Περίληψη: Διαθήκη. Ερμηνεία της πραγματικής βούλησης του διαθέτη. Σύσταση οροφοκτησίας. Η εγκυρότητά της κρίνεται κατά το νομοθετικό καθεστώς του χρόνου κατάρτισής της. Οροφοκτησία κατά το εθιμικό δίκαιο Κυκλάδων. Χρησικτησία επί τμήματος οικοδομής.
[...] Αν η διάταξη της διαθήκης δεν είναι εντελώς ασαφής αλλά υπάρχει βάση για ερμηνεία της τότε η ασάφεια αίρεται με την ερμηνεία, η οποία είναι ανάπτυξη της ατελούς έκφρασης του διαθέτη. Για την ερμηνεία της τελευταίας διάταξης θα ληφθεί υπόψει η εποχή της διατυπώσεώς της, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές (τοπικές ή γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειές του και η κοινωνική του ανάπτυξη κ.λπ., ανεξάρτητα δηλαδή από την αντικειμενική της έννοια (ΑΠ 1278/1979 ΝοΒ 28, 726, Ολ.ΑΠ 324/1978 ΝοΒ 27, 72 Μπαλής Κληρ. Δίκαιο παρ. 80). Κατά το άρθρο 14 του Ν. 3741/1929 "Η δια του παρόντος αναγνωριζομένη κατ` ορόφους ή διαμερίσματα τούτων διηρημένη ιδιοκτησία, χωρεί μόνον εφ' όσον υπάρξη περί αυτής ρητή συμφωνία ή πράξις τελευταίας βουλήσεως". Το ζήτημα του νομίμου και του εγκύρου της σύστασης και κτήσης του υφιστάμενου δικαιώματος θα εξεταστεί και θα κριθεί κατά το Νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της σύστασης και κτήσης αυτού (ΑΠ 385/1965 ΕΕΝ 33,341). Τούτο προκύπτει από το άρθρο 51 του Εισ.Ν.ΑΚ. αλλά και από τα άρθρα 15 και 16 του Ν. 3741/1929 ο οποίος δεν ορίζει για αναδρομική ισχύ του και από το άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ το οποίο θέτει την αρχή της άμεσης ενέργειας των σχετικών διατάξεων του ΑΚ (και του Ν. 3471/1929 κατά το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ) στην κυριότητα ορόφου που υπάρχει κατά την εισαγωγή του από τις οποίες διέπεται αυτή από την εισαγωγή του ΑΚ και εφεξής, αποκλειομένης της αναδρομικής ισχύος τους σε χρόνο προγενέστερο (Π. Κωνσταντόπουλος "Η οροφοκτησία εν Ελλάδι" παρ. 12, 3 δ`, Π.Πρ.Κερκ. 168/1954 ΝοΒ 3, 51, Μιχ. Καλλιμόπουλος Ερμ. ΑΚ άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, Ανδρ. Δρακάκης ΕΕΝ 26,247, Χρ. Κανέλλος "Η οροφοκτησία" εκδ. 1990 σελ. 45).
Κατά τους κανόνες του εθιμικού δικαίου των Κυκλάδων ο θεσμός της οριζόντιας ιδιοκτησίας στηρίζεται στους εξής τρεις βασικούς κανόνες: 1) Κάθε ιδιοκτήτης ορόφου ή τμήματος ορόφου είναι αποκλειστικός κύριος του ορόφου του, δηλαδή των πρωτοτοίχων που ανήκουν σ` αυτόν, του δαπέδου, της οροφής και του των κοινοχρήστων χώρων που αντιστοιχούν στον όροφό του. 2) Ο κύριος του ισογείου είναι αποκλειστικός κύριος του οικοπέδου και του υπεδάφους. 3) Ο κύριος του ανωγείου είναι αποκλειστικός κύριος του αέρος, εκτός αν ο αέρας είχε ήδη πωληθεί σε τρίτο ή παρακρατηθεί από τον πωλητή. Το δικαίωμα χωριστής κυριότητας ορόφου ήταν δυνατό να αναφέρεται και σε τμήματα ορόφου, δηλαδή σε ένα δωμάτιο μόνο του όλου ορόφου, καθώς επίσης και σε ποσοστό του όλου ορόφου αδιαιρέτως και γενικά να ρυθμίζεται η κυριότητά του κατά την ελεύθερη κρίση του κυρίου. Η μνεία από τους Συμβ/φους στα συμβόλαια μεταβίβασης ορόφων οριζόντιας ιδιοκτησίας που υπήρχε πριν από το Ν. 3741/1929 ότι η οριζόντια αυτή ιδιοκτησία θα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/ 1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 του ΑΚ είναι τελείως ανεδαφική και χωρίς σημασία, γιατί τέτοια εφαρμογή προϋποθέτει σύμπραξη όλων των ιδιοκτητών, καθορισμό ποσοστών συνιδιοκτησίας του οικοπέδου, του αέρος, των κοινοχρήστων κ.λπ., προϋποθέτει δηλαδή κατάργηση των υφισταμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και σύσταση νέων συμβατικών δικαιωμάτων, τέτοια κατάργηση χωρίς τη βούληση όλων των ιδιοκτητών της οικοδομής, δεν είναι δυνατό να επιβληθεί ούτε με νομοθετική διάταξη, ούτε με τη βούληση του ενός μόνο από τους ιδιοκτήτες ορόφου, ο οποίος είναι αποκλειστικός κύριος του ορόφου του, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα από όσα ανήκουν στους κυρίους άλλων ορόφων (Ανδρ. Δρακάκης ΕΕΝ 26,248, βλ. και ΑΠ 596/1950 Θεμ. ΞΒ`, 22).).
