1. Σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών υπόκεινται εν όλω ή εν µέρει οι πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται από τη Φορολογική Αρχή ή συντελούνται από 1.1.2014 και εφεξής και εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του Κώδικα Φορολογικής ∆ιαδικασίας (άρθρο 2 ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), µε την εξαίρεση που προβλέπεται µέχρι 1.1.2015 (σύµφωνα µε την παρ. 29 του αρθ. 66 του Κ.Φ.∆.) για τις πράξεις κληρονοµιών, δωρεών και γονικών παροχών, οι οποίες εφόσον εκδόθηκαν µετά την 1.1.2014 θα προσβάλλονται απευθείας στα ∆ιοικητικά ∆ικαστήρια. Ως εκ τούτου, η Φορολογική Αρχή, για όλες τις λοιπές πράξεις που εκδίδονται µετά την ως άνω ηµεροµηνία, υποχρεούται να αναγράφει επί του σώµατος αυτών, ότι «σε περίπτωση αµφισβήτησής της, ο υπόχρεος πρέπει να υποβάλει, δια της αρµόδιας φορολογικής αρχής που την εξέδωσε, ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών εντός προθεσµίας 30 ηµερών από την κοινοποίησή της», καθώς και το ότι «είναι απαράδεκτη η προσφυγή απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά της πράξης».
2. Η ενδικοφανής προσφυγή και το αίτηµα αναστολής πρέπει να αναφέρουν όλους τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτηµά του, τα οποία συνυποβάλλονται µε την προσφυγή. Επισηµαίνεται ότι στην προσφυγή πρέπει να συµπεριλαµβάνονται οπωσδήποτε τα στοιχεία επικοινωνίας µε τον αιτούντα (δηλαδή ταχυδροµική διεύθυνση και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, όπου και µόνο θα κοινοποιείται η απόφαση της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών), καθώς και τα στοιχεία του αντικλήτου, εφόσον ορίζεται από τον προσφεύγοντα. Σηµειώνεται ότι υπόχρεα φυσικά και νοµικά πρόσωπα, που δεν έχουν την κατοικία ή την έδρα τους στην Περιφέρεια Αττικής, οφείλουν κατ’ αρχήν να διορίζουν αντίκλητο που να έχει την κατοικία ή το χώρο εργασίας του εντός αυτής, όµως αυτό δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της ενδικοφανούς προσφυγής και, σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή εξετάζεται αδιακρίτως αν έχει ορισθεί ή δεν έχει ορισθεί αντίκλητος εντός Αττικής. Συνεπώς, οι φορολογικές αρχές, αφού επισηµάνουν τη σχετική έλλειψη στον προσφεύγοντα, υποχρεούνται να παραλαµβάνουν τις ενδικοφανείς προσφυγές, ακόµα και στην περίπτωση που δεν ορίζεται αντίκλητος εντός Αττικής, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις.
3. Ο υπόχρεος, µε το αίτηµά του, υποβάλλει ταυτόχρονα στην αρµόδια φορολογική αρχή και ηλεκτρονικό φάκελο µε τα ως άνω έγγραφα σε µαγνητική µορφή ή σε οποιαδήποτε αναγνώσιµη µορφή ηλεκτρονικού αρχείου, µαζί µε υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986, ότι αυτά αποτελούν το ακριβές περιεχόµενο των εγγράφων που έχουν υποβληθεί.
Β. Υποχρεώσεις της φορολογικής αρχής.
1. Η αρµόδια φορολογική αρχή στην οποία υποβάλλεται η ενδικοφανής προσφυγή, υποχρεούται να τη διαβιβάσει στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, µαζί µε τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης άµεσα και πάντως όχι αργότερα από επτά (7) ηµέρες µετά από την κατάθεσή της, όπως ορίζεται και στη διάταξη της παρ. 2 του αρθ. 63 του Κ.Φ.∆., διότι σε αντίθετη περίπτωση δυσχεραίνεται ανυπέρβλητα το έργο της υπηρεσίας.
