Περίληψη:Σωματεία. Το άρθρο 107 του ΕισΝΑΚ πλήττει την ελευθερία της λειτουργίας και διοίκησης των σωματείων από όργανα προερχόμενα από την ελεύθερη βούληση των μελών τους και αντίκειται στην ΕΣΔΑ και το Σύμφωνο για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Δικαίωμα συμμετοχής των αλλοδαπών στο σωματείο και τη διοίκησή του. Ίδρυση σωματείου από αλλοδαπούς. Η διάταξη του άρθρου 107 ΕισΝΑΚ, η οποία πλήττει την εμπεριεχόμενη στο θεμελιώδες δικαίωμα συνένωσης ελευθερία της λειτουργίας και διοίκησης των σωματείων από όργανα προερχόμενα από την ελεύθερη βούληση των μελών τους και, ειδικά, το δικαίωμα συμμετοχής αλλοδαπών, παραμερίζεται και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ως αντίθετη προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ).
[...] Από το συνδυασμό των άρθρων 11 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 2 § 1 και 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκαν με το ν.δ. 53/1974 και το ν. 2462/1997 αντίστοιχα, έχουν δε σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, συνάγεται ότι καθιερώνεται ρητά η χωρίς διάκριση ισότητα στην απόλαυση του θεμελιώδους δικαιώματος της συνένωσης. Οι δε περιορισμοί των άρθρων 11 § 2 της ΕΣΔΑ και 22 § 2 του ΔΣΑΠΔ δεν επιτρέπουν διάκριση βάσει του φορέα απόλαυσης του δικαιώματος, αλλά προϋποθέτουν αντίθεση της λειτουργίας του σωματείου ή των επιδιωκόμενων από αυτό σκοπών στην εθνική και δημόσια ασφάλεια, στη δημόσια τάξη, στην προστασία της δημόσιας υγείας και των χρηστών ηθών ή στην προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, ανεξάρτητα από το αν τα μέλη του είναι ημεδαποί ή αλλοδαποί, όπως, άλλωστε, συνάγεται σαφώς και από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με τα άρθρα 14 ΕΣΔΑ και 2 § 1 ΔΣΑΠΔ. Η μόνη περίπτωση που επιτρέπεται παρόμοια διάκριση προβλέπεται στο άρθρο 16 ΕΣΔΑ και αφορά στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών. Διάταξη, πάντως, αντίστοιχη του άρθρου 16 της ΕΣΔΑ δεν υπάρχει στο ΔΣΑΠΔ και συνεπώς, μετά την κύρωση του τελευταίου με το ν. 2462/1997, παρέχεται μείζονα προστασία στο δικαίωμα συνένωσης των αλλοδαπών και καθίσταται αντισυμβατικός οποιοσδήποτε περιορισμός ερειδόμενος στο άρθρο 16 ΕΣΔΑ (αρχή της μείζονος προστασίας στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων, όπως υλοποιείται στην ΕΣΔΑ με το άρθρο 53, βλ. και Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, σ. 18, Στ. Ματθία, Εισαγωγή στην ΕΣΔΑ, ΕλΔ 1999. 729, 732, Εμμ. Ρούκουνα, Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1995, σ. 46 επ., καθώς και Κ. Ιωάννου σε Ιωάννου Οικονομίδη Ροζάκη - Φατούρου, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Σχέσεις Διεθνούς και Εσωτερικού Δικαίου, 1990, σ. 190-192).
