Περίληψη: Ενεχυρική οπισθογράφηση επιταγής. Πολιτική δικονομία. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Ποιες αποφάσεις υπόκεινται σε αναίρεση. Έφεση. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής. Οριοθέτηση αυτού από το αίτημα της έφεσης και τους λόγους αυτής. Περιεχόμενο του ελέγχου του εφετείου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ως προς την εξαφάνιση ή όχι της εκκαλούμενης απόφασης. Ενεχύραση τίτλου εις διαταγή. Αδικοπραξία λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Στοιχειοθέτηση αυτής. Συρροή αδικοπρακτικής ευθύνης με την ευθύνη από επιταγή. Η επιταγή που δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεως αυτής με επαρκές υπόλοιπο ισοδυναμεί με έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Δικαιούχος αποζημίωσης από επιταγή είναι και ο ενεχυρούχος δανειστής στον οποίον ο κομιστής μεταβιβάζει την επιταγή λόγω ενεχύρου, ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου.
[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η υπόθεση εξετασθεί και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση που περατώνει οριστικά την όλη δίκη, τούτο δε διότι, αν η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, κατά τα μεταβιβασθέντα με την έφεση κεφάλαια της, ενώ αν αυτή απορριφθεί, η πρωτόδικη ενσωματώνεται στη εφετειακή, σφάλματα δε της πρωτόδικης θεωρούνται ως σφάλματα και της εφετειακής. Αν όμως η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται τόσο η εφετειακή, σχετικά με το κεφάλαιο της απόρριψης της έφεσης, όσο και η πρωτόδικη ως προς την ουσία της υπόθεσης. Από αυτά συνάγεται περαιτέρω ότι σε αναίρεση υπόκειται και η εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τις οριστικές της διατάξεις (κεφάλαια) που δεν προσβλήθηκαν με έφεση ή προσβλήθηκαν απαράδεκτα, αλλά όμως μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, με την οποία περατώνεται η όλη δίκη, για το παραδεκτό δε της αναίρεσης αυτής και κατά της πρωτόδικης απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.2 και 495 παρ.1 ΚΠολΔ, η κατάθεση του δικογράφου της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την συμπροσβαλλόμενη εν μέρει οριστική (Α.Π. 1823/2008). Περαιτέρω κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (Α.Π. 496/2010).
Στη προκειμένη περίπτωση από την έρευνα των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Με την υπ` αριθ. 114/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων και με προσωπική του κράτηση να καταβάλει σ` αυτή το ποσό των 18.539,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση ως αποζημίωση της από αδικοπραξία συνιστάμενη στην έκδοση από αυτόν, της εις την αγωγή αναφερομένης ακάλυπτης επιταγής της οποίας η ενάγουσα έγινε νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου από την εταιρία με την επωνυμία "................." σε διαταγή της οποίας και είχε εκδοθεί η επιταγή αυτή. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε έφεση παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ορισμένων διατάξεων. Το Εφετείο με τη υπ` αριθ.113/2006 απόφαση του δέχθηκε τυπικά και απέρριψε στην ουσία την έφεση. Με βάση αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση στην οποία εν προκειμένω έχει ενσωματωθεί και η πρωτόδικη απόφαση καθόσον με την ασκηθείσα έφεση μεταβιβάστηκε στο σύνολο η υπόθεση στο Εφετείο το οποίο και εξέτασε και τη νομική βασιμότητα της αγωγής ανεξάρτητα της ύπαρξης ή μη και σχετικού λόγου έφεσης. Συνεπώς η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται και κατά της, πρωτόδικης ως άνω απόφασης (λόγοι πρώτος και δεύτερος από τους αριθ. αντίστοιχα 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ) είναι απαράδεκτη. Με το άρθρο 38 Ν.Δ. 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" είχε θεσπισθεί η ενεχύραση των τίτλων σε διαταγή με οπισθογράφηση και παράδοση ως ειδικός τρόπος ενεχυράσεως για ορισμένες ανώνυμες εταιρείες και προς ασφάλεια ορισμένων απαιτήσεων τους. Ο Αστικός Κώδικας εγενίκευσε την ως άνω διάταξη και συμπλήρωσε το κενό, το οποίο υπήρχε πριν, αίροντας τον περιορισμό της σε ορισμένες κατηγορίες δανειστών και απαιτήσεων. Ειδικότερα, το όρθρο 1251 Α.Κ. ορίζει: "Για την ενεχυραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφηση του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία". Την διάταξη αυτήν επέβαλε η ανάγκη των συναλλαγών, ώστε να δημιουργηθεί απλούστερος τρόπος ενεχυράσεως απαιτήσεως, όταν η απαίτηση ενσωματώνεται σε τίτλο "εις διαταγήν", δηλαδή απλούστερος από τους προβλεπόμενους από τα άρθρα 1247, 1248 Α.Κ., τα οποία ρυθμίζουν την σύσταση ενεχύρου σε δικαίωμα και σε απαίτηση και τα οποία ορίζουν, πλην των άλλων, ότι η σύμβαση για την σύσταση του ενεχύρου απαιτείται να γίνει με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία, επί πλέον δε, επί συστάσεως ενεχύρου σε απαίτηση, απαιτείται ο ενεχυραστής να γνωστοποιήσει την ενεχύραση στον οφειλέτη. Εν πάση όμως περιπτώσει, η διάταξη του άρθρου 1251 Α.Κ. δεν αποκλείει την ενεχύραση των τίτλων σε διαταγή σύμφωνα με τον κοινό τύπο της ενεχυράσεως απαιτήσεως, των άρθρων 1247, 1248 Α.Κ.