2. Για το λόγο αυτό, ο Προϊστάµενος της αρµόδιας φορολογικής αρχής, µετά την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής, ορίζει αµελλητί υπάλληλο, ο οποίος καθίσταται υπεύθυνος για τη συγκρότηση του σχετικού φακέλου (φυσικού και ηλεκτρονικού) καθώς και για τη σύνταξη αιτιολογηµένων απόψεων της φορολογικής αρχής επί των ισχυρισµών που προβάλλει ο υπόχρεος στην ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή του και για την παροχή τυχόν πληροφοριών στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών επί του αιτήµατος αναστολής καταβολής του πενήντα τοις εκατό (50/100) του αµφισβητούµενου ποσού της πράξης. Στο έγγραφο αυτό θα περιλαµβάνονται οι απόψεις της φορολογικής αρχής διακεκριµένα ανά προβαλλόµενο λόγο και ισχυρισµό του υπόχρεου, όπως ακριβώς αναφέρονται στην ενδικοφανή προσφυγή.
3. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται ελλείψεις είτε ως προς το έγγραφο των απόψεων της φορολογικής αρχής είτε ως προς το περιεχόµενο του φακέλου της υπόθεσης, η αρµόδια φορολογική αρχή (∆.Ο.Υ. – Ελεγκτικό Κέντρο) ή Περιφερειακή Υπηρεσία του Σ.∆.Ο.Ε. υποχρεούται για την συµπλήρωση και την εκ νέου αποστολή των σχετικών εγγράφων στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, εντός δεσµευτικής προθεσµίας τριών (3) εργασίµων ηµερών από τη σχετική ειδοποίηση της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών. Η επικοινωνία και η εν γένει αλληλογραφία µεταξύ ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών και αρµόδιας φορολογικής αρχής στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται µέσω ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, τηλεοµοιοτυπίας ή µε κάθε πρόσφορο µέσο.
4. Συνεπώς, στις περιπτώσεις που η φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόµενη πράξη είναι διαφορετική από την υπηρεσία που διενήργησε τον έλεγχο, ο Προϊστάµενος της φορολογικής αρχής δύναται προηγουµένως να αιτείται ο ίδιος από την τελευταία την παροχή σχετικών διευκρινίσεων, πληροφοριών ή στοιχείων, εφόσον από την εκτίµηση των ισχυρισµών του υπόχρεου ή από άλλους λόγους, µε αφορµή την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, αυτά κρίνονται απαραίτητα για τη συγκρότηση του φακέλου της υπόθεσης σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην παρούσα απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές οι αρµόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες που διενήργησαν τον έλεγχο οφείλουν να ανταποκρίνονται άµεσα και κατά προτεραιότητα, προκειµένου να διεκπεραιώνεται εµπρόθεσµα η αποστολή του φακέλου της ενδικοφανούς προσφυγής στην ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, έτσι ώστε να µην παρακωλύεται το έργο της, ειδικά όσον αφορά την εξέταση των αιτηµάτων αναστολής εντός του δεσµευτικού 20ηµέρου.
5. Ο υπάλληλος που ορίσθηκε, µεριµνά για τη συγκρότηση του φυσικού φακέλου που περιλαµβάνει τα οικεία έγγραφα (αντίγραφα- τα πρωτότυπα θα παραµείνουν στην εκδούσα φορολογική αρχή) και τα στοιχεία της υπόθεσης, προκειµένου αυτά να αποσταλούν στην ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών εντός των κατά τα ως άνω οριζοµένων προθεσµιών. Κατά την αποστολή του φακέλου της υπόθεσης ο αρµόδιος υπάλληλος καταρτίζει και επισυνάπτει σε αυτόν αναλυτική κατάσταση στην οποία καταγράφονται τα έγγραφα που συµπεριλαµβάνει ο φάκελος της υπόθεσης. Σηµειώνεται ότι σύµφωνα µε το ισχύον δικονοµικό σύστηµα, αλλά και από σχετική διάταξη που προωθείται από το Υ∆ΙΜΗ∆, ακόµη και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων θα επιτρέπεται η αποστολή παραδεκτώς και απλών φωτοαντιγράφων των δηµοσίων εγγράφων. Επιπλέον, αυστηρώς εντός της ιδίας ως άνω 7ήµερης προθεσµίας, ο υπάλληλος που ορίσθηκε δηµιουργεί και ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης τον οποίο αποστέλλει µέσω της υφιστάµενης ηλεκτρονικής εφαρµογής στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών. Στον ηλεκτρονικό φάκελο περιλαµβάνονται σε ψηφιακή µορφή: α) το διαβιβαστικό έγγραφο του φυσικού φακέλου της υπόθεσης προς την ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, µε συνηµµένη την κατάσταση των εγγράφων που προβλέπεται στο β΄ εδάφιο της παρούσας παραγράφου, β) η ενδικοφανής προσφυγή, γ) η αίτηση αναστολής στην περίπτωση υποβολής της, δ) τα έγγραφα που προσκόµισε ο υπόχρεος σε µαγνητική µορφή, ε) οι εκθέσεις ελέγχου, στ) οι προσβαλλόµενες πράξεις, ζ) οι αιτιολογηµένες απόψεις της φορολογικής αρχής επί των ισχυρισµών του υπόχρεου, καθώς και η) κατάσταση - πίνακας των προσβαλλόµενων πράξεων (ως συνηµµένο υπόδειγµα) που περιλαµβάνει: (1) τον αριθµό και την ηµεροµηνία της πράξης, (2) την ηµεροµηνία κοινοποίησης της πράξης, (3) το είδος του φόρου, (4) την διαχειριστική ή φορολογική περίοδο, (5) την διαφορά φορολογητέας βάσης, (6) το ποσό της διαφοράς φόρου, (7) το ποσό πρόσθετου φόρου ή των τόκων µετά την 1.1.2014 και (8) το ποσό του προστίµου του άρθρου 58 Κ.Φ.∆., (9) το ποσό των λοιπών προστίµων. Τα διαλαµβανόµενα στην ως άνω περ.η΄ δεν συµπληρώνονται εφόσον πρόκειται για πράξεις διασφάλισης των συµφερόντων του ∆ηµοσίου, κατ’ άρθρο 46 Κ.Φ.∆.
Γ. ∆ιαδικασία εξέτασης αιτήµατος αναστολής.
1. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50/100) του αµφισβητούµενου ποσού της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50/100), εκτός αν υποβληθεί γι΄ αυτό και γίνει αποδεκτό αίτηµα αναστολής.
2. Εφόσον υποβληθεί από τον υπόχρεο, ταυτόχρονα µε την ενδικοφανή προσφυγή και αίτηµα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50/100) του αµφισβητούµενου ποσού της πράξης, η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωµή του εν λόγω ποσοστού µόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Η αναστολή αυτή, στην περίπτωση που χορηγηθεί, ισχύει µέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, άλλως µέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόµενου χρονικού διαστήµατος για την έκδοσή της. Το αίτηµα αναστολής υποβάλλεται µε το έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής ή αυτοτελώς µε ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται την ίδια ηµέρα µε την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής. Με την υποβολή της αίτησης αναστολής και µέχρι την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, άλλως µέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόµενου χρονικού διαστήµατος για την έκδοσή της, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών µέτρων είσπραξης. Τυχόν αναστολή της πληρωµής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσµης καταβολής του φόρου.
3. Η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών προκειµένου να εκτιµήσει την ανεπανόρθωτη βλάβη του υπόχρεου, λαµβάνει υπόψη της τους ισχυρισµούς αυτού, τα συνυποβαλλόµενα στοιχεία και ιδίως την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, σύµφωνα και µε την ΠΟΛ 1002/31.12.2013, καθώς και κάθε άλλο πρόσφορο για την περίπτωση αυτή στοιχείο. ∆ιευκρινίζεται ότι η περ.α΄ της παρ.2 του αρθ.2 της ως άνω ΠΟΛ, αναφέρεται στην έννοια του οικονοµικού έτους, οπότε κατά την αληθή έννοια αυτής θα πρέπει να δηλώνονται τα έσοδα ή εισοδήµατα των δύο προηγούµενων χρήσεων από το τρέχον φορολογικό έτος.
4. Η απόφαση επί του αιτήµατος αναστολής εκδίδεται, εντός είκοσι (20) ηµερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική αρχή, διαφορετικά θεωρείται ότι η αίτηση αναστολής έχει απορριφθεί. Η εκδιδόµενη θετική για τον υπόχρεο απόφαση της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών συνεπάγεται την αναστολή και του έτερου 50/100 που σε άλλη περίπτωση παρέχεται απευθείας εκ του νόµου µε την καταβολή και γνωστοποιείται άµεσα στην αρµόδια φορολογική αρχή για τις δικές της ενέργειες αναφορικά µε τις προβλεπόµενες για κάθε περίπτωση διαδικασίες αναστολής των αναγκαστικών µέτρων είσπραξης, µε ενηµέρωση και του υπόχρεου. Σε περίπτωση έκδοσης απορριπτικής απόφασης, η γνωστοποίηση γίνεται οµοίως κατά τα ως άνω. Εφόσον, όµως, δεν εκδοθεί ρητή απορριπτική απόφαση εντός της προθεσµίας των είκοσι (20) ηµερών, δεν πραγµατοποιείται σχετική γνωστοποίηση και η αίτηση θεωρείται ότι έχει σιωπηρώς απορριφθεί, µετά την πάροδο της προθεσµίας αυτής.
∆. Εξέταση Ενδικοφανούς Προσφυγής και έκδοση απόφασης.
1. Η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών λαµβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων του φακέλου και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται µε την υπόθεση, εκδίδει απόφαση εντός εξήντα (60) ηµερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής η οποία κοινοποιείται στον υπόχρεο κατά τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 5 του Κ.Φ.∆. και παράλληλα αποστέλλεται στην αρµόδια Φορολογική Αρχή για τις δικές της ενέργειες.
2. Ειδικά, για τις περιπτώσεις των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρµόδια Φορολογική Αρχή µέχρι 28.2.2014, η προθεσµία έκδοσης της απόφασης της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών επεκτείνεται στις εκατόν είκοσι (120) ηµέρες.
3. Στις περιπτώσεις που µε την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής προσκοµισθούν στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών νέα στοιχεία ή γίνει επίκληση νέων πραγµατικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση, προκειµένου να εκφράσει εγγράφως τις απόψεις του, αναπτύσσοντας τους προβαλλόµενους µε την ενδικοφανή προσφυγή λόγους και τα τυχόν συνυποβαλλόµενα σε αυτήν νέα στοιχεία ή τα επικαλούµενα µε το αίτηµά του νέα πραγµατικά περιστατικά σύµφωνα µε τα παραπάνω οριζόµενα. Στην περίπτωση αυτή, η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών δύναται να ζητά από την αρµόδια φορολογική αρχή τη διενέργεια πρόσθετων ελεγκτικών επαληθεύσεων, τάσσοντας σύντοµη ρητή προθεσµία, προκειµένου η τελευταία να της αποστείλει το σχετικό πόρισµά της, καθόσον η διαδικασία αυτή δεν διακόπτει την 60νθήµερη προθεσµία για έκδοση της σχετικής απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής από τη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών. Ως νέα στοιχεία ορίζονται αυτά τα οποία δεν είχε στη διάθεσή της η φορολογική αρχή και δεν ήταν δυνατόν να τα λάβει υπ’ όψιν της κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόµενης πράξης.
Ε. Άσκηση προσφυγής ενώπιον των ∆ιοικητικών ∆ικαστηρίων.
