη ένδικη αγωγή. Προκειμένου να αντικρούσει ο εναγόμενος την ένδικη αγωγή ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στη σχετική δίκη, διότι την αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο πρόβλημα της οικοδομής φέρει ο κατασκευαστής και ο επιβλέπων μηχανικός της οικοδομής, με συνέπεια η επίδικη διαφορά να μην αποτελεί διαφορά των διαδίκων αλλά διαφορά μεταξύ του ενάγοντος και των πιο πάνω προσώπων και, ιδίως, του διαχειριστή της πολυκατοικίας. Στη διάρκεια της δίκης τούτης αποδείχθηκε ότι η πολυκατοικία, όπου κείνται τα διαμερίσματα των διαδίκων, παρουσιάζει ορατές ρωγμές στον φέροντα οργανισμό όλων των ορόφων της και, επίσης, στην πλάκα οροφής του διαμερίσματος του ενάγοντος, και ότι οι ρωγμές αυτές συντελούν στην εισροή των βρόχινων νερών στο εσωτερικό της οικοδομής. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι σταγόνες νερού που εισέρχονται στην οροφή του δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος, δεν μεταφέρονται εκεί διαμέσου των ράβδων του σιδηρού οπλισμού της οικοδομής από άλλο σημείο της οικοδομής, το οποίο κείται έξω από το διαμέρισμα του εναγομένου και, συνεπώς, έξω από τη σφαίρα επιρροής αυτού, αλλά εισέρχονται διαμέσου των ρωγμών που υπάρχουν στο δάπεδο της βεράντας του διαμερίσματος του εναγομένου. Τούτο το γεγονός αποδεικνύεται έμμεσα από το γεγονός ότι εισέρχονται σταγόνες νερού στην οροφή του δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος, όχι μόνο όταν βρέχει έντονα, αλλά ακόμη και όταν ο εναγόμενος πλένει τη βεράντα του διαμερίσματος του, ρίχνοντας εκεί σημαντική ποσότητα νερού. Συνεπώς, η αιτία της επίδικης διαφοράς εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής του εναγομένου, γεγονός που θεμελιώνει την παθητική νομιμοποίηση αυτού σε τούτη τη δίκη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την ένδικη έφεση του, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου (1ου) λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αποδεικνύεται αναμφίβολα ότι η εισροή σταγόνων νερού στην οροφή του δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος δεν οφείλεται σε κακοτεχνίες της πολυκατοικίες, οι οποίες υφίστανται από τότε που ανεγέρθηκε η πολυκατοικία, ούτε στην κατασκευή της κεραμοσκεπής, την οποία κατασκεύασε ο ενάγων αυθαίρετα στη βεράντα του στη διάρκεια του έτους 2004, αλλά σε ρωγμές που δημιουργήθηκαν με την παρέλευση των ετών στο δάπεδο της βεράντας του διαμερίσματος του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και απέληξε σε παραδοχή της ένδικης αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την ένδικη έφεση του, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου (3ου) λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.
V. Από τις διατάξεις του άρθρου 368§1 ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ότι «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης», προκύπτει ότι, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι υφίστανται ζητήματα που απαιτούν ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, για να γίνουν αντιληπτά, το να διαταχθεί διεξαγωγή αποδείξεων με πραγματογνωμοσύνη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να δεχθεί οπωσδήποτε αντίστοιχα αιτήματα των διαδίκων, οι οποίοι θεωρούν, ενδεχομένως, ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης θα συντελέσει στην καλύτερη διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Συνεπώς, η παράλειψη του δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη στην περίπτωση του άρθρου 368§1 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί πλημμέλεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της απόφασης του δικαστηρίου που εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη πραγματογνωμοσύνη (βλ. ΑΠ 1960/06 Δνη 48. 501, ΑΠ 433/01 Δνη 43. 449). Στη διάρκεια της αντίστοιχης πρωτοβάθμιας δίκης ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, υπέβαλε αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης από δύο πολιτικούς μηχανικούς, προκειμένου να γνωμοδοτήσουν για τα ακριβή αίτια του επίδικου προβλήματος, για το μέγεθος αυτού και για τον τρόπο θεραπείας του, ζητήματα που απαιτούν, όπως ισχυρίστηκε, ειδικές τεχνικές γνώσεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχτηκε το συγκεκριμένο αίτημα του εναγομένου, αλλά απέρριψε αυτό σιωπηρά. Ήδη ο εκκαλών παραπονείται με το 2ο λόγο της ένδικης έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφαση του το πιο πάνω αίτημα πραγματογνωμοσύνης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, όπως ζητείται. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής για όσους λόγους αναφέρθηκαν ήδη. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα αίτια του επίδικου προβλήματος, ήτοι της εισροής σταγόνων νερού στην οροφή του δωματίου του διαμερίσματος του ενάγοντος, το μέγεθος αυτού του προβλήματος και ο τρόπος θεραπείας του, διερευνήθηκαν ήδη, με πρωτοβουλία των διαδίκων, από δύο πολιτικούς μηχανικούς, τους οποίους επέλεξαν και όρισαν οι διάδικοι, ήτοι τους πολιτικούς μηχανικούς Θ. Ρ. και Γ. Κ. Ως προς την αυτοψία που πραγματοποίησαν οι συγκεκριμένοι πολιτικοί μηχανικοί στις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, κατάρτισαν τεχνικές εκθέσεις, οι οποίες αξιολογούνται ως απολύτως εμπεριστατωμένες και οι οποίες συντέλεσαν, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, να σχηματιστεί στο Δικαστήριο τούτο ασφαλής δικανική πεποίθηση ως προς την επίδικη διαφορά. Το γεγονός αυτό καθιστά ανώφελη τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στην επίδικη υπόθεση, όπως ζήτησε ο εναγόμενος στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης με τις έγγραφες προτάσεις του αλλά και στη διάρκεια τούτης της δίκης με την ένδικη έφεση του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο παρέλειψε να δεχτεί το αντίστοιχο αίτημα του εναγομένου, δεν υπέπεσε σε σφάλμα, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης του, ούτε συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ώστε να γίνει δεκτό το ανωτέρω αίτημα του εναγομένου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
VI. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Η εκκαλούμενη απόφαση δεν παρουσιάζει τις πλημμέλειες, οι οποίες αποδίδονται σε αυτή με την ένδικη έφεση, αλλά αντίθετα εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και πραγματοποίησε ορθή εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη...