Περίληψη: Δεν γίνεται κατηγορία σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου για τα αδικήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και της εκβίασης με απειλή βλάβης της επιχείρησης, δεδομένου ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο. Επίσης, δεν γίνεται κατηγορία σε βάρος των λοιπών κατηγορουμένων για το αδίκημα της απλής συνέργειας από κοινού στις ανωτέρω πράξεις. Συγκεκριμένα, ο εγκαλών δεν προσκομίζει οποιαδήποτε έγγραφη απόδειξη, από την οποία να προκύπτει η καταβολή σε εταιρία του ποσού των 250.000 ευρώ για τη συγκεκριμένη συμβατική σχέση του με τον πρώτο κατηγορούμενο, ενώ φαντάζει απίθανο ένας επιχειρηματίας με τη δική του συναλλακτική εμπειρία να κατέβαλε το σύνολο της οφειλής και παρ' όλα αυτά να μην αναζήτησε πίσω τις λευκές επιταγές που είχαν δοθεί ως εγγύηση. Τέλος, είναι απορίας άξιον γιατί ο εγκαλών καταμήνυσε τους λοιπούς κατηγορούμενους, οι οποίοι ήταν μέλη του ΔΣ της εταιρίας του πρώτου κατηγορουμένου το επίδικο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή που, όπως ο ίδιος αναφέρει τόσο στην κρινόμενη έγκλησή του όσο και στην ανώμοτη κατάθεσή του στον Ανακριτή, ουδεμία συναλλακτική επαφή είχε μαζί τους και δεν τους γνωρίζει ούτε κατ' όψιν.
Η γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Επειδή, από το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό πλημμελήματος πλαστογραφίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικά μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, η οποία υπάρχει, όχι μόνον όταν τίθεται η υπογραφή του άλλου επί του εγγράφου ως εκδότη αυτού με απομίμηση της υπογραφής του, χωρίς τη ρητή ή σιωπηρή εντολή ή συναίνεσή του, αλλά και όταν τίθεται η υπογραφή του δράστη, ως εκδότη του εγγράφου, εφόσον από το περιεχόμενο του εγγράφου ή με τη βοήθεια περαιτέρω περιστάσεων ή αναφορών του εγγράφου, η υπογραφή αυτού (του δράστη) φέρεται ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή, καθώς και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 290/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 781/2002 ΠΛογ 2002, 959, ΑΠ 346/2002 ΠοινΔικ 2002, 800, ΑΠ 725/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 59). Πολλές φορές καταλείπονται κενά σε έγγραφα με τη συμφωνία να συμπληρωθούν από το λήπτη με ορισμένο τρόπο ή κατά τη δική του βούληση. Στις περιπτώσεις αυτές δεν διαπράττεται πλαστογραφία λόγω της υπάρχουσας εντολής ή συναίνεσης. Η αντισυμβατική όμως συμπλήρωση των κενών σημείων λευκής συμφωνίας αποτελεί νόθευση, όπως π.χ. η αντίθετα με τα συμφωνηθέντα συμπλήρωση στοιχείων «λευκής» συναλλαγματικής ή «λευκής» επιταγής (ΑΠ 1523/2003 ΠοινΧρ ΝΔ΄, 431, ΑΠ 1641/2003 ΠοινΧρ ΝΔ΄, 528, ΑΠ 1224/2001 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 426). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται με την ίδια ποινή η με γνώση χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου προς το σκοπό να παραπλανηθεί άλλος σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από το δράστη της πλαστογραφίας ή από άλλον στοιχειοθετείται αντικειμενικώς, όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχόμενου του, χωρίς να απαιτείται και να παραπλανηθεί ο τρίτος (ΑΠ 646/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 164/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 905, ΑΠ 631/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 28). Η χρήση του πλαστού από τον ίδιο τον πλαστογράφο είναι συντιμωρητή ύστερη πράξη και θεωρείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, απλή επιβαρυντική περίπτωση (ΑΠ Ολ 594/1980 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 756, ΑΠ 346/2002 ΠοινΔικ 2002, 800).
Περαιτέρω, κατά τό άρθρο 216 παρ. 3 εδ. α΄ ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα συμπλεκτικά και οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: α) Σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή σκοπός του βλάβης τρίτου. Πρόκειται για επιβαρυντική περίσταση «υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», ως προς την οποία δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μετάθεσης στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και ότι με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού για τη θεμελίωση του κακουργηματικού χαρακτήρα ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου, τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Το αμέσως ανωτέρω είναι πλέον έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία του Ν 1608/1950 σε βάρος του Δημοσίου, όπου ο νόμος αρκείται στην απειλή και μόνο ζημίας ανωτέρας των 50 εκατ. δραχμών. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) καθώς και η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στο νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, διά της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του ΠΚ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠ Ολ 3/2008 ΠοινΔικ 2008, 550), β) Το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ κατ' άρθρο 5 Ν 2943/2001). Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 ΠΚ: «Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής· β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύo ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο, που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών· γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών».
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του βασικού εγκλήματος της εκβίασης (άρθρο 385 παρ. 1 περ. γ΄), που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται: α) Εξαναγκασμός κάποιου με βία ή απειλή. Εξαναγκασμός είναι η επιβολή συμπεριφοράς μη ηθελημένης από τον παθόντα, δηλ. ο εξαναγκασμός έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, που μπορούν να συνυπάρχουν ή να ασκηθούν διαδοχικώς, διά της οποίας περιέρχεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης με σκοπό την πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκ μέρους του παθόντος (ΑΠ 1720/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 548, ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817). Η σωματική βία είναι νοητή μόνο με τη μορφή της vis compulsiva, που δεν επενεργεί άμεσα στο σώμα του εξαναγκαζόμενου (ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817) και όχι της vis absoluta που επενεργεί άμεσα επ' αυτού. Απειλή είναι η πρόταξη ενός κακού, του οποίου η πραγμάτωση εξαρτάται από το γεγονός ότι ο απειλούμενος δεν θα συμμορφωθεί με τη βούληση του δράστη, και αποσκοπεί στον επηρεασμό της βούλησης του τρίτου που ουσιαστικά πειθαναγκάζεται να υποκύψει και να αποδεχθεί τις προτάσεις του δράστη (ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817, ΑΠ 74/1999 ΠοινΧρ ΜΘ΄, 317). Η απειλή δεν είναι ανάγκη να είναι αντικειμενικά πραγματοποιήσιμη (ΑΠ 1720/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 548, ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817, ΑΠ 477/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 982) π.χ. ότι θα κάνει κακό με μάγια (ΑΠ 1386/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 543). Μπορεί να απευθύνεται κατά του θύματος ή άλλων προσώπων, αρκεί να συνδέονται με τον απειλούμενο σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απειλούμενη προσβολή να αποτελεί και για το θύμα ένα αισθητό κακό (ΑΠ 1034/2007 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 693, ΑΠ 1411/2004 ΠΛογ 2004, 1691), π.