1. Κατά της απόφασης της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρµόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας. Η προσφυγή κατατίθεται από τον υπόχρεο στη γραµµατεία της έδρας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, εντός τριάντα (30) ηµερών από τη συντέλεση της κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών σύµφωνα µε το άρθρο 5 του Κ.Φ.∆. ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσµίας προς έκδοση σχετικής απόφασης.
2. Με επιµέλεια του υπόχρεου και επί ποινή απαραδέκτου άσκησης της προσφυγής, απαιτείται η επίδοση επικυρωµένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής, µε δικαστικό επιµελητή κατ’ άρθρο 48 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας, στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών (σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και επί σιωπηρής απόρριψης και απόρριψης ρητώς ως απαράδεκτης ή εκπρόθεσµης) µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από τη λήξη της προθεσµίας για την άσκηση της προσφυγής, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 126 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας. Οι φορολογικές αρχές πρέπει να ενηµερώνουν προς τούτο τους φορολογούµενους και να µην παραλαµβάνουν, ως µη υπόχρεες, αντίγραφα δικαστικών προσφυγών, εφόσον διάδικος πλέον, είναι η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, η απόφαση της οποίας προσβάλλεται. Αν όµως η επίδοση γίνει εκ παραδροµής στη ∆.Ο.Υ. ή το Ελεγκτικό Κέντρο που εξέδωσε την αρχικώς προσβαλλόµενη (αµφισβητούµενη) πράξη εµπρόθεσµα, τότε θα µπορούσε -στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και κατά τα οριζόµενα στον Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ιαδικασίας- να θεωρηθεί εµπροθέσµως υποβληθείσα, έστω κι αν αποστέλλεται ακολούθως στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών µετά το προβλεπόµενο 20ήµερο. Ωστόσο, τέτοιες επιδόσεις έχουν κριθεί µη σύννοµες από τα ∆ιοικητικά ∆ικαστήρια µε αποτέλεσµα να απορρίπτονται ως απαράδεκτες οι σχετικές προσφυγές, οπότε σκόπιµο είναι να αποτρέπονται οι φορολογούµενοι ή οι εντεταλµένοι προς τούτο δικαστικοί επιµελητές από το να επιδίδουν τα αντίγραφα των δικαστικών προσφυγών στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την αρχικώς προσβαλλόµενη πράξη.
3. Σε περίπτωση άσκησης δικαστικής προσφυγής από τον υπόχρεο κατά της απόφασης της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η ανωτέρω ∆ιεύθυνση ενηµερώνει αυτή (εφόσον της έχει επιδοθεί αντίγραφο της σχετικής προσφυγής) άµεσα εγγράφως την αρµόδια φορολογική αρχή, προκειµένου να λάβει γνώση και για τυχόν δικές της ενέργειες. Αντίθετα, η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών δεν ενηµερώνει την αρµόδια φορολογική αρχή επί µη άσκησης προσφυγής, δεδοµένου ότι, εφόσον δεν αποσταλεί έγγραφο από την ανωτέρω ∆ιεύθυνση για άσκηση προσφυγής, τεκµαίρεται κατ’ αντιδιαστολή η µη άσκηση προσφυγής µετά από πάροδο 65 ηµερών εφόσον η κοινοποίησή της απόφασής της έγινε µε συστηµένη επιστολή (15 ηµέρες από την αποστολή της συστηµένης επιστολής + 30 ηµέρες προθεσµία για την άσκηση δικαστικής προσφυγής + 20 ηµέρες για την επίδοση αντιγράφου της δικαστικής προσφυγής). Τονίζεται όµως ότι ανεξάρτητα από τα παραπάνω, κάθε φορολογική αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί µε δική της µέριµνα την κάθε υπόθεση που την αφορά για την άσκηση ή µη δικαστικής προσφυγής, µέσω της υφιστάµενης ηλεκτρονικής εφαρµογής για την αποστολή του ηλεκτρονικού φακέλου των ενδικοφανών προσφυγών, η οποία σηµειωτέον ενηµερώνεται άµεσα και διαρκώς για την εξέλιξη κάθε υπόθεσης και είναι προσβάσιµη για όλες τις φορολογικές αρχές για τις αποσταλείσες από αυτές υποθέσεις που τις αφορούν.
