Περίληψη: Δεν γίνεται κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για το αδίκημα της διενέργειας τοκογλυφικών πράξεων κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι δεν υφίστανται καθόλου ενδείξεις που να στοιχειοθετούν την ως άνω κατηγορία. Συγκεκριμένα, καίτοι αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι κατά την εκ μέρους του λήψη μιας μεταχρονολογημένης επιταγής είχε ήδη λάβει από τον εκδότη αυτής χρηματικό ποσό 13.000 ευρώ συνομολογώντας επιτόκιο 10/100 μηνιαίως ή 120/1000 ετησίως, που υπερβαίνει το κατά το νόμο επιτρεπτό ποσοστό δικαιοπρακτικού τόκου, ουδεμία συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων διαπιστώθηκε να υφίσταται εκ μέρους του κατηγορουμένου που να ευρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με τη δική του παροχή, αλλά αντιθέτως στο ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ της πραγματικής οφειλής προς τον κατηγορούμενο ουδέν ποσό που να αντιστοιχεί σε τοκογλυφικούς ή ακόμη και σε νόμιμους τόκους υπήρξε ούτε διαπιστώθηκε να υφίστατο οφειλή μικρότερου ποσού από το ποσό των 10.000 ευρώ και να ανήλθε στις 10.000 ευρώ από τυχόν προσαύξηση του ποσού της οφειλής από τόκους.
Η γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 404 του ΠΚ (Τοκογλυφία) ορίζει τα ακόλουθα: «Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή» (όπως αντικαταστάθηκε η τελευταία φράση από το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. α΄ του Ν 2721/1999), ενώ κατά τις παρ. 2α΄ και 3 του ιδίου ως άνω άρθρου: «Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου» (παρ. 2 εδ. α΄) και: «Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή» (παρ. 3 του άρθρου 404 του ΠΚ ως αντικαταστάθηκε η τελευταία φράση από το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β΄ του Ν 2721/1999). Με τη διάταξη του άρθρου 404 του ΠΚ προστατεύεται η περιουσία (σχετ. Schonke/Schroder § 291 αρ. 2, Lackner/Kuhl, 2007 § 291 αρ. 1, Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΕιδΜ άρθρ. 372-406, σελ. 739) και επιδιώκεται αφενός η αποφυγή υπέρμετρου πλουτισμού εκ της αδυναμίας άλλου (Αιτ. Εκθ. 391) και αφετέρου η σταθεροποίηση των χρηστών συναλλακτικών ηθών στην αγορά (Kindhauser, ΠοινΧρ ΜΔ΄, 269). Περιέχονται ρυθμίσεις που σχετίζονται με τις αισχροκερδείς πιστωτικές δικαιοπραξίες (παρ. 1), την τοκογλυφία με τη στενή του όρου έννοια (παρ. 2) και τις κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεις των παρ. 1 και 2 (παρ. 3). Για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος απαιτούνται: α) Δικαιοπραξία παροχής πίστωσης, ανανέωση ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής της. Στην περίπτωση της παρ. 1 ρυθμίζονται μόνο οι πιστωτικές δικαιοπραξίες, δηλαδή οι συμβάσεις με τις οποίες ο αποκτών αναλαμβάνει υποχρέωση να καταβάλει την αντιπαροχή του –χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου (Μπουρόπουλος, άρθρο 404, σελ. 149), όπως πώληση με πίστωση του τιμήματος ή με εξώνηση, μίσθωση, εκχώρηση και γενικά κάθε φανερή ή καλυμμένη πιστωτική δικαιοπραξία (Αιτ. Εκθ. 1933, σελ. 609 επ.), εκχώρηση απαίτησης με ευτελές αντάλλαγμα, με προσωπική εγγύηση του εκχωρητή ότι θα εισπραχθεί. β) Εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας, της απειρίας ή της ψυχικής έξαψης εκείνου που παίρνει την πίστωση. Παθόν πρόσωπο μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό. Η διάταξη έχει παρεμφερή διατύπωση με αυτήν του άρθρου 179 του Αστικού Κώδικα, στοιχεία του οποίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ερμηνευτικά (σχετ. ΑΠ 936/2007). Ειδικότερα, ως ανάγκη νοείται όχι μόνο η οικονομική, αλλά και η προσωπική, λαμβανόμενη αντικειμενικά, ανεξάρτητα εάν είναι παροδική ή μόνιμη, πρέπει όμως να είναι επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής (σχετ. ΑΠ 566/1989 ΕλλΔνη 1991, 96, 785/1982 ΝοΒ 1983, 670) είτε υπαίτια είτε ανυπαίτια (Schonke/Schroder § 302α αρ. 23), ακόμη και η κατάσταση εκείνη που συνεπάγεται κίνδυνο της ζωής ή της υγείας του αντισυμβαλλόμενου, ανεπίδεκτων αναβολής (ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994, 1101, 1201/1975 ΝοΒ 1976, 513, 294/1974 ΝοΒ 1974, 1184).
Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αδυναμία εξεύρεσης χρημάτων από άλλη πηγή (ΑΠ 48/1963 ΝμλγΑΠ Μπακ/Σπανουδ. § 524, γ), μπορεί μάλιστα να έχει και περιουσία το θύμα, αλλά να μη θέλει ή να μην μπορεί να τη ρευστοποιήσει προς εξεύρεση χρημάτων (Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΕιδΜ, άρθρ. 372-406, σελ. 743). γ) Συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων για το δανειστή ή τρίτο που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου. Είναι έγκλημα διακινδύνευσης και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η λήψη των ωφελημάτων, αρκεί η συνομολόγηση. Περιουσιακό ωφέλημα συνιστά κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας (Schonke/Schroder § 302α αρ. 10, Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΕιδΜ άρθρ. 372-406, σελ. 744) και όχι μόνο τα χρηματικά ωφελήματα (Τούσης/Γεωργίου, 404 αρ. 20). Πρέπει όμως να είναι αποτιμητά σε χρήμα για να συναχθεί η ύπαρξη δυσαναλογίας (σχετ. Μυλωνόπουλος, ό.π., αρ. 744). Προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής υφίσταται, όταν κατά την αντίληψη λογικού ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές, η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων από αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο που είναι φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη και ωφελείται κάποιος από σύμβαση με οικονομικό περιεχόμενο, με αντίστοιχη ζημία του αντισυμβαλλομένου του (σχετ. ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 1994, 1295). Δεν είναι ανάγκη ένεκα της δυσαναλογίας να κλονίζεται η οικονομική θέση του παθόντος, ο οποίος μπορεί να είναι πολύ εύπορος και να μη θίγεται σοβαρώς (Αιτ. Εκθ. 1933, σελ. 611), αλλά η δυσαναλογία κρίνεται κατά τις ειδικές περιστάσεις. Συνήθως κρίνεται ως «προφανής» η δυσαναλογία, όταν υπερβαίνει το 50/100 της αξίας της αντιπαροχής (πρβλ. ΑΠ 307/1993 ΝοΒ 42, 982, 763, 882, 992/1986 ΝοΒ 1987, 741, 1209, 1227). Η δυσαναλογία κρίνεται με βάση το χρόνο της σύναψης της δικαιοπραξίας (Τούσης/Γεωργίου, άρθρ. 404, σελ. 118· πρβλ. ΑΠ 382/1992 ΝοΒ 1993, 874). δ) Δόλος –αρκεί και ενδεχόμενος– που περιλαμβάνει τη γνώση, βούληση και αποδοχή της ανάγκης του παθόντος και τη θέληση εκμετάλλευσης της κατάστασης αυτής με τη συνομολόγηση ή τη λήψη εκ μέρους του δράστη περιουσιακής φύσεως ωφελημάτων για τον ίδιο ή για τρίτο πρόσωπο, προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή του δράστη ως και γνώση, βούληση και αποδοχή περί της προφανούς αυτής δυσαναλογίας (σχετ. Schonke/Schroder § 291 αρ. 35, Lackner/Kuhl, 2007 § 291 αρ. 10, Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΕιδΜ άρθρ. 372-406, σελ. 747) και ε) Αιτιώδης σύνδεσμος. Πρέπει εν προκειμένω να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αφενός της συνομολόγησης ή της λήψης περιουσιακών ωφελημάτων για το δανειστή ή του τρίτου που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου και αφετέρου της εκμετάλλευσης της ανάγκης εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στην παρ. 2 του άρθρου 404 του ΠΚ τυποποιείται σε έγκλημα η τοκογλυφία με τη στενή του όρου έννοια. Η πράξη οδηγεί σε οικονομική εξουθένωση του οφειλέτη, λόγω της έκδηλης παράνομης συμπεριφοράς του δανειστή που επιδιώκει υπερβολικά μεγάλα οφέλη (ΑΠ 727/1993 ΠοινΧρ ΜΓ΄, 520). Δεν απαιτείται εν προκειμένω να υφίσταται εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λπ. εκείνου που λαμβάνει την πίστωση (ΑΠ 164/2007 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 1004, 1508/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 861, 468/1978 ΠοινΧρ ΚΗ΄, 599).