χ. η απειλή ότι θα προξενήσει κακό σε μέλη της οικογένειας του θύματος (ΑΠ 1584/2001 ΠοινΔικ 2002, 223). Η απειλούμενη από το δράστη πράξη ή παράλειψη δεν απαιτείται να είναι παράνομη, αρκεί να χρησιμεύει για το σκοπό κτήσης παράνομου οφέλους (ΑΠ 644/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄, 136). Τούτο, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησης τους προς επίτευξη παράνομου σκοπού, π.χ. απειλή αστυνομικού που αξιώνει χρηματικό ποσό για να σταματήσει τις μηνύσεις (ΑΠ 1058/1997 Υπερ 1998, 327). Τελείται εκβίαση και όταν ο δράστης απειλεί ότι θα παραλείψει την εκπλήρωση νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσής του, αρκεί η εν λόγω απειλή να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του θύματος, π.χ. η απειλή προς τον παθόντα ότι, εάν δεν ενδώσει στην εξαναγκαζόμενη πράξη ο παθών, δεν πρόκειται να του επιστρέψει το οφειλόμενο άτοκο δάνειο (ΑΠ 1413/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 691), β) Σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Σκοπός του εξαναγκασμού είναι να καμφθεί η βούληση του εξαναγκαζόμενου και να αχθεί ο εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που δεν αποτελεί έκφραση της βούλησης και ελευθερίας στις συναλλαγές, δηλ. αποκλείει το αυτοπροαίρετο της απόφασης (ΑΠ 1720/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 548, ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817, ΑΠ 477/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 982). Η πράξη μπορεί να απορρέει από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο ή από άλλον, στη βούληση του οποίου επενήργησε ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής (ΑΠ 644/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄, 136), γ) Από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου. Ζημία είναι η αλλοίωση προς το χειρότερο των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων του παθόντος (ΑΠ 1947/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 817). Ο εξαναγκαζόμενος και αυτός που προβαίνει στην περιουσιακή διάθεση πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο, ενώ ο ζημιούμενος μπορεί να είναι άλλος, ακόμη και νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1034/2007 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 693), δ) Δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι ο καθ' ου η βία ή απειλή περιάγεται σε θέση μη ελεύθερης βούλησης προς διάθεση και θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με άλλα λόγια ότι ο εκβιαζόμενος λόγω του εξαναγκασμού επιχειρεί μία βλαπτική γι' αυτόν ή τρίτο διάθεση. Αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Είναι αδιάφορο εάν ο δράστης είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει την απειλή. Αρκεί ότι είχε την πρόθεση να εκληφθεί η απειλή του ως σοβαρή και εξαρτώμενη από αυτόν. Επιπλέον πρέπει να υπάρχει και σκοπός παράνομου οφέλους του ιδίου του δράστη ή τρίτου. Πρέπει το επιδιωκόμενο όφελος να είναι παράνομο, δηλ. να μην αποτελεί νόμιμη απαίτηση του δράστη ή του άλλου, και να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι ώστε να αποτελεί αυτό την αντίστροφη όψη της ζημίας (ΑΠ 1209/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 335, ΑΠ 2150/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 225). Είναι αδιάφορο εάν επιτεύχθηκε ή όχι το περιουσιακό όφελος (ΑΠ 1034/2007 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 693). Εάν η βία και η απειλή δεν επέφεραν το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του παθόντος ή της ζημίας στην περιουσία αυτού ή άλλου, δηλ. ο απειλούμενος δεν υπέκυψε, δεν ολοκληρώνεται το έγκλημα αλλά παραμένει στο στάδιο της απόπειρας (ΑΠ 1209/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 335, ΑΠ 1034/2007 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 693). Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της διακεκριμένης εκβίασης του άρθρου 385 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄ ΠΚ, η οποία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, απαιτείται κατ' αρχήν να υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής εκβίασης και επιπλέον η πράξη να τελέστηκε με βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, επαγγέλματος, λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος. Ως επιχείρηση νοείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 479, 959 ΑΚ και 483 ΚΠολΔ, το σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών και καταστάσεων, λ.χ. φήμη και πελατεία, που οργανώθηκαν σε επιχειρηματική ενότητα για την επίτευξη κερδοσκοπίας (ΑΠ 1561/1983 ΝοΒ 1984, 1353, ΑΠ 650/1982 ΕΕΝ 1983,326). Επάγγελμα είναι η δραστηριότητα που ασκείται βιοποριστικά, ενώ το επάγγελμα με προέχουσα κοινωνική προσφορά, όπως λ.χ. του ιατρού, δικηγόρου, συμβολαιογράφου κ.λπ., αποτελεί λειτούργημα. Ως δραστηριότητα νοείται κάθε βιοποριστική και με οικονομική απολαυή ενότητα πράξεων, που δεν μπορεί να υπαχθεί στην επιχείρηση, το επάγγελμα ή το λειτούργημα (βλ. περίπτωση αντιδημάρχου, που απαίτησε από ιδιοκτήτη κέντρου διασκέδασης το ποσό των 6 εκατομμυρίων δραχμών, για να μην του σφραγίσει το κέντρο κατά τις εορτές σε εκτέλεση σχετικής απόφασης της δημαρχιακής επιτροπής ΑΠ 41/2004 ΠοινΧρ ΝΔ΄, 508).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση, ιδίως από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορουμένων, εκτιμώμενα σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εγκαλών Κ.Τ. τυγχάνει βασικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στα Τίρανα Αλβανίας εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία τον Ιούλιο του 2006 συμφώνησε με την επίσης αλβανική εταιρία «…» να αναλάβει ως εργολάβος την προμήθεια, την κατασκευή και την τοποθέτηση υαλοπετάσματος και την επένδυση με etalbond του κτιρίου που κατασκεύαζε στα Τίρανα η τελευταία ως άνω κατασκευαστική εταιρία. Ακολούθως, τον Αύγουστο του 2006 ο εγκαλών Κ.Τ., ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εταιρίας «…», συμφώνησε προφορικά με τον 1ο κατηγορούμενο Α.Π., Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εδρεύουσας στην Κατερίνη εταιρίας με την επωνυμία «…» όπως η τελευταία αναλάβει υπεργολαβικά την κατασκευή και την τοποθέτηση υαλοπετάσματος και την επένδυση με etalbond του κτιρίου που κατασκεύαζε στα Τίρανα η εταιρία «…». Μάλιστα, ρητώς συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση κάθε παραγγελίας από την «…» θα γινόταν πριν από τη φόρτωση των εμπορευμάτων, διαφορετικά δεν θα γινόταν η φόρτωση. Η συμφωνία αυτή τηρήθηκε δύο φορές, πλην όμως στη συνέχεια, επειδή η εταιρία του εγκαλούντος «…» δεν είχε εισπράξει για μεγάλο χρονικό διάστημα χρήματα από την εργοδότρια εταιρία «…», συμφωνήθηκε, κατόπιν παράκλησης του εγκαλούντος, να δεχθεί η εταιρία «…» να παραλάβει ως εγγύηση δύο λευκές επιταγές εκδόσεως τρίτων, ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι φορτώσεις των εμπορευμάτων. Έτσι, ο εγκαλών Κ.