Διατάξεις: άρθρα 112 [παρ. 2] ΕισΝΑΚ, 1 [παρ. 4] Ν 2251/1994.
Περίληψη: Αλληλόχρεος λογαριασμός. Σύμβαση ανοίγματος πίστωσης συνδυαζόμενη με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό. Έννοια των διακριτών αυτών συμβάσεων. Η πιστώτρια τράπεζα μπορεί να κλείσει οποτεδήποτε, οριστικά, τον αλληλόχρεο λογαριασμό, ακόμη και χωρίς συμφωνία με τον πιστούχο, και να αξιώσει την πληρωμή του καταλοίπου. Έννοια καταναλωτή κατά το άρθρο 1 Ν 2251/1994. Ουσιαστικό κριτήριο είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, ήτοι η μη ικανοποίηση επαγγελματικών του αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης. Ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν θεωρείται εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Είναι έγκυρη η δικονομική σύμβαση για την αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και μπορεί να αποτελέσει ΓΟΣ. Ο πιστούχος μπορεί πάντοτε να αμφισβητήσει το περιεχόμενό τους.
[...] II. Σύμβαση ανοίγματος πίστωσης υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ’ αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεστεί. Η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης συνιστά κατά την ορθότερη άποψη δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλόμενων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες [βλ. και I. Ρόκα στον Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, άρθρα 806-809, αρ. 27, 28, ΕφΘεσ 1042/1997 ΕλλΔνη (39),139]. Συνεπώς επί ανοίγματος πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό υπάρχουν δύο συμβάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, δηλαδή από το ένα μέρος το άνοιγμα της πίστωσης (δάνειο) και από το άλλο μέρος, παράλληλα προς εξυπηρέτηση της πίστωσης, ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Για τις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου που αφορούν την καθεμία. Ειδικότερα, το άνοιγμα πίστωσης (δάνειο) λήγει, είτε από λόγους γενικούς, όπως κάθε σύμβαση, δηλαδή π.χ. με την πάροδο προθεσμίας, με αντίθετη συμφωνία, είτε ως διαρκής σύμβαση με καταγγελία, εάν συμφωνήθηκε για αόριστο χρόνο. Μόλις λήξει η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης (κυρία σχέση), κλείνεται και η παρεπόμενη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού [βλ. και ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη (32),62, Κονδύλη, Έννοια, λειτουργία και αποτελέσματα του αλληλόχρεου λογαριασμού, ΕλλΔνη (37),498, Ι. Βελέντζα, Δίκαιο αλληλόχρεου λογαριασμού, σελ. 36]. Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται, κατά τη νομολογία, και ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες [βλ. ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη (45),90, ΑΠ 667/2001 Nomos, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ (2001),73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη (43),419].
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, που εφαρμόζεται επί δανείου (πίστωσης) με ανοιχτό λογαριασμό, σύμφωνα και με το άρθρο 65 παρ. 2 του ίδιου ΝΔ, το λογαριασμό αυτό «κλείει η πιστώτρια όταν θελήσει». Εξάλλου, κατά το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, «Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα από ένα τρίμηνο. Κάθε ένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε, με καταγγελία του, να θεωρήσει ότι ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε, ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί δανείου που χορηγείται από ανώνυμη τραπεζική εταιρία με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ πιστώτριας και πιστό όχου ότι η πιστώτρια μπορεί να κλείνει το λογαριασμό οποτεδήποτε και να αξιώνει την πληρωμή του καταλοίπου. Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμφωνία περί ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής, στην απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους, η οποία θα ήταν άκυρη κατά το άρθρο 372 ΑΚ, γιατί τη συμφωνία αυτή επιτρέπει ρητώς ο νόμος, αφού μάλιστα παρέχει στην πιστώτρια ανώνυμη εταιρία την ευχέρεια να κλείνει το λογαριασμό οποτεδήποτε θελήσει και χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία με τον πιστούχο. Άλλωστε ανάλογη ευχέρεια παρέχεται και επί κοινού δανείου, σύμφωνα με το άρθρο 807 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1524/1991 Nomos).
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α’ Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ, αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλόμενου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικούς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στη περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι και στις αποφάσεις του ΔΕΚ (που είναι δεσμευτικές για τα κράτη - μέλη υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας - πρωτόκολλο της 3.6.1971 κυρωθέν με το Ν 1814/1988, ΑΠ 1738/2009 ΕλλΔνη (2011),750. ΑΠ 904/2011 Nomos, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση, επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία. Συνεπώς, ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες από τους ως άνω συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικώς με την άσκηση του επαγγέλματός τους, ή είναι βοηθητικές της εμπορικής τους δραστηριότητας [βλ. ΕφΑθ 730/2005 ΕπισκΕΔ (2005),741], δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις διατάξεις του προμνημονευόμενου νόμου [βλ. ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη (2007),305)]. Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ή θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων, πράξεων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνον εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά, εάν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος [βλ. ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1738/2009, ό.π., ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΛαρ 806/2010, ΕφΘεσ 1429/2009, 2788/2009, 317/2009, ΕφΑθ 4682/2008, ΕφΛαρ 114/2007 Nomos, ΕφΑθ 8217/2006 ΔΕΕ 2007,462, ΕφΑθ 6401/2002 ΔΕΕ (2003),412 με τις εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΔΕΚ, ΕφΠειρ 91/2002 Nomos, ΔΕΚ υποθ. C-269/1995 ΕλλΔνη (39),238, βλ. και Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή ελληνικό και κοινοτικό, σελ. 34, Φ. Αντωνόπουλου, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο, ΕλλΔνη (44),333 επ., Α. Κοτσίρη (γνωμ.), Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ (2005),1128 και X. Λιβαδά (γνωμ.), Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ (2005),1137]. [...] Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και μπορεί να αποτελέσει ΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, δηλαδή όρο που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων από την πιστώτρια Τράπεζα για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, οπότε με την απόδειξη της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου υποχρεούται η πιστώτρια [βλ. ΑΠ 35/2011 ΕλλΔνη (52),1369, ΑΠ 15/2007 ΕλλΔνη (49),149, ΑΠ 1116/1996 ΕλλΔνη (38),11421.
Με βάση τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν τέτοια αποδεικτική δύναμη, αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, (άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ). Εάν όμως η ανωτέρω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των, αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας-είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο. Αν μεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης των μερών, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 372 ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη (βλ. ΑΠ 316/1990). Αν δε είναι προδιατυπωμένος ως γενικός όρος συναλλαγών είναι άκυρος ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ’ του Ν 2251/1994, διότι περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή πιστούχου [βλ. ΑΠ 370/2012 Nomos, ΕφΠειρ 619/2009 ΔΕΕ (2011),72, ΕφΘεσ 780/2009 ΔΕΕ (2010),332]. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου, με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (βλ. ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 578/2005 Nomos). Η πιστούχος όμως μπορεί κατά το άρθρο 448 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 παρ. 4 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», όπως προαναφέρεται, να προσκομίσει ανταπόδειξη κατά του αποσπάσματος του βιβλίου της πιστώτριας τράπεζας και να αναφέρει το κατάλοιπο του λογαριασμού που προκύπτει από αυτό, χωρίς να δεσμεύεται για αυτό από την παραπάνω συμφωνία. Είναι όμως υποχρεωμένη να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, που πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του κατάλοιπου του λογαριασμού [βλ. ΑΠ 1146/1990 ΝοΒ (1992),78]. [...]
(Δέχεται την έφεση.)