Απαιτείται όμως δόλος (σχετ. ΑΠ 772/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 157). Στην παρ. 2 περιλαμβάνονται δύο επιμέρους περιπτώσεις τοκογλυφίας εκ των οποίων η μία είναι το τοκογλυφικό δάνειο (παρ. 2 εδ. α΄), δηλαδή η συνομολόγηση ή η λήψη από το δράστη για τον εαυτό του ή για τρίτο, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το νόμιμο ποσοστό του τόκου (σχετ. ΑΠ 1660/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 740, 983/1997 ΠοινΧρ ΜΗ΄, 347). Ως «δάνειο» νοείται το χρηματικό, διότι αν πρόκειται για άλλα αντικαταστατά πράγματα, η περίπτωση υπάγεται στην παρ. 1 (ΑΠ 560/2002 ΠοινΔικ 2002, 979). Είναι έγκλημα διακινδύνευσης και δεν απαιτείται και η λήψη των ωφελημάτων (ΑΠ 1660/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 740, 1527/2001 ΠοινΔικ 2002, 117). Οι έννοιες της συνομολόγησης, της λήψης, της παράτασης της προθεσμίας πληρωμής, της ανανέωσης πρέπει να ληφθούν κατά τα ισχύοντα στο ιδιωτικό δίκαιο. Η πράξη της συνομολόγησης είναι αυτοτελής έναντι επακολουθούσας τυχόν λήψης (ΕφΑθ 2978/2003 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 61). Ως «λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων», νοείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νόμιμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτών (ΑΠ 793/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1660/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 740, 604/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 17, 68/2000 ΠοινΧρ Ν΄, 205, 21/1997 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 1480, 1067/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 188) ούτε απαιτείται καν η παραλαβή των αξιογράφων που ενσωματώνουν τους τοκογλυφικούς τόκους (ΑΠ 1792/1993 ΠοινΧρ ΚΔ΄, 172, ΕφΠατρ 259/1998 ΠοινΔικ 1998, 976), ενώ ως «τόκος» νοείται το αντάλλαγμα που πληρώνει κάποιος για τη χρήση ξένου κεφαλαίου (χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα). Av ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις δεν θεμελιώνουν, αλλά αυξάνουν το αξιόποινο (σχετ. ΑΠ 317, 318/2000 ΠοινΝμλγΑΠ 2000, 90, 91). Δυνατή η σώρευση και των δύο επιβαρυντικών περιπτώσεων (ΑΠ 22/1996 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 1407, 1067/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 188, 761/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ΄, 745), αρκεί όμως λόγω της διαζευκτικής τους αναφοράς, η μία από αυτές για τη θεμελίωση του κακουργήματος. Η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 382/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 899). Ως κατ' επάγγελμα τέλεση νοείται αυτεπάγγελτα μεν επανειλημμένη τέλεση τοκογλυφικών πράξεων, δηλαδή περισσότερες από μία φορές, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση, καθώς και όταν η πράξη τελείται για πρώτη φορά, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος (ΑΠ 793/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1064/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 318, 1026/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 66, 581/1995 ΠοινΧρ ΜΕ΄, 906, 895/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 277), ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την κατ' επανάληψη τέλεση συνάγεται συμπέρασμα ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση του εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (ΑΠ 793/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1647/1999 ΠοινΧρ Ν΄, 734, 1026/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 66, 789/1994 ΠοινΧρ ΜΔ΄, 779, 1792/1993 ΠοινΧρ ΜΔ΄, 173). Αρκεί για την επανειλημμένη τέλεση η κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, εφόσον, βεβαίως, λάβουν χώρα περισσότερες από μία μερικότερες πράξεις (ΑΠ 829/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 229, 1064/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 318, 1979/1999 ΠοινΝμλγΑΠ 1999, 530) ή και μία προηγούμενη καταδίκη για την ίδια πράξη (ΑΠ 375/1989 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 906) ή όταν η τοκογλυφία πραγματωθεί με περισσότερους από έναν τρόπους (ΑΠ 1384/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 418).