[...] Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο απώτερος δικαιοπάροχος των διαδίκων Π.Ι.Ρ. με το 3353/31-10-1917 αγορ/ριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Πάρου Π.Ν.Κ., που μεταγράφηκε στον τόμο 34 με αριθμό 462 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθ/κείου Πάρου, έγινε κύριος και κάτοχος μιας ανωγειοκατώγειας ημιτελούς οικίας, που αποτελείτο από έξι ανώγεια διαμερίσματα και από οκτώ κατώγεια διαμερίσματα και αυλή, που βρίσκεται στην συνοικία "Κάτω Πόρτα" της Παροικίας Πάρου και στην κεντρική οδό της πόλεως αυτής και συνορεύει με οικία Κων/νου Μιχ. Αιγινήτη και με οδούς. (βλ. προσκομιζόμενο επικυρωμένο αντίγραφο του συμβολαίου αυτού). Ο Π.Ι.Ρ. με την 21911/5-6-1920 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβ/φου Πάρου Φραγκίσκου Σαρρή άφησε στο γυιό του Ι. το επάνω διαμέρισμα της οικίας του στη συνοικία "Κάτω Πόρτα" της Παροικίας Πάρου που περιήλθε σ` αυτόν με το 3353/1917 συμβόλαιο του Συμβ/φου Πάρου Π.Κ., "έχοντος του διαμερίσματος τούτου είσοδον εκ του δυτικού μέρους" και την οποία οικία ο διαθέτης τελειοποίησε μετά την αγορά. Ο Π.Ι.Ρ. με την ίδια διαθήκη που άφησε στο γυιό του Γ. "τον κάτω όροφο της ανωτέρω περιγραφομένης οικίας του μετά του προς βορράν προαυλίου έχοντα δύο εισόδους προς βορράν και προς νότο" και όρισε ότι, "πάσα άλλη περιουσία η οποία ήθελε ευρεθή μετά τον θάνατόν του κινητή ή ακίνητος οπουδήποτε κειμένη ή χρηματική να διανεμηθή εξ` ίσου παρά των πέντε τέκνων του". (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της διαθήκης αυτής). Ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας Ι.Ρ., με το 3375/ 17-2-1939, αγορ/ριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Πάρου Θ.Κ. που μεταγράφηκε στον τόμο 41 με αριθμό 482 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθ/κείου Πάρου μεταβίβασε κατά κυριότητα και κατοχή στην ενάγουσα την παραπάνω ανώγεια οικία που αποτελείται από επτά (7) δωμάτια, μαγειρείο και αποχωρητήριο ανώγειο με την ισόγεια αυλή της, στην οποία υπάρχει πηγάδι και η είσοδος της οικίας αυτής, μια αποθήκη ισόγεια κάτω από τη σκάλα και εξώστη, και συνορεύει ανατολικά και νότια με δημόσιες οδούς, δυτικά με οικία Νικολάου Αιγινήτη και με την ισόγεια οικία Γεωργίου Π. Ραγκούση. Η οικία αυτή περιήλθε στον Ι.Ρ. από την κληρονομία του πατέρα του Π.Ρ. που πέθανε στις 19- 1 - 1939 αφήνοντας την 21911/5-6-1920 παραπάνω δημόσια διαθήκη του (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο επικυρωμένο αντίγραφο του αγορ/ρίου αυτού συμβολαίου). Οι δεκατρείς (13) κληρονόμοι του Γ.Ρ. (Μ.Ρ., Β.Ρ., Μ.Ρ., Α.Τ. το γένος Ι. Ραγκούση, Χ.Κ., Π.Ρ., Ε.Ρ., Ι.Ρ., Κ.Ρ., Δ.Ρ., Κ.Δ. το γένος Αντ. Ραγκούση, Χ.Ρ. και Π.Ρ.) με τη 10535/14-3-1984 δήλωσή τους ενώπιον του Συμβ/φου Πάρου Δ.Κ. που μεταγράφηκε στον τόμο 221 με αριθμούς 27 και 28 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθ/κείου Πάρου και στη συνέχεια με το 10536/14-3-1984 διανεμητήριο συμβόλαιο του ίδιου Συμβ/φου Πάρου, α) αποδέχτηκαν την κληρονομία του Γ.Ρ. που περιλαμβάνει και την παραπάνω ισόγεια οικία, (αναφέροντας ότι η οικία αυτή αποτελεί ανεξάρτητη και διηρημένη οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και του Ν. 3741/1929), β) καθόρισαν ως κοινόχρηστη (της οικίας αυτής και της ανώγειας οικίας της ενάγουσας) την επίδικη αυλή η οποία απεικονίζεται με τα γράμματα ΑΒΕ-ΖΗΠΟΞΑ στο από Ιανουαρίου 1084 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Γ.Σ. που προσαρτάται στην παραπάνω πράξη και συνορεύει με οικία και αυλή Η.Κ. με συνολική πλευρά 16,05 μ., με κοινοτική οδό με πλευρά 5,30 μ. και με το κτίσμα της παραπάνω οικίας με πλευρά 13.60 μ. γ) αναγνώρισαν ότι το κλιμακοστάσιο εμβαδού 16 τ,μ, ανήκει στην ιδιοκτησία της ενάγουσας και δ) διαχώρησαν την ισόγεια οικίας τους σε δύο (2) μέρη που περιγράφονται στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία στοιχεία Α και Β και μεταβίβασαν το τμήμα που περιγράφεται με το στοιχείο Α στη Μ.Ρ. και οι υπόλοιποι δώδεκα από αυτούς παρέμειναν συγκύριοι του τμήματος που περιγράφεται με το στοιχείο Β. (β. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, επικυρωμένα αντίγραφα της παραπάνω δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, και το από Ιανουαρίου του 1984 τοπογραφικού διαγράμματος του Πολ. Μηχανικού Γ.Σ. και αντίγραφο του παραπάνω διανεμητηρίου συμβολαίου).
Οι παραπάνω δώδεκα κληρονόμοι του Γ.Ρ., με το 13164/6-10-1986 αγορ/ριο συμρόλαιο του Συμβ/φου Πάρου Δ.Κ. που μεταγράφηκε στον τόμο 259 με αριθμό 22 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθ/κείου Πάρου, μεταβίβασαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον εναγόμενο το τμήμα της παραπάνω οικίας που περιγράφεται με το στοιχείο Β στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα και το οποίο περιέγραψαν ως ισόγεια οικία στη συνοικία "Κάτω Πόρτα" της Παροικίας Πάρου, που αποτελείται απο τρία (3) δωμάτια, κουζίνα, χωλ, W.C., βεράντα και αυλή η οποία είναι κοινόχρηστη της οικίας αυτής και του επάνω από το ισόγειο ορόφου ιδιοκτησίας κληρονόμων Ι.Φ. (ενάγουσας), που αποτελεί (η οικία) ανεξάρτητη, αυτοτελή και διαιρεμένη οριζόντια ιδιοκτησία και συνορεύει μαζί με την κοινόχρηστη αυλή: Βόρεια με ιδιοκτησία Μ.Ρ. με πλευρά 10,80 μ., εν μέρει με κλιμακοστάσιο με πλευρά 5,00 μ., Νότια με κοινοτικό δρόμο με πλευρά 5,30 μ., εν μέρει με κλιμακοστάσιο με πλευρά 5,00 μ., εν μέρει με κοινοτικό δρόμο με πλευρά 7,70 μ. και εν μέρει με ιδιοκτησία Μ.Ρ. με πλευρά 3,85 μ., Ανατολικά με κοινοτικό δρόμο με πλευρά 9.80 μ. και εν μέρει με ιδιοκτησία Μ.Ρ. με πλευρά 8,50 μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Η.Κ. με πλευρά 21,90 μ. και εν μέρει με κλιμακοστάσιο με πλευρά 3,20 μ. (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αντίγραφα του παραπάνω αγορ/ρίου συμβολαίου και του 440/8-10-86 πιστ/κού της μεταγρ/κα Πάρου). Το όλο ακίνητο των διαδίκων έχει δύο (2) αυλές, την επίδικη η οποία αναφέρεται στο συμβόλαιο - τίτλο κτήσεως του ακινήτου της ενάγουσας στι ανήκει στην ιδιοκτησία της και την πίσω αυλή η οποία όπως συνομολογούν οι διάδικοι ανήκει στην ιδιοκτησία του εναγομένου. Στο Βάθος της επίδικης αυλής υπάρχει μία πόρτα που οδηγεί σε ισόγεια αποθήκη του ακινήτου του εναγομένου η οποία είναι κλειστή από παλιά και ο εναγόμενος δεν τη χρησιμοποιεί για να βγαίνει από την αποθήκη του στην επίδικη αυλή. Η αποθήκη αυτή επικοινωνεί με την κρεββατοκάμαρα του εναγομένου με άλλη εσωτερική πόρτα. (βλ. αποτέλεσμα της θεώρησης του επιδίκου στην 60/1988 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου). Χρήση της επίδικης αυλής έκανε μόνο η ενάγουσα ενώ οι δικαιοπόροχοι του εναγομένου χρησιμοποιούσαν την πίσω αυλή που ήταν μεγαλύτερη από την επίδικη και που σύμφωνα με τη διαθήκη του Π.Ρ. ανήκε στην ιδιοκτησία τους. Στην επίδικη αυλή η ενάγουσα παλαιότερα φύτευε λουλούδια και δέντρα, έβαζε τη σκάφη της και έπλενε, τοποθετούσε διάφορα πράγματα, κλείδωνε την εξώπορτά της και έδινε την άδεια σε τρίτους να τοποθετούν πράγματά τους και πριν από 3-4 χρόνια ανανέωσε την τσιμεντόστρωση της χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί ή να προβάλει αξιώσεις συνιδιοκτησίας στην αυλή αυτή κανείς από τους δικαιοπαρόχους του εναγομένου. Ο εναγόμενος που θεωρεί ότι βάσει του τίτλου κτήσεως του ακινήτου του έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί και την επίδικη αυλή, άρχισε από τότε που απέκτησε το ακίνητό του να περνάει από την αυλή αυτή και να τοποθετεί πράγματά του μέσα σ` αυτή αλλά η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την οποία εκδόθηκε η 60/1988 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία απαγορεύτηκε στον εναγόμενο η διέλευση αηό την επίδικη αυλή καθώς και κάθε μελλοντική διατάραξη της νομής της ενάγουσας στην αυλή με απειλή χρηματικής ποινής εναντίον του. (βλ. καταθέσεις όλων των μαρτύρων στα ταυτάριθμα πρακτικά, προσκομιζόμενα και επικαλούμενα επικυρωμένα αντίγραφα των 361, 362 και 363/ 25-4-1990 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, Μ.Μ., Π.Τ. και Μ.Χ. αντίστοιχα ενώπιον της Συμβ/φου Πάρου Ε.Τ. και 6Ο/1988 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου).
Από τα παραπάνω προέκυψε ότι: 1) Σύμφωνα με το 3353/1917 παραπάνω αγορ/ριο συμβόλαιο η όλη οικία του απώτερου δικαιοπαρόχου των διαδίκων Π.Ρ. αποτελείτο από έξι ανώγεια και οκτώ ισόγεια δωμάτια και μια αυλή, ενώ σήμερα, (μετά τη διανομή του ισογείου που έκαναν οι εγγύτεροι δικαιοπάροχοι του εναγομένου το 1984), υπάρχουν δύο αυλές από τις οποίες η μία (η μεγάλη που βρίσκεται Β.Α.) έχει χωριστεί σε δύο μέρη και η άλλη (η μικρή που βρίσκεται Ν.Δ.) και είναι η επίδικη. (βλ. και το από Ιανουαρίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολ. Μηχανικού Γ.Σ. και πόρισμα θεώρησης του επιδίκου στην 60/ 1988 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου). 2) Σύμφωνα με τις διατάξεις της 21911/ 1920 δημόσιας διαθήκης του Π.Ρ., (οι οποίες ερμηνεύτηκαν αφού λήφθηκε υπόψη η εποχή της διατύπωσής τους, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη και οι τοπικές συνήθειες): α) Δεν έγινε σύσταση οροφοκτησίας κατά το Ν. 3741/1929, αλλά κατά τους κανόνες του εθιμικού δικαίου των Κυκλάδων, γιατί, ο Ν. 3741/1929 δεν είχε θεσπιστεί κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ούτε έχει αναδρομική ισχύ. β) Ολόκληρος ο κάτω όροφος "με το προς βορράν προαύλιο" (μεγάλη αυλή που βρίσκεται Β.Α.) αφέθηκε στο Γ.Ρ. και μόνο το επάνω διαμέρισμα της οικίας αφέθηκε στο δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ι.