Περίληψη: Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε ζημιωθέντα από πλημμύρα ποταμού, στην κοίτη του οποίου διεξάγονταν έργα. Απόρριψη λόγων έφεσης του Δημοσίου περί εσφαλμένης εκτίμησης περί των αιτίων της πλημμύρας, περί γεγονότος που συνιστά ανωτέρα βία, περί συνυπαιτιότητας του παθόντος. Για την εκτίμηση του ποσού που δαπάνησε ο ενάγων για την αντικατάσταση του καταστραφέντος εξοπλισμού της επιχείρησής του δεν απαιτείτο να προσδιορίσει την παλαιότητα και τα ειδικότερα στοιχεία κάθε συσκευής (μοντέλο, έτος κατασκευής, ισχύς). Μείωση της πρωτοδίκως επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης και αποσύνδεσή της από τα σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα που αυτός αντιμετώπισε λίγες ημέρες μετά την πλημμύρα, αφού αυτά δεν συνδέονται μετά βεβαιότητας αποκλειστικά με το ζημιογόνο γεγονός.
[...] 1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 σε συνδυασμό με το άρθρο 285 του Κ.Δ.Δ.), ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 3116/2010 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η από 28.12.2007 αγωγή του ήδη εφεσίβλητου κατά του Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει σ` αυτόν νομιμοτόκως από την επίδοσή της το ποσό των 41.765,08 ευρώ ως αποζημίωση, κατ` αρθρ. 105 Εισ. Ν. Α.Κ. για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η επιχείρησή του από την υπερχείλιση του ποταμού Κηφισού καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη εξαιτίας της εν λόγω ζημίας που προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων του εκκαλούντος κατά την εκτέλεση του έργου κατασκευής υπερυψωμένης λεωφόρου κατά μήκος του ως άνω ποταμού.
2. Επειδή, στο άρθρο 105 Εισ.ΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...». Εξάλλου, στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι η αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος και ότι ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του ...».
3. Επειδή, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, συνάγεται ότι η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, όσο και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ζημιογόνες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας και κατά παράβαση διάταξης που δεν έχει θεσπιστεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά αποβλέπει παράλληλα και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ` ιδίαν προσώπων (ΣΤΕ 3919/2001, 3706/2001, 28/2000, 1693/1998, 2973/1990), γεννούν υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση. Για την θεμελίωση δε της ευθύνης του Δημοσίου απαιτείται να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣΤΕ 1177/2008, 1024/2005, 1893/2000, 3422/99, 1693/98). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στην ανωτέρα βία, συνάγεται ότι μη τήρηση ή πλημμελής τήρηση των υποχρεώσεων των οργάνων του Δημοσίου και, συνεπώς, ευθύνη για αποζημίωση, συντρέχει σε κάθε περίπτωση ζημίας ιδιώτη από το Δημόσιο, εκτός αν το τελευταίο αποδείξει ότι τα όργανά του έπραξαν ό,τι ήταν αντικειμενικά δυνατό και η ζημία οφείλεται σε γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Εξάλλου, τα αναπότρεπτα φυσικά φαινόμενα δεν συνιστούν, εξ ορισμού, ανωτέρα βία που επιφέρει ζημία αλλά μόνο όταν εκδηλωθούν κατά τρόπο που δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί και με τέτοια ένταση που καθιστούν την ζημία αναπόφευκτη.
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1418/1984 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (φ. 23 Α΄) ορίζεται ότι: «Η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η διοίκηση των έργων ανήκει στην αρμόδια τεχνική υπηρεσία του φορέα κατασκευής του έργου (διευθύνουσα υπηρεσία ή επιβλέπουσα υπηρεσία), η οποία ενεργεί ότι απαιτείται για την καλή και έγκαιρη εκτέλεση των έργων και ορίζει τους τεχνικούς υπαλλήλους που θα ασχοληθούν ειδικότερα με την επίβλεψη, και γενικά προβαίνει σε κάθε νόμιμη ενέργεια....» και στο άρθρο 7 παρ. 1 αυτού, ότι: «Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να κατασκευάσει το έργο κατά τους όρους της σύμβασης και τις σύμφωνες προς αυτή και το νόμο έγγραφες εντολές του φορέα κατασκευής του έργου». Εξάλλου, στο άρθρο 34 παρ. 4 του εκτελεστικού του πιο πάνω νόμου π.δ/τος 609/1985 «Κατασκευή Δημοσίων Εργων» (φ. 223 Α`) ορίζεται ότι: «Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση για την τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, των διατάξεων και κανονισμών για την πρόληψη ατυχημάτων στο προσωπικό του ή στο προσωπικό του φορέα του έργου, ή σε οποιονδήποτε τρίτο και για τη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Σχετικά με τη λήψη μέτρων ασφαλείας είναι υποχρεωμένος να εκπονεί με ευθύνη του κάθε σχετική μελέτη (στατική ικριωμάτων, μελέτη προσωρινής σήμανσης έργων κλπ) και να λαμβάνει όλα τα σχετικά μέτρα». Με την τελευταία αυτή διάταξη καθορίζονται αποκλειστικά οι υποχρεώσεις του αναδόχου έναντι του κυρίου του έργου, προς εξυπηρέτηση του σκοπού που επιδιώκεται με το ν. 1418/1984 και το π.δ. 609/1985, ο οποίος συνίσταται στην αρτιότερη και ευχερέστερη εκτέλεση των δημοσίων έργων. Επομένως, ο κύριος του δημοσίου έργου, όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 3 του ν. 1418/1984 υπέχει αστική ευθύνη για τις ζημιές οι οποίες προκαλούνται σε τρίτους εξαιτίας της εκτέλεσης δημοσίου έργου, έστω και αν η εκτέλεση του έργου αυτού έχει ανατεθεί με σύμβαση σε ιδιώτη ανάδοχο (πρβλ. ΑΕΔ 14/1993, σχ ΣτΕ 2279/2003, 347/1997 Διοικ. Εφ. Αθήνας 4380/2005, 4872/1998) Ειδικότερα, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει υποχρέωση του Δημοσίου για παρακολούθηση και έλεγχο της ορθής εκτέλεσης του υπό κατασκευή δημοσίου έργου, το οποίο έχει ανατεθεί σε ανάδοχο. Η υποχρέωση αυτή τάσσεται όχι μόνο χάριν του γενικότερου συμφέροντος, αλλά αποβλέπει συγχρόνως και στο συμφέρον των ιδιωτών, με την έννοια ότι η μη προσήκουσα εκτέλεση δημοσίου έργου γεννά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, για τον ιδιώτη, ο οποίος υφίσταται ζημία από την πλημμελή εκτέλεση του έργου, αξίωση του τελευταίου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση, κατ` άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ,. Η εν λόγω ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου είναι αυτοτελής, μη επηρεαζόμενη από την ευθύνη του αναδόχου που ανακύπτει από άλλες διατάξεις για τυχόν βλάβες στο έργο ή για μη τήρηση των κατά το νόμο και τη σύμβαση υποχρεώσεων αυτού (βλ. ΣτΕ 347/1997).