Ως κατ' εξακολούθηση έγκλημα (delictum continuatum) νοείται μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων που συνέχονται μεταξύ τους, λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του εγκλήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, όπου το δικαστήριο, μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια ποινής του οικείου εγκλήματος (ΑΠ Ολ 5/2002 ΠοινΔικ 2002, 836). Προσβάλλεται, δηλαδή, με κάθε μία από τις ομοειδείς πράξεις το ίδιο έννομο αγαθό –διαφορετικές όμως μονάδες του– κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία του ίδιου εγκλήματος και οι οποίες πράξεις δεν είναι ταυτόχρονες (σχετ. Μπουρόπουλος, σελ. 254). Τα επί μέρους στοιχεία του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος είναι τα ακόλουθα: α) Η ταυτότητα των επί μέρους πράξεων, ήτοι οι πράξεις πρέπει να είναι ομοειδείς και να προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, β) Η ενότητα του δόλου, δηλαδή πρέπει οι μερικότερες πράξεις να συνδέονται μεταξύ τους με ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών απόφασης, με «ενότητα δόλου» (σχετ. ΑΠ 218, 513, 1288, 1633, 1646/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ) που εξ αρχής καταλαμβάνει το σύνολο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 83/1998 Υπερ 1998, 1057, 1343, 1391/1993 ΠοινΧρ ΜΓ΄, 1151, 1153, 674, 1661/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 83, 809, αντιθ. Χωραφάς, ΠοινΔ § 107, σελ. 398). Η ταυτότητα της απόφασης, η οποία ενώνει τις κατ' ιδίαν πράξεις σε σύνολο, διασπάται, όταν ο δράστης πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε εναντίον του δίωξη και οι μετά ταύτα τελούμενες πράξεις, συνιστούν ομοειδή κατ' ιδέαν συρροή (Μπουρόπουλος, σελ. 260). γ) Η επιβλητέα ποινή: Αν συντρέχουν οι εκτεθείσες προϋποθέσεις στη μεν περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 98 του ΠΚ, το δικαστήριο μπορεί –δεν υποχρεούται– αντί να επιβάλει μία ποινή για την κάθε μερικότερη πράξη και μετά να προβεί στην προσμέτρηση κατ' άρθρο 94, να επιβάλει μία μόνο ποινή για το όλο εξακολουθούν έγκλημα, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στην πράξη όμως το δικαστήριο επιβάλλει πάντοτε μία ποινή (εξαίρεση: ΑΠ 83/1998 Υπερ 1998, 1056). Στην περίπτωση όμως της παρ. 2 το δικαστήριο υποχρεούται να επιβάλει μία ποινή, κατά τη λογική ερμηνεία της που επιβάλλει τη συνολική εκτίμηση της απαξίας (σχετ. Φελουτζής, ΠοινΧρ ΜΘ΄, 402). Η επιβλητέα ποινή δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο του νόμου. Το ανώτατο όριο που λαμβάνεται είναι αυτό που προβλέπεται για τη βαρύτερη από τις επί μέρους πράξεις (ΑΠ 1200/1994 ΠοινΧρ ΜΔ΄, 993, 1375/1983 ΠοινΧρ ΛΔ΄, 301). Σύμφωνα με την υπό κρίση αναφορά ο κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρεί εντός της πόλης της Δράμας επί της οδού … επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών εξοπλισμούς καταστημάτων, συνεργείων και βιομηχανικά σίδερα, έχοντας συγκεντρώσει από τον κύκλο των εργασιών και των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων μεγάλα χρηματικά αποθέματα, δανείζει τρίτα πρόσωπα, εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των, με μη νόμιμο τόκο και προς κάλυψη εκδίδει επιταγές ευκολίας. Για να μειώσει τα κέρδη του και τις οφειλές του σε ΦΠΑ, λαμβάνει για αγορές πρώτων υλών και για τις δικές του δαπάνες εικονικά τιμολόγια. Είναι οικονομικά εύρωστος, έχει ακίνητη περιουσία και οι καταθέσεις του σε τραπεζικά ιδρύματα είναι δυσανάλογες με τα εμφανιζόμενα κέρδη της επιχείρησής του.
Από τον έλεγχο που έλαβε χώρα στην επιχείρηση του κατηγορουμένου από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων διαπιστώθηκε ότι όσον αφορά δύο επιταγές από σύνολο έξι επιταγών αξίας 20.000, 7.500, 10.000, 3.000, 5.600 και 10.700 ευρώ, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν για συναλλαγές του με πελάτες του αλλά και με τρίτα πρόσωπα και είχαν ως τελευταίο κομιστή τον ίδιο και συγκεκριμένα: α) Την υπ' αριθμ. … επιταγή αξίας 20.000 ευρώ της Γ.Ο. που οπισθογραφήθηκε μεταξύ άλλων και δόθηκε στον κατηγορούμενο από το σύζυγό της, Γ.