Περαιτέρω, το άρθρο 1255 περ. α` Α.Κ. ορίζει: "Αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 1251 και 1255 περ. α` Α.Κ. προκύπτει, ότι με την ενεχυρική οπισθογράφηση όλων των τίτλων σε διαταγή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επιταγή (για την ενεχύραση της οποίας δεν προβλέπει ο,τιδήποτε ο Ν. 5960/1933 "Περί επιταγής") ο δανειστής-κομιστής του τίτλου αποκτά ενέχυρο στην απαίτηση, η οποία ενσωματώνεται στον τίτλο και στον ίδιο τον τίτλο, ο ενεχυραστής οπισθογράφος παραμένει κύριος του τίτλου και ουσιαστικός δικαιούχος της απαιτήσεως από αυτόν, καίτοι δεν κατέχει πλέον τον τίτλο, ο δε ενεχυρούχος δανειστής αποκτά με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι του ενεχυραστού οπισθογράφου και ασκεί με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου και μάλιστα στο όνομα του (Α.Π. 440/2012, ΑΠ 1565/2002, ΑΠ 270/2001, ΑΠ 269/2001, ΑΠ 248/2001). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλο παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5.960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ` αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρο 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής), ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ) (Ολ.Α.Π. 23/2007, Α.Π. 713/2009.). Εξετέρου κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006 και Ολ.ΑΠ 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες .Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στη προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής : "Ο εναγόμενος, τον Ιούλιο του 2000, εξέδωσε σε διαταγή της εταιρίας με την επωνυμία "..............." μία (1) μεταχρονολογημένη επιταγή, ήτοι την υπ` αριθμ. ..., ποσού 6.317.484 δραχμών, που έφερε ημερομηνία εκδόσεως την 30-4-2001. Η ως άνω ανώνυμη εταιρία, στις 16-11-00, παρέδωσε την παραπάνω επιταγή στην ενάγουσα, λόγω ενεχύρου, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την οποία η ενάγουσα παρέσχε στην πιστούχο ενεχυράστρια. Ειδικότερα επί του σώματος της σε κυρωμένο φωτοαντίγραφο προσκομιζόμενης στο Δικαστήριο τούτο επιταγής, στην οπίσθια πλευρά ` της και κάτω από τη θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως υπάρχει σφραγίδα και υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της παραπάνω ενεχυράστριας εταιρίας. Περαιτέρω, με την οπισθογράφηση της επιταγής σε διαταγή της ενάγουσας η τελευταία έγινε νόμιμη κομίστρια αυτής και δικαιούχος της απορρέουσας από αυτή απαιτήσεως. Η ενάγουσα εμφάνισε, εν συνεχεία, εμπροθέσμως την παραπάνω επιταγή στην πληρώτρια Τράπεζα, ήτοι στις 30-4-2001, πλην όμως δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεως με επαρκές υπόλοιπο, όπως με επισημείωση των αρμοδίων υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας βεβαιώνεται επί του σώματος αυτής. Η δήλωση αυτή ανακλήσεως του εναγομένου ισοδυναμεί με έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Επομένως ο εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αν και γνώριζε ότι δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του μέσα στην οκταήμερη προθεσμία από της χρονολογίας που φέρει η επιταγή με συνέπεια να ζημιώσει την ενάγουσα, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, κατά το ποσό της επιταγής, ήτοι το ποσό των 6.317.484 δραχμών ή 18.539,93 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο που δέχθηκε ότι η ενεχύραση της επιταγής, που έγινε με μόνη την οπισθογράφηση αυτής σε διαταγή της ενάγουσας, ήταν νόμιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 18.539,39 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε και τις προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με τη προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και είχε υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει σ` αυτή ως αποζημίωση το ποσό των 18.539,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1251, 914 Α.Κ. 79 του ν. 5960/1933 που εφάρμοσε ούτε και άλλες δια της μη εφαρμογής τους ενώ παράλληλα διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο για τη ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε. Τούτο δε ειδικότερα διότι με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά καταφάσκεται η ευθύνη του ενάγοντος για την καταβολή του ανωτέρω ποσού από αδικοπραξία στην ενάγουσα κομίστρια της επιταγής, η οποία και είναι δικαιούχος της σχετικής αξίωσης αποζημιώσεως αφού νομίμως της μεταβιβάσθηκε λόγω ενεχύρου με οπισθογράφηση η επιταγή αυτή. Επομένως οι λόγοι της αναίρεσης τρίτος και τέταρτος από τους αριθμούς 1 και 19 ΚΠολΔ με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν πρέπει ν` απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 20 Οκτωβρίου 2006 αίτηση του Γ. Π. για αναίρεση της υπ` αριθ. 113/2006 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας και της υπ` αριθ.114/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.