Ρ.. γ) Έγινε αυστηρός διαχωρισμός των εισόδων των δύο ορόφων της οικίας προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές διαφωνίες, προστριβές και έριδες μεταξύ των κληρονόμων του διαθέτη (Ι. και Γ.Ρ.) και συγκεκριμένα ορίστηκε ότι ο κάτω όροφος θα έχει "δύο εισόδους προς βορράν και προς νότο", ενώ το επάνω διαμέρισμα θα έχει είσοδο από το δυτικό μέρος (επίδικη αυλή). δ) Για την κυριότητα της επίδικης αυλής δεν ορίστηκε ειδικότερα τίποτα, όμως, σύμφωνα με το Κυκλαδικό έθιμο, αφού η επίδικη αυλή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ισογείου ορόφου, αφέθηκε μαζί με αυτόν ως ενιαίο σύνολο κατά κυριότητα στο Γ.Ρ. και παράλληλα συστάθηκε δουλεία διόδου από αυτή υπέρ του επάνω ορόφου εις βάρος του ισογείου ορόφου. 3) Ο Ι.Ρ. με το 3375/1939 αγορ/ριο συμβόλαιο μεταβίβασε στην ενάγουσα και την νομή της επίδικης αυλής, της οποίας, (σύμφωνα με τις διατάξεις της παραπάνω διαθήκης του πατέρα του), δεν ήταν κύριος, αλλά τη νεμόταν με διάνοια κυρίου, γιατί σύμφωνα με τον παραπάνω αυστηρό διαχωρισμό των εισόδων των δύο ορόφων που έγινε με τη διαθήκη αυτή και που οδήγησε στο κλείσιμο της πόρτας της αποθήκης του ισογείου ορόφου που βγαίνει στην επίδικη αυλή, και στον περιορισμό του Γ.Ρ. στους άλλους χώρους του ισόγειου ορόφου, ο Ι.Ρ. έκανε ήδη αποκλειστική χρήση της επίδικης αυλής με διάνοια κυρίου. 4) Η ενάγουσα με τη συνεχή και αποκλειστική άσκηση πράξεων νομής στην επίδικη αυλή από το 1939 μέχρι το 1986 χωρίς διαμαρτυρία και χωρίς αντίστοιχη άσκηση πράξεων νομής από τους δικαιοπαρόχους του εναγομένου, έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία της επίδικης αυλής κατά τα άρθρα 1045 του ΑΚ και 64 και 65 του ΕισΝΑΚ. 5) Η μνεία στα συμβόλαια αριθμ. 10535/1984, 10536/1984 και 13164/1986 του Συμβ/φου Πάρου Δ.Κ. ότι ο ισόγειος όροφος αποτελεί ανεξάρτητη και διαιρεμένη οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και του Ν. 3741/1929 και ο καθορισμός της επίδικης αυλής ως κοινόχρηστης, είναι χωρίς σημασία, αφενός γιατί στα συμβόλαια αυτά δεν συνέπραξε και η ενάγουσα όπως απαιτείται σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις των άρθρων 1002 του ΑΚ και 14 του Ν. 3741/1929 και αφετέρου γιατί σύμφωνα με την παραπάνω διαθήκη του Π. Ρ. η επίδικη αυλή δεν είναι μέρος του όλου ακινήτου που χρησιμεύει στην κοινή χρήση όλων των κυρίων της οικοδομής όπως ρητά απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1117 του ΑΚ, αλλά μέρος του όλου ακινήτου που χρησιμεύει στη χρήση του κυρίου του επάνω ορόφου. 6) Η διέλευση του εναγομένου μετά το 1986 από την επίδικη αυλή και η τοποθέτηση των πραγμάτων του σ` αυτή έγινε παράνομα και χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας κατά τα άρθρα 989 και 1108 του ΑΚ.
Επομένως, πρέπει, η ένσταση της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη γιατί η κρινόμενη αγωγή δεν αναφέρεται σε διαφορά από τη σχέση οροφοκτησίας, η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία, να αναγνωρισθεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία και νομέας της επίδικης αυλής και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω εύλογης αμφιβολίας του εναγομένου για την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.) κατά το διατακτικό.