Δ., υπάρχει εμπορική συναλλαγή μόνο για το ποσό των 5.400 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 14.600 ευρώ φέρεται να έχει λάβει χώρα χρηματική διευκόλυνση δανείου προκειμένου ο Γ. να αποσπάσει σε μετρητά χρηματικά ποσά τα οποία είχε ανάγκη και απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο, ενώ για άλλη επιταγή ευκολίας 10.000 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο μηνών ο κατηγορούμενος φέρεται να εζήτησε από τον Ο.Γ. επιταγή αξίας 13.000 ευρώ, χρεώνοντάς του κατ' αυτόν τον τρόπο ποσό 3.000 ευρώ επί πλέον ως τόκο, με επιτόκιο περίπου 30/100 το δίμηνο, ήτοι επιτόκιο μη νόμιμο, καθόσον το ποσοστό του επιτοκίου δεν συνάδει με τα νόμιμα επιτόκια δανεισμού. Συνεπώς εφέρετο ο κατηγορούμενος κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα να έχει προβεί σε δύο περιπτώσεις σε είσπραξη ποσοστών τόκων μη νόμιμων παρέχοντας για αντάλλαγμα επιταγές ευκολίας στους έχοντες ανάγκη με επιτόκια δανεισμού μη ανταποκρινόμενα στα νόμιμα επιτόκια δανεισμού. Στην κρινόμενη υπόθεση από το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως και της συμπληρωματικής τοιαύτης ως και της προηγηθείσης τούτων προκαταρκτικής εξέτασης και ιδία δε από το δικόγραφο της υπό κρίση αναφοράς, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανώμοτη κατάθεση του κατηγορουμένου κατά το προηγηθέν δικονομικό-διαδικαστικό στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης με την ιδιότητα –τότε– του υπόπτου κατ' άρθρου 31 παρ. 2 του ΚΠΔ (σχετ. το από 23.7.2008 υπόμνημά του περί παροχής εξηγήσεων), την απολογία του με την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατ' άρθρου 72 ΚΠΔ ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημ/κών Δράμας κατά το επακολουθήσαν δικονομικό - διαδικαστικό στάδιο της κυρίας ανακρίσεως - ο κατηγορούμενος απολογήθηκε διά του με ημερομηνία από 26.4.2010 προσκομισθέντος απολογητικού του υπομνήματος - και άπαντα εν γένει τα λοιπά έγγραφα που εισκομίσθηκαν και συνεισφέρθηκαν στην παρούσα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Γ.Ο., σύζυγος του Γ.Δ., διατηρούσε επιχείρηση διεθνών μεταφορών με διακριτικό τίτλο «…» και έδρα αυτής τη … Ν. Καβάλας. Στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας και προς κάλυψη ισόποσης οφειλής της προς τον Ζ.Ν., ναυτικό πράκτορα, εξέδωσε στην Καβάλα τη με ημερομηνία από 10.5.2005 μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό … ποσού 20.000 ευρώ, πληρωτέα από την Τράπεζα Eurobank σε διαταγή του ανωτέρω. Ο τελευταίος την παρέδωσε για την κάλυψη ισόποσης οφειλής του προς τη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…» αλλά όταν έφθασε ο χρόνος αποπληρωμής της δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εκδότριας στην ως άνω Τράπεζα και επιστράφηκε από την εταιρία «…», στο Ζ.Ν. χωρίς να σφραγισθεί. Ακολούθως αυτός στις 27.6.2005 κατέβαλε το ποσό των 20.000 ευρώ στην ως άνω ναυτική εταιρία, διατήρησε στην κατοχή του έως τα μέσα Σεπτεμβρίου του έτους 2005 το σώμα της επιταγής, το οποίο παρέδωσε στη Γ.Ο., η οποία με τη σειρά της του παρέδωσε άλλη επιταγή έναντι οφειλής της προς αυτόν. Η Γ.Ο. και ο Γ.Δ. προέβησαν σε νόθευση του χρόνου έκδοσης της συγκεκριμένης επιταγής από 10.5.2005 σε 10.6.2006 και μάλιστα με εμφανές έντονο μαύρου χρώματος στυλό διαρκείας ανέγραψαν, προς άρση πάσης αμφιβολίας, και πάνω από την ημερομηνία ολογράφως «ΔΕΚΑ ΙΟΥΝΙΟΥ 2006» έθεσαν δε εκ νέου αυτή σε κυκλοφορία παραδίδοντάς την στην εδρεύουσα στο 10ο χιλιόμετρο της E.O. Καβάλας - Ξάνθης ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» και αυτή στη συνέχεια προς την εταιρία με την επωνυμία «…» στην οποία η Γ.Ο. κατέβαλε την αξία της χωρίς προηγουμένως να εμφανιστεί για πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα και αφού παρέλαβε στην κατοχή της το σώμα της εξοφλημένης επιταγής, ενεργώντας από κοινού και εκ συμφώνου με το σύζυγό της, έθεσαν αρχικά κάτω από τη σφραγίδα της εταιρίας «…» την ατομική σφραγίδα της επιχείρησης της Γ.Ο. με την επωνυμία «…» και την υπογραφή της, στη συνέχεια όμως διέγραψαν με διορθωτικό υγρό τη σφραγίδα και την υπογραφή της και έθεσαν τη σφραγίδα και την υπογραφή του Γ.