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από την επανεξέταση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το καλοκαίρι του 2002 το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο εκτελούσε κατά μήκος του ποταμού Κηφισού και κοντά στις εκβολές του, στο σημείο που ο ποταμός διέρχεται από τους Δήμους Μοσχάτου και Πειραιά (περιοχή Ν. Φαλήρου) έργο για την κατασκευή υπερυψωμένης λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας πάνω από τον ποταμό. Για την κατασκευή της εν λόγω λεωφόρου προβλεπόταν η εκτέλεση έργων διαπλάτυνσης της λεκάνης του ποταμού, καθαίρεση της παλαιάς όχθης του και η τοποθέτηση, αφενός, ακροβάθρων και αφετέρου, μεγάλων βάσεων από οπλισμένο σκυρόδεμα, κατά μήκος της κοίτης του και περίπου στη μέση της για την στήριξη της υπερυψωμένης λεωφόρου. Προβλεπόταν ακόμα, η διατήρηση της παλαιάς [υφισταμένης] κοίτης του ποταμού Κηφισού, η αναδιευθέτηση της ανοικτής διατομής αυτού με εκβάθυνση και η αύξηση του πλάτους της, ώστε η παροχετευτικότητα του εν λόγω τμήματος να ανέλθει σε 1.400 κ.μ./δευτ. από 500 κ.μ./δευτ. που ήταν η παροχετευτικότητα της παλαιάς κοίτης και σε ορισμένες περιοχές γεφυρών ακόμη μικρότερη (300 κ.μ./δευτ.). Για το έργο αυτό, με κάλυψη περιοχών όσον αφορά τους Δήμους Μοσχάτου και Πειραιά (Ν. Φάληρο), από τις οδούς Σολωμού και Πειραιώς, αντιστοίχως, έως τις εκβολές του ποταμού Κηφισού, η παροχή σχεδιασμού των 1.400 κ.μ./δευτ. ήταν δεδομένη, εφόσον κατάντι της χ.θ. 0 + 200 το έργο είχε ήδη κατασκευασθεί για τη μεγίστη αυτή παροχή από τη δεκαετία του 1980, ανάντι, δε, της χ.θ. 3 + 060 το έργο είχε, επίσης, κατασκευασθεί κλιμακωτά μέχρι το έτος 2000 για παροχή 1.000 κ.μ./δευτ. Το έργο είχε χωριστεί σε τρία τμήματα, στα οποία υπήρχαν αντίστοιχες εργολαβίες που εκτελούνταν από αναδόχους, οι οποίοι τελούσαν κάτω από τις κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές του Ελληνικού Δημοσίου που ήταν κύριος του έργου, με φορέα κατασκευής την ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ (Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Εργων/Ειδικά Συγκοινωνιακά Εργα Αττικής). Ειδικότερα, η πρώτη εργολαβία (από χ.θ. 0+000 έως 0+700) είχε ανατεθεί στην εταιρία «...............», η δεύτερη (από χ.θ. 0+700 έως 1+400) στην εταιρία «...............» και η τρίτη (από χ.θ. 1+400 έως 3+060) στην κοινοπραξία «...............». Κατά τις μεσημβρινές ώρες της 8ης Ιουλίου 2002 (αλλά και την 18η Αυγούστου, την 3η Σεπτεμβρίου και την 7η Νοεμβρίου του ίδιου έτους) στο Λεκανοπέδιο της Αττικής ξέσπασαν ισχυρές καταιγίδες με έντονες βροχοπτώσεις, οι οποίες, όσον αφορά την περιοχή του Μοσχάτου, κατά την εκτίμηση της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, ήταν εκτός του εύρους των θερινών κλιματολογικών τιμών της περιόδου 1995-2001 (σχ. το Φ.300/5612/Σ.1284/23.8.2002 έγγραφο της εν λόγω Υπηρεσίας). Από τις βροχοπτώσεις προκλήθηκε υπερχείλιση του ποταμού Κηφισού και πλημμύρα στις περιοχές Μοσχάτου, Ν. Φαλήρου και Αγ. Ιωάννη Ρέντη, όπου βρίσκεται η Κεντρική Λαχαναγορά Αθήνας. Για την αποκατάσταση των ζημιών αυτών εκδόθηκαν: α) η οικ./6117/Α32/25-7-2002 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και των Υφυπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία οριοθετήθηκαν οι πληγείσες περιοχές και αποφασίσθηκε η χορήγηση στεγαστικής συνδρομής (άτοκο δάνειο και δωρεάν κρατική αρωγή) στους πλημμυροπαθείς και β) η οικ/7154/Β54β/5.9.2002 απόφαση του Υφυπουργού Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία αποφασίσθηκε η άμεση χορήγηση δωρεάν κρατικής αρωγής και ορίσθηκε η σχετική διαδικασία για τη χορήγησή της. Με την αγωγή του, ο ήδη εφεσίβλητος, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα εμπορίας φρούτων, λαχανικών και τροφίμων στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθήνας (οδός ...), υποστήριξε ότι η πλημμύρα της 8.7.2002 οφείλεται σε μη νόμιμες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η κατασκευή του μεσαίου Τμήματος Γ (Χ.Θ. 0+000 έως Χ.Θ. 3.060) του όλου έργου της κατασκευής υπερυψωμένης λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας κατά μήκος του Κηφισού ποταμού ξεκίνησε μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής των δύο άλλων τμημάτων (Τμήμα Α, κατάντι του Τμήματος Γ και Τμήμα Β, ανάντι του Τμήματος Γ), καθ` όσον το Τμήμα Γ δεν είχε παροχετευτικότητα ικανή να δεχθεί εισροή υδάτων ανάλογων εκείνων, που είχαν ήδη επιτευχθεί στα άλλα δύο, ολοκληρωμένα ήδη, τμήματα του έργου. Περαιτέρω, ο ενάγων υποστήριξε ότι η πλημμύρα της 8.7.2002 οφείλεται και σε μη νόμιμες πράξεις και παραλείψεις των εργοληπτριών εταιρειών, που εκτελούσαν το προαναφερθέν έργο, υπό την επίβλεψη της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., διότι δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια και δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και αντιπλημμυρικής προστασίας. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι καθήρεσαν τμήματα του παλαιού πρανούς του ποταμού σε πολλά σημεία αυτού, προέβησαν σε εκτεταμένες επιχωματώσεις της κοίτης για τη δημιουργία κεκλιμένων επιπέδων (ραμπών) και δαπέδων εργασίας προς διευκόλυνση του έργου τους και τοποθέτησαν εντός της κοίτης του ποταμού μπάζα, άλλα φερτά υλικά και μηχανήματα προς εξυπηρέτηση της κατασκευής του έργου, με αποτέλεσμα να μειωθεί η πριν από την έναρξη του έργου υφιστάμενη παροχετευτικότητα του ποταμού Κηφισού, με κίνδυνο, σε περίπτωση έντονων βροχοπτώσεων και αυξημένης ροής της κοίτης αυτού, να υπερχειλίσει ο ποταμός και να προκληθεί πλημμύρα. Ισχυρίστηκε δε, ότι η παρανομία του Ελληνικού Δημοσίου έγκειται στο ότι η Διευθύνουσα το ως άνω έργο Υπηρεσία (ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.) και οι επιβλέποντες το έργο μηχανικοί του εναγομένου, από έλλειψη προσοχής και επιμέλειας, επέτρεψαν τις ανωτέρω μη νόμιμες ενέργειες και ότι, εξαιτίας των ανωτέρω μη νόμιμων πράξεων και παραλείψεων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, η έντονη βροχόπτωση που σημειώθηκε την 8.7.2002 και από ώρα 14.40 μ.μ. έως ώρα 17.00 μ.μ., είχε, ως αποτέλεσμα τα ύδατα να παρασύρουν τα μπάζα, τα φερτά υλικά και τα μηχανήματα, που βρίσκονταν στην κοίτη του ποταμού, να φράξει η κοίτη αυτή λόγω της μικρής παροχετευτικότητάς της, να υπερχειλίσει ο ποταμός και τα ύδατα να στραφούν με ορμή και να πλημμυρίσουν την περιοχή της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθήνας και τις όμορες οδούς. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, όπως υποστηρίζει, να εισρεύσουν τα ύδατα στο ισόγειο και υπόγειο του καταστήματός του και να καταστραφούν όλα τα αποθηκευμένα σε αυτό εμπορεύματά του και ο εκεί ευρισκόμενος μηχανολογικός εξοπλισμός του (ψυκτικός θάλαμος, ανελκυστήρας και μηχανοστάσιο ανελκυστήρα, ηλεκτρολογικές, υδραυλικές και αποχετευτικές εγκαταστάσεις κ.α.). Προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών προσκόμισε το από 12.7.2002 (No 606) «Δελτίο Ταχείας Αυτοψίας Διμελούς Επιτροπής» που συντάχθηκε για την επιχείρησή του από τις πολιτικούς μηχανικούς, .............. και .............., υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων του ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με το οποίο, κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε την 12.2.2002, διαπιστώθηκε ότι η επί της οδού ... της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αγ. I. Ρέντη επιχείρηση του εφεσίβλητου που αποτελείται από «ισόγειο με επαγγελματικό χώρο (τμήμα κτιρίου) με Ω.Σ. το υπόγειο είναι διαμορφωμένο σε ψυγείο», υπέστη τις εξής ζημίες: «πόρτες ψυγείου - επισκευή, πάνελ - ανακατασκευή, Η/Μ ασανσέρ - επισκευή, καταστροφή εμπορευμάτων - ύψος νερού 1,50m», ενώ σύμφωνα με το 7442/Β11/06.10.2008 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, ο ανωτέρω ουδεμία αποζημίωση έχει λάβει για την πλημμύρα της 8.7.2002 από την Υπηρεσία αυτή. Επίσης, ο εφεσίβλητος, με την (προσκομισθείσα πρωτοδίκως) υπ` αρ. πρωτ. 19648/26.11.2002 αίτησή του προς το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (Ε.Β.Ε.Π.), στο οποίο υπάγεται η επιχείρησή του, ζήτησε το διορισμό πραγματογνώμονα, για την εκτίμηση της ζημίας του μηχανολογικού του εξοπλισμού. Το Ε.Β.Ε.Π. διόρισε πραγματογνώμονα τον .............., ηλεκτρολόγο - μηχανολόγο, ο οποίος διενέργησε αυτοψία, κατέγραψε τις προκληθείσες στο μηχανολογικό εξοπλισμό του ζημίες και συνέταξε τη σχετική έκθεση εκτίμησης που κατατέθηκε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς με αυξ. αρ. 37/26.2.2003. Με την εν λόγω έκθεση, την οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος, το ύψος των εκ της πλημμύρας της 8.7.2002 ζημιών του μηχανολογικού εξοπλισμού του καταστήματός του εκτιμήθηκε στο ποσό των 41.000,00 ευρώ. Παρά το γεγονός, όμως, ότι η έκθεση αυτή εκτίμησης του πραγματογνώμονα .............., υπεβλήθη από το Ε.Β.Ε.Π. προς τη Νομαρχία Πειραιά και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι δεν είχε λάβει αποζημίωση, για την αποκατάσταση των σε αυτήν περιγραφόμενων ζημιών του. Σημειωτέον, εν προκειμένω, ότι ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι για τη διενέργεια την προεκτεθείσας πραγματογνωμοσύνης κατέβαλε ως αμοιβή στον ειδικό πραγματογνώμονα το ποσό των 1.416,00 ευρώ. Εξάλλου, για το κόστος αποκατάστασης - επισκευής του καταστραφέντος μηχανολογικού εξοπλισμού, προσκόμισε τις από 30.9.2002 «προσφορές», ποσού 5.000,00 ευρώ για την τοποθέτηση αναβατορίου από την επιχείρηση του .............. και 35.335,00 ευρώ για την αποκατάσταση ενός προθαλάμου, ενός ψυκτικού θαλάμου και των μηχανημάτων τους (πάνελ, ψυκτικά μηχανήματα, πόρτα, αεροψυκτήρες) από την επιχείρηση της ............... Οσον αφορά δε, το κόστος των καταστραφέντων εμπορευμάτων (κεράσια, ροδάκινα, νεκταρίνια, πεπόνια, πορτοκάλια και δαμάσκηνα κατά τις ποσότητες που αναφέρονται στην αγωγή), ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 27.552,00 ευρώ και προσκόμισε σχετικώς: α) το από 7.6.2002 Τιμολόγιο Πώλησης - Δελτίο Αποστολής του Αγροτικού Συνεταιρισμού .............., δυνάμει του οποίου αγόρασε 1.076 κιλά κεράσια «Τραγανά», 300 κιλά κεράσια «Μπακιρτσέικα», 71 κιλά κεράσια «Τραγανά», 26 κιλά κεράσια «Πετροκέρασα» και 175 κιλά κεράσια «Βαν», συνολικής αξίας 2.411,00 ευρώ, β) το με αρ. 173/27.06.2002 Δελτίο Αποστολής - Τιμολόγιο του «..............» δυνάμει του οποίου αγόρασε 2.050 κιλά κεράσια «Τραγανά», συνολικής αξίας 2.562,50 ευρώ, γ) το με αρ. 250/3.7.2002 Δελτίο Αποστολής - Τιμολόγιο του .............., με το οποίο αγόρασε 428 κιλά κεράσια «Τραγανά», 528 κιλά ροδάκινα «Βικτώρια»και 57 κιλά νεκταρίνια «caldez 2000» συνολικής αξίας 1.151,80 ευρώ, δ) το με αρ. 254/4.7.2002 Δελτίο Αποστολής - Τιμολόγιο του .............., με το οποίο αγόρασε 446 κιλά ροδάκινα «red haven» και 802 κιλά κεράσια «Τραγανά» συνολικής αξίας 1.857,82 ευρώ, ε) το με αρ. 258/5.7.2002 Δελτίο Αποστολής- Τιμολόγιο του .............., με το οποίο αγόρασε 750 κιλά ροδάκινα «red haven», 354 κιλά ροδάκινα «Βικτώρια», 196 κιλά ροδάκινα «Μαρία Μπλιάνκα» και 885 κιλά κεράσια «Τραγανά», συνολικής αξίας 2.639,63 ευρώ, στ) το με αρ. 264/7.7.2002 Δελτίο Αποστολής - Τιμολόγιο του .............., με το οποίο αγόρασε 215 κιλά ροδάκινα «Μαρία Μπλιάνκα» και 923 κιλά κεράσια «Τραγανά», συνολικής αξίας 1.958,49 ευρώ και ζ) το υπ` αριθμ. 2819/07.07.2002 Δελτίο Αποστολής και το 169/12.07.2002 Τιμολόγιο του Αγροτικού Συνεταιρισμού .............. με τα οποία αγόρασε 2.400 κιλά κεράσια «Τραγανά» αξίας 4.800,00 ευρώ. Εξάλλου, μετά την καταγραφή των ζημιών του, ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση προς τη Νομαρχία Πειραιά, δηλώνοντας το ύψος των καταστραφέντων εμπορευμάτων του, με βάση δε, τη δήλωση του αυτή έλαβε από τον Εθνικό Οργανισμό Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (Ε.Ο.ΜΜ.ΕΧ.), ποσό 7.968,04 ευρώ που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 30 τοις εκατό επί της δηλωθείσας αξίας καταστραφέντων εμπορευμάτων. Τέλος, ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι από την πλημμύρα υπέστη σοβαρότατη ηθική βλάβη διότι καταστράφηκαν οι εγκαταστάσεις της επιχείρησής του και τα εμπορεύματά του, έχασε μεγάλο αριθμό πελατών, οι οποίοι κατά το διάστημα που ήταν κλειστή η επιχείρησή του στράφηκαν σε άλλους προμηθευτές, ενώ από τη στεναχώρια, την κόπωση και την ταλαιπωρία, σωματική και ψυχική, υπέστη την 26.7.2002 οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και υποβλήθηκε, την 1.8.2002 σε επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (τριπλό «by pass») για την αποκατάσταση τριών αρτηριών (προσκόμισε δε σχετικώς το από 1.8.2002 πρακτικό χειρουργείου του «Ιατρικού Κέντρου» για την επέμβαση αορτοστεφανιαίας παρακάμψεως στην οποία υποβλήθηκε). Ενόψει αυτών και του ότι το εναγόμενο, παρά την ολοκληρωτική καταστροφή της επιχείρησής του και τις κατά καιρούς δοθείσες διαβεβαιώσεις, ουδέποτε τον αποζημίωσε, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να επισκευάσει τον καταστραφέντα μηχανολογικό εξοπλισμό και η επιχείρησή του να υπολειτουργεί έως την κατά το έτος 2005 συνταξιοδότησή του, ο εφεσίβλητος ζήτησε με την αγωγή του να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 20.000,00 ευρώ. Ητοι, συνολικώς, προσδιόρισε τη ζημία που υπέστη στο ποσό των 89.303,00 ευρώ (40.335,00 ευρώ αξία καταστραφέντος μηχανολογικού εξοπλισμού + 1.416,00 ευρώ αμοιβή πραγματογνώμονα + 27.552,00 ευρώ αξία καταστραφέντων εμπορευμάτων + 20.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση) και ζήτησε με την αγωγή του, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, μετά την αφαίρεση του ποσού των 7.968,04 ευρώ που εισέπραξε από τον ΕΟΜΜΕΧ, το ποσό των 81.334,96 ευρώ (89.303,00 -7.968,04), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.
6. Επειδή το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα στοιχεία, ιδίως, δε, την από Ιουνίου 2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πολιτικών μηχανικών .............. και .............., που διορίσθηκαν από το Πρωτοδικείο Πειραιά, για τη διερεύνηση των αιτίων της πλημμύρας της 8.7.2002, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Κεφάλαιο 2.2 της οποίας, υπό τον τίτλο «Ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων»: α) η διάνοιξη της κοίτης του Κηφισού θα έπρεπε να ξεκινήσει από τις εκβολές του και να προχωρά σταδιακά προς τις πηγές (από κατάντι προς ανάντι), προκειμένου να αποφευχθεί η εμφάνιση εμφραγματικών φαινομένων, β) μόνο μετά την πλήρη αναδιευθέτηση της κοίτης του Κηφισού θα ήταν ασφαλής η διαμόρφωση (αύξηση της παροχετευτικότητας) των υφισταμένων ρεμάτων, πάλι με κατεύθυνση εργασιών από κατάντι προς ανάντι και γ) τέλος, μόνο μετά το πέρας όλων των ανωτέρω εργασιών, θα ήταν ασφαλής η αύξηση του αριθμού των συμβαλλομένων ρεμάτων και αυτό σταδιακά, μετά από συνεχείς παρατηρήσεις της υδραυλικής συμπεριφοράς του ποταμού. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ίδια έκθεση, ο προγραμματισμός που ακολουθήθηκε ήταν εντελώς αντίθετος με τον ανωτέρω, σε σημείο μάλιστα, ώστε να συνιστά τον δυσμενέστερο, από τεχνικής άποψης, προγραμματισμό. Και τούτο, διότι η κατασκευή του ενδιάμεσου Τμήματος Γ του όλου έργου αναδιευθέτησης του ποταμού Κηφισού άρχισε μετά την ολοκλήρωση της αναδιευθέτησης της κοίτης του ποταμού από τη Μεταμόρφωση έως τον ανισόπεδο κόμβο Πέτρου Ράλλη (Τμήμα Β) από το τέλος του έτους 2000, ενώ, ταυτόχρονα με την κατασκευή του Τμήματος Β, είχαν ολοκληρωθεί, έως και το έτος 2001, και πενήντα οκτώ (58) εργολαβίες σχετικές με διαμορφώσεις, διευρύνσεις και επεκτάσεις των συμβαλλόντων στον Κηφισό ρεμάτων. Ετσι, κατά τον Ιούλιο του έτους 2002, η παροχετευτικότητα του Τμήματος Γ του ποταμού ήταν μεν κάπως μεγαλύτερη από 350 μ3 (από αυτήν δηλαδή της αρχικής κοίτης), πλην όμως, για να ανταποκριθεί στις παροχετευτικές απαιτήσεις του, ανάντι αυτού, περατωμένου και σε κατάσταση πλήρους υδραυλικής λειτουργίας Τμήματος Β, θα έπρεπε να έχει παροχετευτική ικανότητα, σύμφωνα με την οριστική μελέτη του 1988, 1.400 μ3 τετραπλάσια δηλαδή, από αυτήν τόσο της εργοταξιακής όσο και της αρχικής κοίτης. Ετσι, η πλημμύρα της 8.7.2002, όπως προκύπτει και από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, θα είχε τα ίδια αποτελέσματα, ακόμη και αν δεν είχαν ξεκινήσει οι εργασίες του Τμήματος Γ, αφού μόνο σε περίπτωση ολοκλήρωσης των εργασιών του Τμήματος αυτού θα μπορούσε να απορροφηθεί εισροή υδάτων ανάλογων εκείνων, που είχαν ήδη επιτευχθεί στο αποπερατωθέν Τμήμα Β. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εξαιτίας των ανωτέρω μη νόμιμων πράξεων και παραλείψεων των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου, κατά την οργάνωση του όλου έργου - και ανεξαρτήτως των τυχόν ειδικότερων πλημμελειών, κατά την εκτέλεση των εργασιών στο Τμήμα Γ - η ισχυρή βροχόπτωση, της 8.7.2002, είχε ως αποτέλεσμα, να προκληθεί ζημία στην επιχείρηση του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, ως ανωτέρα βία, νοείται τυχαίο περιστατικό, το οποίο δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να προβλεφθεί και να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (βλ. ΑΠ 968/2003, 23/1988 Ολομ., 264/1997, 1105/1993, 176/1991 κ.ά.), καθώς και ότι τα αναπότρεπτα φυσικά φαινόμενα δε συνιστούν, εξ ορισμού, ανωτέρα βία που φέρει αναπόφευκτη ζημία αλλά μόνο όταν εκδηλωθούν κατά τρόπο που δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί και με ένταση που καθιστούν τη ζημία αναπόφευκτη (Εφ. Αθ. 2251/72, Εφ. Θεσ. 616/70), το γεγονός αυτό καθ` αυτό της έντονης βροχόπτωσης, που σημειώθηκε στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, την 8.7.2002, δεν αποτελεί ανωτέρα βία, όπως αβάσιμα υποστήριξε το εναγόμενο. Η ένδικη λοιπόν πλημμύρα δεν ήταν, κατά την ίδια κρίση, αποτέλεσμα φυσικών (καιρικών) φαινομένων, που είχαν ασυνήθιστη ένταση, αλλά οφειλόταν στον, κατά τα προεκτεθέντα, πλημμελή προγραμματισμό του έργου. Ο δε ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ζημίες από τις πλημμύρες, όσον αφορά την περιοχή του Μοσχάτου και του Ν. Φαλήρου, δεν οφείλονται αποκλειστικώς στην υπερχείλιση του Κηφισού, αλλά και στη δόμηση τμήματος των περιοχών αυτών, σε στάθμη χαμηλότερη ως προς την όχθη του Κηφισού, με συνέπεια να δεχθεί όλα τα υπερχειλήσαντα ύδατα, απορρίφθηκε ως αντίθετος προς τις αρχές της καλής πίστης, ενώ, και αληθής ακόμη υποτιθέμενος, στοιχειοθετεί ευθύνη του Δημοσίου για την, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη αντιπλημμυρικής προστασίας. Ακόμη, ο ισχυρισμός του εναγομένου, ως προς την ανεπάρκεια του αποχετευτικού δικτύου του Ν. Φαλήρου και την παλινδρόμηση των υδάτων ορισμένων αγωγών, που εκβάλλουν στον Κηφισό και λειτουργούν υπό πίεση, όταν ανέβει η στάθμη του, απορρίφθηκε, προεχόντως, ως αόριστος. Τέλος, η ένσταση του Ελληνικού Δημοσίου περί συνυπαιτιότητας του εφεσίβλητου απορρίφθηκε ως αβάσιμη, διότι το εναγόμενο, ως εποπτεύουσα αρχή του ένδικου έργου, όφειλε αφενός μεν να μεριμνήσει για την προστασία της περιοχής εκτέλεσης αυτού από τον ενδεχόμενο κίνδυνο πλημμύρας, σε κάθε δε περίπτωση να φροντίσει το ίδιο για τη λήψη μέτρων πολιτικής προστασίας κατά τη διάρκεια της βροχόπτωσης, μέσω των αρμοδίων προς τούτο υπηρεσιών και οργάνων του, ώστε να αποφευχθούν ή μετριαστούν, κατά το δυνατόν, τα ανωτέρω πλημμυρικά φαινόμενα και να προστατευθούν οι περιουσίες των πολιτών. Κατόπιν αυτών, η πλημμύρα, που σημειώθηκε στην επιχείρηση του ενάγοντος και οφείλεται στην υπερχείλιση του Κηφισού ποταμού, κατά την 8.7.2002, επήλθε, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λόγω της πλημμελούς κατασκευής του έργου, εφόσον, δε, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο είχε υποχρέωση για τον άρτιο προγραμματισμό και τη σωστή οργάνωση και παρακολούθηση του ανωτέρω έργου, δεν ανταποκρίθηκε, με τα αρμόδια όργανά του, στην ως άνω υποχρέωσή του και οι παραλείψεις αυτές είχαν, ως αποτέλεσμα, τη ζημία του εφεσίβλητου, κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη αυτού προς αποζημίωσή του. Περαιτέρω, ως προς το ύψος της ζημίας του εφεσίβλητου κρίθηκε ότι: Α. Οσον αφορά το ποσό των 40.335,00 ευρώ που ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο για την καταστροφή του μηχανολογικού του εξοπλισμού, συνεκτιμήθηκε ιδίως: ι) ότι με το από 12.07.2002 Δελτίο Ταχείας Αυτοψίας, βεβαιώνεται ότι το ύψος του νερού στο, διαμορφωμένο σε ψυγείο, υπόγειο της επιχείρησης του εφεσίβλητου έφτασε στο 1,50 μ., ιι) ότι με το ίδιο Δελτίο διαπιστώνεται η καταστροφή των πάνελ και η βλάβη του εν γένει μηχανολογικού εξοπλισμού και εκτιμάται, καταρχήν, η δυνατότητα επισκευής του τελευταίου, ιιι) ότι, ακολούθως, ο -ορισθείς από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά- ειδικός πραγματογνώμονας .............., μηχανολόγος - ηλεκτρολόγος, ο οποίος μελέτησε το σύνολο των στοιχείων (προσφορές επιχειρήσεων - τιμολόγια για τις ήδη εκτελεσθείσες εργασίες κλπ) που προσκομίσθηκαν από τον εφεσίβλητο και στη συνέχεια επισκέφθηκε το κατάστημά του, προσδιόρισε το κόστος αποκατάστασης (επισκευής ή -κατά περίπτωση αναγκαίας- αντικατάστασης) του μηχανολογικού εξοπλισμού στο ποσό των 41.000,00 ευρώ. Το ποσό αυτό, όπως προσδιορίστηκε με τη σχετικώς συνταχθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τη νομίμως και προσηκόντως αποδεδειγμένη ζημία του εφεσίβλητου, όσον αφορά το κόστος της ενδεδειγμένης αποκατάστασης του μηχανολογικού εξοπλισμού της επιχείρησης του, ανεξαρτήτως εάν αφορά αντικατάσταση ή επισκευή αυτού. Στον εφεσίβλητο δε, ο οποίος διεκδίκησε για την αιτία αυτή το - κατώτερο της πραγματογνωμοσύνης- ποσό των 40.335,00 ευρώ, βάσει των προσφορών που του δόθηκαν από τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν σχετικές εργασίες, κρίθηκε ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλεται το τελευταίο τούτο ποσό, κατ` αποδοχή, ως βάσιμου του σχετικώς αιτούμενου κονδυλίου. Β. Περαιτέρω, το κονδύλιο των 1.416,00 ευρώ, το οποίο υποστήριξε ο εφεσίβλητος ότι κατέβαλε ως αμοιβή στον ειδικό πραγματογνώμονα .............. για τη διενέργεια την προεκτεθείσας πραγματογνωμοσύνης και ζήτησε να του επιδικαστεί με την αγωγή του, απορρίφθηκε, διότι ουδέν επίσημο παραστατικό (φορολογικό στοιχείο) προσκομίστηκε, από το οποίο να αποδεικνύεται το ύψος της σχετικής δαπάνης. Γ. Οσον αφορά την αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων, αφού έλαβε υπόψη: ι) ότι σύμφωνα με το προαναφερθέν από 12.7.2002 Δελτίο Ταχείας Αυτοψίας της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, κατά τη διενεργηθείσα αυτοψία διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το ύψος του νερού στο υπόγειο της επιχείρησης του εφεσίβλητου είχε ανέλθει σε 1,50 μ. και ότι τα εντός αυτού εμπορεύματα είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, ιι) ότι για την απόδειξη του είδους, της ποσότητας και της αξίας των εντός της επιχείρησής του ευρισκόμενων εμπορευμάτων, ο εφεσίβλητος προσκόμισε τα σχετικά φορολογικά στοιχεία (Δελτία Αποστολής - Τιμολόγια) βάσει των οποίων προμηθεύτηκε τα εν λόγω προϊόντα, ιιι) ότι τα φορολογικά αυτά στοιχεία παρίστανται, καταρχήν, πρόσφορα για την απόδειξη του είδους, της ποσότητας και της αξίας των καταστραφέντων εμπορευμάτων ενόψει, όμως, της ευπάθειας των -κατά το χρόνο της πλημμύρας- πωλούμενων από την επιχείρηση του εφεσίβλητου προϊόντων (κεράσια - ροδάκινα), και της συνακόλουθης γρήγορης διακίνησης αυτών, όπως συνάγεται και από τους ρυθμούς αγοράς των εν λόγω εμπορευμάτων βάσει των προσκομιζόμενων φορολογικών στοιχείων, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος πρέπει να αποζημιωθεί για τα εμπορεύματα που παρέλαβε το τελευταίο - πριν από την πλημμύρα- τριήμερο, η αξία των οποίων ανέρχεται, βάσει των προσκομισθέντων φορολογικών στοιχείων (ήτοι των με αρ. 258/5.7.2002 και 264/7.7.2002 Δελτίων Αποστολής - Τιμολογίων του .............., αξίας 2.639,63 και 1.958,49 ευρώ αντιστοίχως και των υπ` αριθμ. 2819/7.7.2002 Δελτίου Αποστολής και 169/12.7.2002 Τιμολογίου, του Αγροτικού Συνεταιρισμού .............., αξίας 4.800,00 ευρώ) στο συνολικό ποσό των 9.498,12 ευρώ. Δ) Τέλος, όσον αφορά το αιτούμενο από τον ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι από την - κατά τα προεκτεθέντα- παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ο εφεσίβλητος υπέστη, όπως είναι εύλογο και αντικειμενικώς αναμενόμενο υπό τις ανωτέρω συνθήκες να συμβεί, ψυχική ταραχή βλέποντας, άνευ υπαιτιότητάς του και χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι προς αποτροπή, την επιχείρησή του να καταστρέφεται από την πλημμύρα, τόσο ως προς τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις της όσο και ως προς τα εντός αυτής εμπορεύματα, ότι, στη συνέχεια, αυτός υπέστη σοβαρή ταλαιπωρία, οργανική και ψυχική, απευθυνόμενος σε διάφορες Υπηρεσίες για την καταγραφή των ζημιών και την αποζημίωσή του και φροντίζοντας, τελικώς με ίδια μέσα, για την αποκατάσταση, κατά το δυνατόν του χώρου και του μηχανολογικού εξοπλισμού της επιχείρησής του προς το σκοπό επαναλειτουργίας αυτής. Επίσης, συνεκτιμήθηκε ότι ο ενάγων, δεκαοκτώ ημέρες μετά την πλημμύρα, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και ακολούθως υποβλήθηκε την 1.8.2002 σε χειρουργική επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης, η εξέλιξη δε αυτή της υγείας του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ανεξαρτήτως εάν έλαβε χώρα επί εδάφους προϋφιστάμενης νόσου, προφανώς συνδέεται με την κατά τα προεκτεθέντα ταραχή και ψυχική και σωματική καταπόνησή του, που προκλήθηκαν από την παρανομία των οργάνων του Δημοσίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω και αφού λήφθηκε υπόψη η φύση, η έκταση και οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου και η κοινωνική και οικονομική θέση του ενάγοντος [ήδη εφεσίβλητου], το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αιτούμενο από αυτόν ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, παρίσταται εύλογο και δίκαιο και πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν, κατ` αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού κονδυλίου. Ητοι, με βάση τα προεκτεθέντα, κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται το συνολικό ποσό των 69.733,12 ευρώ (40.335,00 ευρώ για τον μηχανολογικό εξοπλισμό + 9.398,12 ευρώ για τα εμπορεύματα + 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση), από το ποσό, όμως, αυτό πρέπει να αφαιρεθεί, όπως και με την αγωγή υπολογίζεται, η καταβληθείσα από τον ΕΟΜΜΕΧ επιχορήγηση ύψους 7.968,04 ευρώ, ανερχομένου έτσι του καταβλητέου στον εφεσίβλητο ποσού σε 61.765,08 ευρώ (69.733,12 ευρώ οφειλόμενο - 7.968,04 ευρώ καταβληθείσα επιχορήγηση). Το ποσό δε αυτό, κρίθηκε ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον εφεσίβλητο νομιμοτόκως, με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον για τους ιδιώτες επιτόκιο υπερημερίας από 28.12.2007 οπότε και επιδόθηκε επιμελεία του εφεσίβλητου το δικόγραφο της αγωγής [σχετ. η προσκομιζόμενη υπ` αρ. 2350Β/28.12.2007 έκθεση επίδοσης του δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...].
7. Επειδή ήδη με την υπό κρίση έφεση το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ και κατ` εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφειλόταν σε παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου και ειδικότερα, όσον αφορά την κατά τους κανόνες της επιστήμης και τέχνης εκτέλεση των έργων της Λ. Κηφισού. Ειδικότερα, προβάλλει ότι καταλογίζονται μεν ως σφάλματα η αλλαγή του χρονικού προγραμματισμού στο Τμήμα Γ των έργων και η μη τήρηση κατά τόπους της απαραίτητης προϋπόθεσης ασφαλείας της διατήρησης της παροχευτικότητας, χωρίς όμως να προκύπτει η αρχική παροχετευτικότητα της κοίτης και ποια ήταν αυτή κατά το χρόνο του ζημιογόνου συμβάντος, σε ποια σημεία του έργου είχε μειωθεί η παροχετευτική ικανότητα της παλαιάς κοίτης εξαιτίας των έργων, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι οι πάσσαλοι, τα μεσόβαθρα, τα δάπεδα εργασίας και άλλοι χώροι που υποστήριξαν την εργασία μηχανημάτων δεν ήταν έντεχνα κατασκευασμένα ή ότι η τοποθέτησή τους δεν είχε λάβει υπόψη τη διατήρηση της παροχευτικότητας του ποταμού, ως προς τα οποία η πραγματογνωμοσύνη καταλήγει ότι δεν αποτελούν την αιτία της πλημμύρας. Τα ανωτέρω όμως πρέπει ν` απορριφθούν ως αβάσιμα, δεδομένου ότι όλα τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της ανωτέρω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, στην οποία αναγράφεται ότι τα σφάλματα κατά την κατασκευή «δεν αποτελούν την αιτία, παρά μόνο το αποτέλεσμα εφαρμογής ενός σχεδιασμού, ο οποίος αντίκειται στους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης....» και ότι «....κύρια αιτία για την πλημμύρα είναι τα ανωτέρω περιγραφόμενα.....»
8. Επειδή περαιτέρω, το εκκαλούν Δημόσιο προβάλλει ότι η ζημία την οποία υπέστη ο εφεσίβλητος δεν οφείλεται σε παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του, όπως εσφαλμένως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, αλλά σε γεγονότα που συνιστούν ανωτέρα βία, τούτο δε, διότι κύρια αιτία της πλημμύρας ήταν η ραγδαία βροχόπτωση της 8.7.2002, η οποία, λόγω της μεγάλης διάρκειας και έντασης αποτέλεσε, φαινόμενο ανωτέρας βίας, το αποτέλεσμα της οποίας δεν θα μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας, αλλά και η αδυναμία της υπάρχουσας κοίτης στην περιοχή των στενών γεφυρών του Κηφισού να διοχετεύσει. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε γιατί, εκτιμώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πλημμύρα στην ως άνω περιοχή και κυρίως ότι αυτή προήλθε από την υπερχείλιση του ποταμού Κηφισού λόγω της έντονης βροχόπτωσης, ότι στην περιοχή ήταν σε εξέλιξη έργα για την κατασκευή λεωφόρου κατά μήκος του ποταμού, με επεμβάσεις στον τελευταίο για την εξυπηρέτηση των εργασιών (τοποθέτηση μπάζων κατασκευή ράμπας ανόδου και καθόδου των οχημάτων, κατασκευή μεσοβάθρων, κ.ά.), που είχαν ως συνέπεια τη μείωση της παροχετευτικότητάς του, ενώ, δεν προκύπτει η λήψη ταυτόχρονα μέτρων αντιπλημμυρικής προστασίας και λαμβάνοντας επίσης υπόψη, την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία, ο προγραμματισμός του δημόσιου έργου δεν υπήρξε από τεχνική άποψη ορθός και η διάνοιξη της κοίτης του ποταμού εχώρησε από αντίστροφη πορεία, έτσι ώστε η εμφάνιση εμφραγματικών φαινομένων να καθίσταται αναπόφευκτη ιδιαίτερα υπό τη εκδήλωση έντονων καιρικών φαινομένων, η πρόβλεψη των οποίων ήταν δυνατή από το μέσο συνετό άνθρωπο, ενώ για το σχεδιασμό του έργου, όσον αφορά το υδραυλικό μέρος αυτού, δεν είχαν τηρηθεί οι ουσιώδεις τεχνικές προδιαγραφές μελετών και συγκεκριμένα δεν έγιναν οι απαιτούμενοι υδραυλικοί υπολογισμοί δεν συνέτρεξε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου περίπτωση ανώτερης βίας, αλλά αμελής συμπεριφορά των οργάνων του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ως κυρίου του επίμαχου έργου, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση. Οι ανωτέρω δε παραλείψεις, είχαν ως αποτέλεσμα την υπερχείλιση του ποταμού και την εντεύθεν προαναφερόμενη ζημία του εφεσίβλητου, στοιχειοθετούμενης συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση του εφεσίβλητου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου της έφεσης.