4. Η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών αποστέλλει αναλυτική έκθεση των απόψεών της επί της προσφυγής ή αντίστοιχα και επί της αναστολής κατ’ άρθρα 200 επ. του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας, που συνοδεύει τον προβλεπόµενο από τα άρθρα 129 και 149 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας διοικητικό φάκελο, ο οποίος διαβιβάζεται εντός των οριζοµένων προθεσµιών στο δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής ή απόρριψής της ως απαράδεκτης λόγω χρονικής αναρµοδιότητας της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών (δηλαδή για πράξεις που εκδόθηκαν πριν την 1/8/2013) ή λόγω εκπροθέσµου (δηλαδή σε περιπτώσεις που η ενδικοφανής προσφυγή ασκήθηκε µετά την παρέλευση της προθεσµίας των 30 ηµερών από την κοινοποίηση της πράξης), η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών διαβιβάζει τον φάκελο της υπόθεσης στην αρµόδια Φορολογική αρχή, η οποία και αποστέλλει τα προβλεπόµενα στο αρµόδιο ∆ιοικητικό ∆ικαστήριο, µαζί µε την ως άνω αναλυτική έκθεση των απόψεών της που συντάσσει η ίδια επί της προσφυγής ή της αναστολής αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, οι σχετικές κλήσεις των αρµόδιων δικαστηρίων για τον προσδιορισµό δικασίµου για τη συζήτηση κάθε υπόθεσης, εφόσον διαβιβαστούν στη µη υπόχρεη υπηρεσία, αυτή αµελλητί θα ειδοποιεί και θα διαβιβάζει τις κλήσεις στην αρµόδια υπηρεσία για την αποστολή των απόψεων και του διοικητικού φακέλου. Συγχρόνως µε την κατά τα ανωτέρω αποστολή του διοικητικού φακέλου στο δικαστήριο, αντίγραφο του ίδιου φακέλου αποστέλλεται στα αρµόδια περιφερειακά γραφεία του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους ή το Ειδικό Γραφείο Νοµικού Συµβούλου Φορολογίας για τις περιοχές Αθηνών και Πειραιώς, στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική (υποθέσεις άνω των 150.000 ευρώ που εισάγονται σε πρώτο και τελευταίο βαθµό στο αρµόδιο ∆ιοικητικό Εφετείο) ή κρίνεται αναγκαία η παρουσία του στο ∆ιοικητικό ∆ικαστήριο για κάποιο σοβαρό λόγο (και ύστερα από συνεννόηση στην τελευταία αυτή περίπτωση που δεν υφίσταται η σχετική υποχρέωση).
5. Προκειµένου να υπολογισθεί και να καταβληθεί το προβλεπόµενο κατά περίπτωση ποσό παραβόλου µε βάση το ποσό του αντικειµένου της διαφοράς που προσδιορίσθηκε µε την απόφαση της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών, ο υπόχρεος, κατά την κατάθεση της προσφυγής, απευθύνεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την αµφισβητούµενη πράξη, η οποία συντάσσει και χορηγεί σε αυτόν ειδικό σηµείωµα, σύµφωνα και µε την παράγραφο 3 του άρθρου 277 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας.
6. Η αρµόδια φορολογική αρχή και η Φορολογική ∆ιοίκηση δεν έχουν δικαίωµα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης της ∆ιεύθυνσης Επίλυσης ∆ιαφορών.
ΣΤ. Μεταβατικώς, υποβολή στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών αιτηµάτων επανεξέτασης σε περιπτώσεις λήψης µέτρων διασφάλισης σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και διαβίβαση εκκρεµών αιτηµάτων.
1. Με τις µεταβατικές διατάξεις των παρ. 24, 25 και 26 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής ∆ιαδικασίας ρυθµίζονται οι λεπτοµέρειες για τη σταδιακή µετάβαση από το προγενέστερο καθεστώς της υποβολής από το φορολογούµενο αίτησης ολικής ή µερικής άρσης των διασφαλιστικών µέτρων, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν.2523/1997, στο υφιστάµενο καθεστώς, µε το οποίο παρέχεται η δυνατότητα υποβολής σχετικού αιτήµατος επανεξέτασης, σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 63 του Κ.Φ.∆., για µέτρα διασφάλισης των συµφερόντων του ∆ηµοσίου που λαµβάνονται κατ’ άρθρο 46 του Κ.Φ.∆.
2. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις που είχαν ληφθεί µέτρα διασφάλισης σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε, και δεν είχε υποβληθεί µέχρι την 31.12.2013 αίτηση της παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου, ούτε είχε ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρµόδιου ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου κατά των µέτρων, ο υπόχρεος δύναται να υποβάλει αίτηµα επανεξέτασης στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών εντός ανατρεπτικής προθεσµίας εξήντα (60) ηµερών από το χρόνο έναρξης ισχύος του Κώδικα Φορολογικής ∆ιαδικασίας (1.1.2014).
3. Η ως άνω δυνατότητα υποβολής αιτήµατος επανεξέτασης στη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών παρέχεται και στην περίπτωση έκδοσης απόφασης της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, για τη µερική άρση των µέτρων, συνεπεία της οποίας αναβιώνει η επιβολή αυτών σε χρόνο µεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του Κώδικα Φορολογικής ∆ιαδικασίας, και εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά αυτής. Το σχετικό δικαίωµα ασκείται οποτεδήποτε, εντός όµως ανατρεπτικής προθεσµίας τριάντα (30) ηµερών από την αναβίωση των µέτρων.
4. Επίσης από τη ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών, στο πλαίσιο της ειδικής διοικητικής διαδικασίας του άρθρου 63 του Κ.Φ.∆., θα εξεταστούν και τα εκκρεµή αιτήµατα που είχαν υποβληθεί στον Υπουργό Οικονοµικών (Γενικό Γραµµατέα ∆ηµοσίων Εσόδων σύµφωνα µε την υφιστάµενη µεταβίβαση αρµοδιοτήτων) σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και δεν εξετάστηκαν µέχρι 31.12.2013, οπότε διαβιβάστηκαν προς τούτο στο σύνολό τους από τη ∆ιεύθυνση Παρακολούθησης Νοµικών Υποθέσεων Ελέγχου και Αναγκαστικής Είσπραξης.
5. Για την εξέταση των ανωτέρω αιτηµάτων εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις του άρθρου 63 του Κ.Φ.∆., όπως ισχύει, καθώς και το άρθρο 5 της ΠΟΛ. 1282/31.12.2013 (ΦΕΚ 54/τ. Β’/16.01.2014) Απόφασης του Γενικού Γραµµατέα ∆ηµοσίων Εσόδων.
6. Επισηµαίνεται ότι: α) επί των ανωτέρω αιτηµάτων της παρ.2 της παρούσας, η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών θα µπορεί να εκδίδει απόφαση εντός εκατόν είκοσι (120) ηµερών από την υποβολή τους, κατ’ αναλογική εφαρµογή του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 63 του Κ.Φ.∆., (εφόσον δηλαδή υποβληθούν µέχρι 28/2/2014), β) στις περιπτώσεις της παρ.4 της παρούσας, η ∆ιεύθυνση Επίλυσης ∆ιαφορών θα µπορεί να εκδίδει απόφαση εντός τεσσάρων (4) µηνών µετά την περιέλευση σε αυτήν της αρµοδιότητας επί των εκκρεµών αιτηµάτων, ήτοι µέχρι 30 Απριλίου, και γ) για αιτήσεις που θα υποβληθούν σύµφωνα µε την παρ.3 της παρούσας µετά την 28η Φεβρουαρίου 2014, θα εκδίδεται απόφαση εντός 60 ηµερών, αλλιώς θα τεκµαίρεται σιωπηρή απόρριψή τους.