Δ. που διατηρούσε όμοια επιχείρηση στο ίδιο γραφείο με τους ίδιους αριθμούς τηλεφώνου με αυτήν της συζύγου του και την επωνυμία «…». Ακολούθως μεταβίβασαν την επιταγή αυτή με οπισθογράφηση στον Π.Κ. (κατηγορούμενο) με σκοπό να τον παραπλανήσουν περί του ότι η κυκλοφορία του αξιογράφου αυτού είναι δήθεν νόμιμη και να αποκομίσει ο Γ.Δ. περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στην αναγραφόμενη επί του σώματος της επιταγής αξία αυτής των 20.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος πείσθηκε ότι η ανωτέρω ημερομηνία έκδοσης της επιταγής ήτοι αυτή της 10.6.2006 ήταν η πραγματική δοθέντος ότι η Γ. και ο Γ. του απέκρυψαν ότι είχαν προηγουμένως προβεί στη νόθευση της ημερομηνίας έκδοσής της και την είχαν θέσει παρανόμως και άνευ νομίμου δικαιολογητικού λόγου σε κυκλοφορία και την παρέλαβε έναντι ισόποσης οφειλής του Γ. προς τον ίδιο έχοντας την πεποίθηση ότι είχε τεθεί νόμιμα σε κυκλοφορία. Όταν δε την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα στις 3.3.2006 δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων της Γ.Ο. στο λογαριασμό που αυτή τηρούσε στην ως άνω Τράπεζα, με αποτέλεσμα να υποστεί (ενν. ο κατηγορούμενος) κατά το ισόποσο αντίστοιχη περιουσιακά ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι στην αξία της επιταγής. Ο κατηγορούμενος επιμελήθηκε για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των προηγούμενων υπογραφέων της επιταγής και στα πλαίσια αυτά εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 128/2006 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, κατά της οποίας ασκήθηκαν ανακοπές τόσο από το Ζ.Ν. όσο και από την εταιρία «…», επί της ανακοπής δε εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής, καθόσον κρίθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, ότι η εν λόγω επιταγή αποτέλεσε προϊόν πλαστογραφίας. Στις 29.11.2005 ο Γ.Δ. μετέβη στην επιχείρηση που διατηρεί ο κατηγορούμενος στη Δράμα και παρέδωσε στον κατηγορούμενο την υπ' αριθμ. … μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή του υποκαταστήματος Καβάλας της Τράπεζας Eurobank με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 10.6.2006 (κατόπιν της νόθευσης στην οποία είχε προβεί ο ίδιος μετά της συζύγου του), ποσού 20.000 ευρώ, ένεκα προηγούμενων οφειλών προς τον κατηγορούμενο από αγορά εμπορευμάτων (μπαταρίες φορτηγών αυτοκινήτων, διάφορα αναλώσιμα υλικά οχημάτων) από την επιχείρηση του κατηγορουμένου. Η οφειλή ανερχόταν τότε στο ποσό των 2.786,46 ευρώ. Την ίδια ως άνω ημέρα ο Γ. προέβη σε αγορά εμπορευμάτων για την επιχείρηση της συζύγου του αξίας 2.525,85 ευρώ με αποτέλεσμα το συνολικό οφειλόμενο ποσό της επιχείρησης της Γ. προς τον κατηγορούμενο να ανέρχεται στις 5.514,31 ευρώ. Μάλιστα η Γ. είχε εκδώσει προηγουμένως μία τραπεζική επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δράμας σε διαταγή του Ο.Γ., αξίας 14.900 ευρώ, η οποία κατόπιν συνεχών οπισθογραφήσεων κατέληξε στον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος κομιστής αυτής, με ημερομηνία λήξεως την 20.11.2005. Ένεκα δε του ότι η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε από έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη, δόθηκε στον κατηγορούμενο προς αντικατάστασή της η υπ' αριθμ. … μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή αξίας 20.000 ευρώ στην οποία ενσωματώθηκε τόσο το ποσό της πρώτης επιταγής (14.900 ευρώ) όσο και το ποσό της πραγματικής οφειλής της επιχείρησης της Γ.Ο. προς τον κατηγορούμενο (5.100 ευρώ), άρα συνολικά 14.900 + 5.100 ευρώ = 20.000 ευρώ - δοθέντος ότι για την οφειλή των 5.514,31 ευρώ ο κατηγορούμενος συνέταξε απόδειξη των 5.400 ευρώ, από το ποσό δε αυτό αφαιρέθηκε ποσό 300 ευρώ που αντιστοιχούσε σε τρεις ελαττωματικές μπαταρίες εργοστασίου κατασκευής CONTI 200, με αποτέλεσμα το ποσό της οφειλής να διαμορφωθεί στα 5.100 ευρώ. Μάλιστα ο κατηγορούμενος επισύναψε στην παρούσα όλα τα δελτία αποστολής - τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε σχετικά με τις αγορές που πραγματοποίησε η Γ.