Τ. μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παρέδωσε στην εταιρία «…» ως εγγύηση πληρωμής προς την τελευταία της εργολαβικής αμοιβής της δύο επιταγές εκδοθείσες από τρίτα πρόσωπα σε διαταγή του ίδιου του εγκαλούντος, ήτοι: α) την υπ' αριθ. … επιταγή της ASPIS BANK, εκδόσεως της εταιρίας «…», ποσού 50.000 ευρώ, με λευκή την ημερομηνία εκδόσεως, β) την υπ' αριθ. … επιταγή της ASPIS BANK, εκδόσεως της εταιρίας «…», με λευκή την ημερομηνία εκδόσεως και το ποσό της επιταγής. Τελικά, το έργο αποπερατώθηκε από την «…» τον Οκτώβριο του 2007, οπότε η εταιρία του εγκαλούντος «…» όφειλε ένα ποσό της τάξης των 160.000 ευρώ περίπου. Τον Ιανουάριο του 2008 ο Κ.Τ. κατέβαλε για λογαριασμό της εταιρίας «…» το ποσό των 30.000 ευρώ και, αφού ο Α.Π. συμφώνησε να του κάνει μία γενναία έκπτωση της τάξης των 20.000 ευρώ, ο ανωτέρω εγκαλών υποσχέθηκε ότι το αργότερο μέχρι το τέλος Μαρτίου θα εξοφλούσε το υπόλοιπο των 110.000 ευρώ, δηλώνοντας μάλιστα ότι σε περίπτωση που δεν τηρούσε την υπόσχεσή του αυτή η εταιρία «…» θα είχε το δικαίωμα να συμπληρώσει τις επιταγές με τα οφειλόμενα ποσά και να επιδιώξει την είσπραξή τους. Στο τέλος Μαρτίου του 2008 ο Κ.Τ. αδυνατούσε να εξοφλήσει την οφειλή της εταιρίας του «…», γι' αυτό και ο 1ος κατηγορούμενος Α.Π. συμπλήρωσε τις δύο λευκές επιταγές, αναγράφοντας αφενός μεν στην υπ' αριθ. … επιταγή της ASPIS BANK, εκδόσεως της εταιρίας «…» ποσού 50.000 ευρώ, ως ημερομηνία εκδόσεως την 31.3.2008, αφετέρου δε στην υπ' αριθ. … επιταγή της ASPIS BANK, εκδόσεως της εταιρίας «…», ως ημερομηνία εκδόσεως την 31.3.2008 και ως ποσό αυτό των 60.000 ευρώ. Ακολούθως, οι επιταγές αυτές εμφανίστηκαν προς πληρωμή στην ASPIS BANK, επειδή όμως αυτές ήταν ακάλυπτες και ο εγκαλών δεν ήθελε να σφραγιστούν για να μην εκτεθούν οι εκδότες τους, παρακάλεσε να μην σφραγιστούν και να αντικατασταθούν με ισόποσες συναλλαγματικές. Πράγματι, ο Α.Π. αποδέχτηκε το αίτημα αυτό και την 6.4.2008 επέστρεψε τις δύο επιταγές, ενώ ταυτόχρονα η εταιρία του «…» εξέδωσε σε διαταγή αυτής της ιδίας ένδεκα (11) ισόποσες συναλλαγματικές, ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ η καθεμία, με ημερομηνίες λήξης την 31.7.2008, 31.8.2008, 30.9.2008, 31.10.2008, 30.11.2008, 31.12.2008, 31.1.2009, 28.2.2009, 31.3.2009, 30.4.2009 και 31.5.2009 αντίστοιχα, τις οποίες αποδέχθηκε αυθημερόν ο εγκαλών Κ.Τ., ενώ ο Ι.Ν. τριτεγγυήθηκε σε όλες τις συναλλαγματικές υπέρ του ως άνω αποδέκτη τους. Όταν, όμως, έφτασε η ώρα να πληρωθεί η πρώτη από τις ανωτέρω συναλλαγματικές, ο εγκαλών απέστειλε στην «…» την από 28.7.2008 εξώδικη δήλωσή-διαμαρτυρία του, αναφέροντας ότι ουδέν οφείλει και καλώντας την να του επιστρέφει τις συναλλαγματικές.
Ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι αρχικά εξαναγκάστηκε να παραδώσει στην «…» τις συγκεκριμένες λευκές επιταγές εκδόσεως τρίτων παρά τη θέλησή του και κατόπιν εκβιαστικών πιέσεων του 1ου κατηγορουμένου Α.Π., ο οποίος, παρά τη μεταξύ τους συμφωνία για σταδιακή καταβολή του τιμήματος, αιφνιδίως μετέστρεψε τη στάση του και ζήτησε να πληρωθεί προκαταβολικά όλο το τίμημα, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα υπαναχωρούσε από τη σύμβαση και δεν θα αναλάμβανε το έργο με συνέπεια η εταιρία του «…» να εκτεθεί απέναντι στην αντισυμβαλλόμενη της εταιρίας «…» και να κινδυνεύει να καταβάλει στην τελευταία υπέρογκες ποινικές ρήτρες. Ο ισχυρισμός αυτός του εγκαλούντος δεν κρίνεται πειστικός, καθόσον ο ίδιος ποτέ έως την αποπεράτωση του έργου από την «…» τον Οκτώβριο του 2007 αλλά και αρκετούς μήνες μετά από αυτήν δεν διαμαρτυρήθηκε είτε προφορικά είτε αποστέλλοντας κάποια εξώδικη διαμαρτυρία ή καταθέτοντας μήνυση κατά του Α.Π. για την παράδοση των ανωτέρω δύο λευκών επιταγών. Σε κάθε περίπτωση ο εγκαλών δεν ήταν υποχρεωμένος να υποκύψει στο αίτημα του Α.