9. Επειδή εξάλλου, ο λόγος της έφεσης του Δημοσίου κατά τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την ένσταση του εκκαλούντος περί συνυπαιτιότητας του εφεσίβλητου, ο οποίος αφού άρχισε η νεροποντή και τα νερά του ποταμού άρχισαν να υψώνονται, κάτι που δεν γίνεται αμέσως, ο τελευταίος μπορούσε να προβεί στις προσήκουσες ενέργειες προκειμένου να περιορίσει τη ζημία του σε εμπορεύματα και εξοπλισμό, κάτι που δεν έκανε, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε γιατί, ανεξαρτήτως του ότι, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος δεν διέθετε μέσα για την αντιμετώπιση της πλημμύρας στην επαγγελματική του εγκατάσταση και ότι δεν προσπάθησε με αυτά να αποτρέψει τη ζημία, σε κάθε δε περίπτωση, ο όγκος των υδάτων που κατέκλυσαν την περιοχή λόγω της υπερχείλισης του ποταμού δεν ήταν δυνατόν να συγκρατηθεί με μέτρα που οποιοσδήποτε μέσος συνετός άνθρωπος θα είχε λάβει προνοώντας για την προστασία της περιουσίας του από τυχόν πλημμύρα, το Δημόσιο ως εποπτεύουσα αρχή του ένδικου έργου, όφειλε να μεριμνήσει για την προστασία της περιοχής από τον ενδεχόμενο κίνδυνο πλημμύρας.
10. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι κατ` εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο το ποσό των 40.335,00 ευρώ, καθόσον, ως προς τον καταστραφέντα μηχανολογικό εξοπλισμό [πάνελ ψυκτικού θαλάμου, προθαλάμου, ψυκτικά μηχανήματα, αεροψυκτήρες, ηλεκτρολογικός πίνακας κλπ.] δεν προσδιορίζεται η παλαιότητα αυτού και τα ειδικότερα στοιχεία κάθε συσκευής (μοντέλο, έτος κατασκευής, ισχύς]. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε γιατί, η μεν καταστροφή εξοπλισμού και λοιπών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο εφεσίβλητος προκύπτει από τα προσκομισθέντα απ` αυτόν αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, το από 12.7.2002 δελτίο ταχείας αυτοψίας διμελούς επιτροπής της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθώς και τη συνταχθείσα από τον ορισθέντα από το Ε.Β.Ε.Π. ειδικό πραγματογνώμονα .............. έκθεση, από τα οποία, ενόψει του ύψους στο οποίο ανήλθε το νερό εντός του καταστήματός του (1,50 μ.), προκύπτει καταστροφή των πάνελ του ψυγείου και βλάβη του εν γένει μηχανολογικού εξοπλισμού του καταστήματος, η μη αναφορά δε των ανωτέρω στοιχείων δεν καθιστά αόριστα τα αιτούμενα ποσά. Εξάλλου, το προαναφερόμενο ποσό αποτελεί την νομίμως και προσηκόντως αποδεδειγμένη ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος προκειμένου να αποκαταστήσει το μηχανολογικό εξοπλισμό της επιχείρησής του, σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ανεξαρτήτως αν αφορά αντικατάσταση ή επισκευή του, όπως ορθά και νόμιμα έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου λόγου εφέσεως.
11. Επειδή, εξάλλου, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η παρανομία του Δημοσίου, του είδους, της έκτασης και της βαρύτητας των ζημιών που προκλήθηκαν στον εφεσίβλητο, οι οποίες αφορούν στην επαγγελματική του στέγη, της εξαιτίας αυτών ψυχικής του ταλαιπωρίας και της έλλειψης συνυπαιτιότητας εκ μέρους του, ο εφεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του καταβληθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό των 10.000 ευρώ, αντί αυτού των 20.000 ευρώ που επιδικάστηκαν με την εκκαλούμενη, δεν συντρέχει δε περίπτωση αύξησης του ποσού αυτού λόγω της κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου και, συγκεκριμένα, των έντονων καρδιολογικών προβλημάτων που αντιμετώπισε [έμφραγμα μυοκαρδίου που υπέστη δεκαοκτώ ημέρες μετά την ως άνω ζημιογόνο γεγονός - πλημμύρα- , και υποβολή του σε χειρουργική επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης] μη δυναμένων να αποδοθούν, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, αποκλειστικώς στη συγκεκριμένη αιτία (πρβλ. ΣτΕ 3696/2006), κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως.
12. Επειδή, τέλος, το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι μη ορθά έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη ότι οφείλονται τόκοι για την αναγνωρισθείσα υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου, τους οποίους τούτο θα όφειλε μόνο αν το αίτημα της αγωγής ήταν καταψηφιστικό και όχι ως εν προκειμένω [μετά τη μετατροπή του] αναγνωριστικό. Ομως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως κρίθηκε με την υπ` αρ. 7/2011 απόφαση του Α.Ε.Δ., από τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.6./10.7.1944 συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος, (η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1994), δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοουμένης και της αγωγής της οποίας το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό. Εννομη εντεύθεν συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι στην περίπτωση περιορισμού του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, οφείλονται τόκοι.
13. Επειδή, τέλος, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 1663/2009 έκρινε, επικαλούμενη και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (απόφαση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22ας Μαίου 2008) ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως εισάγουσα αδικαιολόγητη υπέρ του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του ύψους του τόκου, νομίμου και υπερημερίας, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του αντίστοιχου γενικώς ισχύοντος τόκου που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών [αντίθετη ΣτΕ 1620/2011 παρ. Ολομ. και ΑΠ 1127 ,1128/2010], είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο αντίθετος λόγος εφέσεως.
14. Επειδή, κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση με την οποία δεν προβάλλεται άλλος λόγος, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ΄αρθρ. 275 παρ. 1 εδαφ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Δέχεται εν μέρει την έφεση. Μεταρρυθμίζει την 3116/2010 απόφαση του Τριμελούς Διοικητκού Πρωτοδικείου Αθήνας κατά το κεφάλαιο που αφορά το ποσό της ηθικής βλάβης που πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στον εφεσίβλητο, το οποίο προσδιορίζεται σε δέκα χιλιάδες [10.000] ευρώ και έτσι το συνολικώς οφειλόμενο στον ανωτέρω ποσό για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία πρέπει να περιοριστεί στις πενήντα μία χιλιάδες επτακόσια εξήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτά [51.765,08], το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής [28.12.2007] ως την εξόφληση, υπολογιζόμενο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον για τους ιδιώτες επιτόκιο υπερημερίας. Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.