Ο. από την επιχείρησή του, ήτοι τα υπ' αριθμ. …, την καρτέλλα της ανωτέρω πελάτου της επιχείρησής του από 1.1.2005 έως 31.12.2005 και τη με ημερομηνία από 29.11.2006 απόδειξη υπ' αριθμ. 14 του ποσού των 20.000 ευρώ για τη χρηματική οφειλή της επιχείρησης της Γ. προς τον ίδιο. Συνεπώς, καίτοι η υπ' αριθμ. … επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη και θα εξοφλείτο μετά παρέλευση οκταμήνου από το χρόνο της παράδοσής της στον κατηγορούμενο και ενώ φέρεται ο κατηγορούμενος κατά τα καταγγελλόμενα να έχει προβεί σε συνομολόγηση επιτοκίου 125/100 μηνιαίως ή 1.500/1000 ετησίως, ποσοστό υπερέβαινε το κατά το νόμο επιτρεπτό ποσοστό δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε ποσοστό 8,25/100 ετησίως (Ν 2842/2000 άρθρο 3 παρ. 2 για το χρονικό διάστημα από τις 6.12.2005 έως και τις 7.3.2006), ουδεμία συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων υπήρξε εκ μέρους του κατηγορουμένου ούτε οιαδήποτε προσαύξηση του ως άνω οφειλόμενου προς αυτόν ποσού διαπιστώθηκε ούτε καν κατά το ποσοστό που θα αντιστοιχούσε στους νόμιμους τόκους.
Δέον δε να επισημανθεί ότι ο Γ.Δ. και η Γ.Ο. κηρύχθηκαν ένοχοι δυνάμει της υπ' αριθμ. 317/12.2.2010 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, για νόθευση εγγράφου από κοινού με την επιβαρυντική περίστασης της χρήσης του νοθευμένου εγγράφου όσον αφορά το γεγονός της εκ μέρους των νόθευση της υπ' αριθμ. … επιταγής και συγκεκριμένα της ημερομηνίας εκδόσεως αυτής και για απάτη από κοινού στην οποία η προξενηθείσα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανερχόμενη στο ποσό των 20.000 ευρώ, ζημία που προξένησαν εις βάρος του –τότε– εγκαλούντος (νυν κατηγορουμένου) Π.Κ. με χρονικό διάστημα τέλεσης των ως άνω πράξεων το χρονικό διάστημα από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2005 έως και τις 28.11.2005 και επιβλήθηκε σε έκαστο των ανωτέρω καταδικασθέντων συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών που μετατράπηκε για έκαστο σε χρηματική προς 10 ευρώ ημερησίως. Όσον αφορά την υπ' αριθμ. … μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με ημερομηνία εκδόσεως την 30.5.2006, ποσού 10.000 ευρώ, εκδόσεως του Ο.Γ. εις διαταγή του κατηγορουμένου την οποία αυτός εμφάνισε στις 31.5.2006 στην πληρώτρια Τράπεζα μετά παρέλευση τριμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο την έλαβε στην κατοχή του και η οποία επιταγή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη, το ποσό των 10.000 ευρώ αφορούσε πραγματική οφειλή του Ο.Γ. προς τον κατηγορούμενο από μεταξύ των εμπορική συναλλαγή, καθόσον ο Ο.Γ. προέβη στην κατασκευή ξενοδοχειακού συγκροτήματος στην περιοχή της … του Νομού Καβάλας και στα πλαίσια αυτά εζήτησε την τεχνική υποστήριξη της επιχείρησης του κατηγορουμένου, υποστήριξη την οποία του παρείχε ο κατηγορούμενος αποστέλλοντας στη … εργοτεχνικό προσωπικό που απασχολούσε για την τοποθέτηση των υδραυλικών και θερμοϋδραυλικών εγκαταστάσεων της νεοανεγειρόμενης ξενοδοχειακής μονάδας με συμφωνηθείσα αμοιβή για τους απασχολούμενους στο συνεργείο του κατηγορουμένου εργάτες το ποσό των 7.500 ευρώ. Παράλληλα ο Ο. προέβη και στην παραγγελία ενός καυστήρα, αξίας 8.000 ευρώ, η προκαταβολή δε για τη συγκεκριμένη αγορά καθορίσθηκε στο ποσό των 2.500 ευρώ. Το συνολικό, δηλαδή, ποσό των 10.000 ευρώ αφορούσε το άθροισμα των επιμέρους ποσών 7.500 ευρώ συν 2.500 ευρώ. Από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας προέκυψε να είχε υποσχεθεί ο κατηγορούμενος την καταβολή ποσού επιπλέον 3.000 ευρώ προς τον Ο., αφού ουδέν έρεισμα υπήρχε προς τούτο ούτε έλαβε χώρα κάποια άλλη παραγγελία ή αγορά εμπορευμάτων εκ μέρους του Ο. από την επιχείρηση του κατηγορουμένου που να αντιστοιχεί στο ως άνω ποσό. Ως εκ τούτων, καίτοι αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι κατά την εκ μέρους του λήψη της υπ' αριθμ. … μεταχρονολογημένης επιταγής ήδη είχε λάβει από τον εκδότη αυτής (Ο.Γ.) χρηματικό ποσό 13.000 ευρώ συνομολογώντας επιτόκιο 10/100 μηνιαίως ή 120/100 ετησίως που υπερβαίνει το κατά το νόμο επιτρεπτό ποσοστό δικαιοπρακτικού τόκου, το οποίο για το χρονικό διάστημα από τις 6.12.2005 έως και τις 7.3.2006 ανερχόταν σε ποσοστό 8,25/100 ετησίως και για το χρονικό διάστημα από τις 8.3.2006 έως τις 14.6.2006 ανερχόταν σε ποσοστό 8,50/100 ετησίως (Ν 2842/2000 άρθρο 3 παρ. 2) ουδεμία συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων διαπιστώθηκε να υφίσταται εκ μέρους του κατηγορουμένου που να ευρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με τη δική του παροχή, αλλά αντίθετα στο ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ της πραγματικής οφειλής του Ο.Γ. προς τον κατηγορούμενο ουδέν ποσό που να αντιστοιχεί σε τοκογλυφικούς ή ακόμη και σε νόμιμους τόκους υπήρξε ούτε διαπιστώθηκε να υφίστατο οφειλή μικρότερου ποσού από το ποσό των 10.000 ευρώ και να ανήλθε στις 10.000 ευρώ από τυχόν προσαύξηση του ποσού της οφειλής από τόκους. Μάλιστα ο κατηγορούμενος επισύναψε στην παρούσα την καρτέλλα πελάτη αναφορικά με το σύνολο των αγορών και παραγγελιών στις οποίες προέβη ο Ο.Γ. από την επιχείρησή του κατά το χρονικό διάστημα από την 1.1.2005 έως και τις 31.12.2005 και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν 1599/1986 σύμφωνα με την οποία ο Ο.Γ. εδήλωσε ότι οιαδήποτε συναλλαγή είχε με τον Π.Κ. αφορούσε αποκλειστικά τον εξοπλισμό της ξενοδοχειακής του μονάδας στην περιοχή της … του Νομού Καβάλας, καθώς και ότι δι' αυτού έλαβε ο Π.Κ. από τον Γ.Δ. την επιταγή των 14.900 ευρώ η οποία δεν πληρώθηκε και ένεκα τούτου εκδόθηκε ακολούθως η υπ' αριθμ. … επιταγή από τη Γ.Ο. η οποία και τελικώς κατέληξε στην κατοχή του κατηγορουμένου που ήταν και ο τελευταίος κομιστής αυτής.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, κατά την κρίση μας, δεν υφίστανται καθόλου ενδείξεις που να στοιχειοθετούν την εναντίον του κατηγορουμένου αποδιδόμενη κατηγορία της διενέργειας τοκογλυφικών πράξεων κατ' εξακολούθηση από πρόσωπο που διαπράττει τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 1, 13 στ΄, 14, 16,17, 18, 19, 26 παρ. 1 α΄, 27 παρ. 1, 51, 52 παρ. 2, 57, 60, 63, 79, 98-94 παρ. 1, 404 παρ. 2 α - 3 - 1 του ΠΚ) και συνακόλουθα την παραπομπή του στο αρμόδιο Δικαστήριο και πρέπει το Συμβούλιό Σας να αποφανθεί να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του, κατ' εφαρμογή και των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 1α΄ και 310 παρ. 1 του ΚΠΔ για την πράξη που του αποδίδεται και που εφέρετο να έχει τελέσει αυτός εξακολουθητικώς στη Δράμα εντός του έτους 2006. Κατόπιν της απολογίας του κατηγορουμένου κατά το δικονομικό-διαδικαστικό στάδιο της κυρίας ανακρίσεως επιβλήθηκαν εις βάρος του κατ' άρθρου 282 παρ. 2-1 του ΚΠΔ οι ακόλουθοι τρεις (3) περιοριστικοί όροι προς τη διασφάλιση της επίτευξης των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 296 του ΚΠΔ σκοπών: 1) Η παροχή εγγυοδοσίας χρηματικού ποσού ανερχόμενου στις 5.000 ευρώ, 2) Η απαγόρευση μετάβασης και διαμονής του στο εξωτερικό και 3) Η υποχρεωτική εμφάνισή του εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός ενώπιον τού Διοικητή του A.T. του τόπου κατοικίας του, συντασσομένης προς τούτο σχετικής της υπ' αριθμ. 28/26.4.2010 Ανακριτικής Διάταξης κατά της οποίας άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα προσφυγή κατ' άρθρου 285 παρ. 1 του ΚΠΔ, η οποία και έγινε εν μέρει δεκτή. Κατόπιν δε της από 30.4.2010 προσφυγής του εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 32/15.6.2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Δράμας που διατήρησε την ισχύ μόνο του επιβληθέντος εις βάρος του κατηγορουμένου-προσφεύγοντος περιοριστικού όρου της παροχής εγγυοδοσίας χρηματικού ποσού πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Φρονούμε ότι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 303 παρ. 1 του ΚΠΔ πρέπει το Συμβούλιό Σας να αποφανθεί περί της απόδοσης της εγγύησης του ποσού των 5.000 ευρώ στον κατηγορούμενο. Φρονούμε επίσης ότι δεν πρέπει εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 585 του ΚΠΔ περί υποβολής των δικαστικών εξόδων της παρούσης αναφοράς στην αναφέρουσα Αρχή (ΥΠΕΕ), διότι ελλείπουν κατά την κρίση μας οι προϋποθέσεις εφαρμογής ταύτης. [...]