Π. και να του παραδώσει τις δύο επιταγές, επειδή όταν αυτές ζητήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2006 η εταιρία του «…» είχε τη δυνατότητα να υπαναχωρήσει από την προφορική σύμβαση έργου, που είχε συνάψει με την «…» και να αναθέσει το έργο σε άλλη εταιρία ενόψει του ότι δεν επρόκειτο για κάποιο δύσκολο από τεχνικής απόψεως έργο, αλλά για ένα έργο που μπορούσε να εκτελεστεί από οποιαδήποτε μικρομεσαία κατασκευαστική εταιρία. Επίσης, ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι η εταιρία του «…» τον Μάρτιο του 2008 είχε ήδη πλήρως εξοφλήσει την «…», καταβάλλοντας την συμφωνηθείσα αμοιβή ύψους 250.000 ευρώ, και ότι, συνεπώς, ο 1ος κατηγορούμενος Α.Π. με το να συμπληρώσει τις δύο λευκές επιταγές και να τις εμφανίσει προς είσπραξη διέπραξε το αδίκημα της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό πορισμού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ, καθώς και ότι ο ίδιος υποχρεώθηκε να υποκύψει στον εκβιασμό του ως άνω κατηγορουμένου και να αποδεχτεί τις ένδεκα συναλλαγματικές, για να αποφύγει τη σφράγιση των επίδικων επιταγών και την εντεύθεν οικονομική ζημία τόσο του ίδιου όσο και των εκδοτών τους, ήτοι των εταιριών «…» και «…». Πλην όμως, ο εγκαλών δεν προσκομίζει οποιαδήποτε έγγραφη απόδειξη, από την οποία να προκύπτει η καταβολή στην «…» του ποσού των 250.000 ευρώ για τη συγκεκριμένη συμβατική σχέση, ενώ φαντάζει απίθανο ένας επιχειρηματίας με τη δική του συναλλακτική εμπειρία να κατέβαλε το σύνολο της οφειλής και παρόλα αυτά να μην αναζήτησε πίσω τις λευκές επιταγές, που είχαν δοθεί ως εγγύηση. Τέλος, είναι απορίας άξιον γιατί ο εγκαλών καταμήνυσε τους 2ο, 3ο, 4ο και 5ο των κατηγορουμένων (Κ.Γ., Π.Δ., Σ.Γ. και Κ.Γ.), οι οποίοι ήταν μέλη του ΔΣ της «…» το επίδικο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή που, όπως ο ίδιος αναφέρει τόσο στην κρινόμενη έγκλησή του όσο και στην από 4.10.2010 ανώμοτη κατάθεσή του στον Ανακριτή, ουδεμία συναλλακτική επαφή είχε μαζί τους και δεν τους γνωρίζει ούτε κατ' όψιν. Πώς, λοιπόν, προέκυψε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι από κοινού συνέδραμαν ψυχικά τον 1ο κατηγορούμενο Α.Π., ενισχύοντας την ήδη ειλημμένη απόφαση του τελευταίου να διαπράξει τα υποτιθέμενα αδικήματα της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό πορισμού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ και της εκβίασης με απειλή βλάβης της επιχείρησης; Χαρακτηριστικό των παλινωδιών του εγκαλούντος είναι και το γεγονός ότι, ενώ στην αρχική από 8.9.2008 έγκλησή του κατονομάζει τον 1ο κατηγορούμενο Α.Π. ως πλαστογράφο των δύο επιταγών, ακολούθως στην από 4.10.2010 ανώμοτη κατάθεσή του στον Ανακριτή αναφέρει για πρώτη φορά ότι οι επίδικες επιταγές συμπληρώθηκαν από τον 5ο κατηγορούμενο Γ.Κ. κατ' εντολή του Α.Π., χωρίς όμως να εξηγεί από ποια στοιχεία προέκυψε ότι φυσικός αυτουργός της υποτιθέμενης πλαστογραφίας ήταν ο Γ.Κ.
Κατά συνέπεια, δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο αφενός του 1ου κατηγορουμένου Α.Π. για τις αποδιδόμενες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό πορισμού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ και της εκβίασης με απειλή βλάβης της επιχείρησης, και αφετέρου των 2ου, 3ου, 4ου και 5ου των κατηγορουμένων (Γ.Κ. Δ.Π., Γ.Σ. και Γ.Κ.) για απλή (ψυχική) συνέργεια από κοινού στις ανωτέρω πράξεις, γι' αυτό και προτείνω το Συμβούλιο Σας να αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος τους (άρθρα 309 παρ. 1α΄ και 310 παρ. 1 ΚΠΔ). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εγκαλούντος Κ.Τ., διότι η έγκλησή του τουλάχιστον ως προς τους 2ο, 3ο, 4ο και 5ο των κατηγορουμένων (Γ.Κ., Δ.Π., Γ.Σ. και Γ.Κ.) ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο (άρθρα 585 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, 3 Ν 663/1977 και ΥΑ 123827/23.12.2010 - ΦΕΚ Β΄ 1991/23.12.2010). [...]