Με το ισχύον, δηλαδή, νομικό καθεστώς, το άρθρο 107 ΕισΝΑΚ, το οποίο πλήττει την εμπεριεχόμενη στο θεμελιώδες δικαίωμα συνένωσης - ελευθερία της λειτουργίας και της διοίκησης των σωματείων από όργανα προερχόμενα από την ελεύθερη βούληση των μελών τους (βλ. ΟλΑΠ 41/2005 ΕλλΔνη 46. 1051 και ειδικά ως προς το δικαίωμα συμμετοχής αλλοδαπών στο σωματείο και στη διοίκηση του, ΠΠρΘεσ 6297/1993 Αρμ 47. 1131, ΜΠρΑθ 4300/1996 ΝοΒ 45. 253), παραμερίζεται και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της άσκησης του δικαιώματος της συνένωσης από αλλοδαπούς, επειδή αντίκειται στις προεκτιθέμενες διατάξεις που έχουν άμεση και υπέρ νομοθετική ισχύ. Τέλος, η τήρηση του όρου της αμοιβαιότητας του άρθρου 28 § 1 εδ. β' Σ. δεν ισχύει στις πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις που κατοχυρώνουν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι η ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ (βλ. ΠολΠρΑΘ 3518/1993 ΝοΒ 1994. 231, ΜονΠρΘεσ 16520/2004 Αρμ 2005. 204, Φ. Βεγλερή, Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγμα, 1977, σ. 126, Στ. Ματθία, ό.π., σ. 733). Οι αιτούντες ζητούν να αναγνωρισθεί και να εγγραφεί στο δημόσιο βιβλίο των σωματείων, που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό, το υπό σύσταση σωματείο, με έδρα την Αθήνα και με την επωνυμία «Η Α.**». Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 § 1 και 787 ΚΠολΔ). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 12 και 28 § 1 του Συντάγματος, 11, 14 και 16 της Σύμβασης της Ρώμης «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών», (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), 2 § 1 και 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και 78-106 του ΑΚ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Οι αιτούντες νομότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 79 ΑΚ, επικαλούνται και προσκομίζουν: 1) Το από 27 Σεπτεμβρίου 2006 πρακτικό ίδρυσης του σωματείου, που υπογράφεται νομότυπα από τα είκοσι (20) ιδρυτικά του μέλη, 2) τον σχετικό πίνακα των εκλεγμένων μελών της προσωρινής του διοίκησης και 3) το από 27 Σεπτεμβρίου 2006 καταστατικό του υπό ίδρυση σωματείου, που αποτελείται από τριάντα (30) άρθρα, φέρει χρονολογία, υπογράφεται νόμιμα από τα ως άνω ιδρυτικά του μέλη και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται με ποινή ακυρότητας από τη διάταξη του άρθρου 80 ΑΚ. Από τα ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύεται ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για την αναγνώριση σωματείου, του οποίου ο σκοπός κατά το καταστατικό του είναι: «Ι. Η αμοιβαία υποστήριξη, η ανάπτυξη δεσμών, διάδοση του πνεύματος αλληλεγγύης και η καλλιέργεια των σχέσεων μεταξύ των μελών του σωματείου. ΙΙ. Η παροχή κάθε δυνατής υποστήριξης στα μέλη του (υλική ενίσχυση απόρων κλπ.). ΙΙΙ. Η με κάθε νόμιμο και πρόσφορο τρόπο και μέσο καταβολή προσπαθειών για την προώθηση και επίλυση κάθε ζητήματος που σχετίζεται με τα βιοτικά προβλήματα και την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των μελών του. IV. Η αρωγή και συμπαράσταση προς τα μέλη του σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας. V. Η ανάπτυξη πρωτοβουλίας για κάθε σύννομη ενέργεια που στοχεύει στην αντιμετώπιση ζωτικών θεμάτων των μελών του και VI. Η συνεργασία με πνευματικούς, επιστημονικούς οργανισμούς ή οργανώσεις και με άλλους συλλόγους, ενώσεις, συνδέσμους ή ομοσπονδίες ελληνικές, αλλοδαπές ή διεθνείς, όπως και με κρατικές, αλλοδαπές ή διεθνείς αρχές». Ο προπαρατεθείς σκοπός του σωματείου δεν είναι κερδοσκοπικός, ούτε αντίκειται στους ισχύοντες νόμους, την ηθική και τη δημόσια τάξη.
Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως κατ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθούν όσα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 81 § 1 του ΑΚ και 11 § 2 ν.δ. 4114/1960 του Κώδικα «περί Ταμείου Νομικών», όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας.