των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου είναι ειδικές. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, αποκλείεται η ανάκληση των αποφάσεων των ανωτέρω οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης με βάση τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται μόνο αν δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις.
Διατάξεις: άρθρο 1 Ν 861/1979
[...] 2. Επειδή, με το Ν 3029/2002 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» (Α΄ 160), ορίζεται στο άρθρο 5 ότι: [...]. Εξάλλου, με την Φ10023/17105/1054/2007 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β΄ 1227/17.7.2007), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 5, εντάχθηκε, από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής (1.8.2007), στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ ΕΤΑΜ ο κλάδος κύριας σύνταξης του Ταμείου Συντάξεως Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ).
3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. α του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων (54883/1667/1940 απόφαση του Υπουργού Εργασίας – Β 48), όπως τελικά τροποποιήθηκε με την 48429/Σ 1172/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Β 195), ορίζεται ότι: «Εις την ασφάλισιν του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως από της προσλήψεώς των πάντες οι κατά κύριον επάγγελμα παρέχοντες εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής υπάλληλοι και υπηρέται (μισθωτοί) των πάσης φύσεως και παντός βαθμού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων, Σωματείων ή Συνδέσμων αυτών … ασχέτως όρων και χρονικής διαρκείας της συμβάσεως εργασίας». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ίδιου Καταστατικού: «Το Διοικ. Συμβούλιον του Ταμείου διοικεί το Ταμείον και διαχειρίζεται την περιουσίαν αυτού, επιτηρεί την υπό της Υπηρεσίας του Ταμείου τήρησιν των Μητρώων ησφαλισμένων και συνταξιούχων, εξελέγχει τας αιτήσεις απονομής συντάξεων και επιστροφών καταβολών, καθορίζει το ποσόν αυτών συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Καταστατικού και εντέλλεται την πληρωμήν αυτού», ενώ σύμφωνα με την παρ 4 του άρθρου 31 του Καταστατικού αυτού με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αναγνωρίζονται οι αναφερόμενες στις διατάξεις του προϋπηρεσίες ως συντάξιμες μετά από αίτηση των δικαιούχων και με βάση στοιχεία που καθορίζονται από αυτό.
4. Επειδή, στο άρθρο 1 του Ν 861/1979 (Α΄ 2), στις διατάξεις του οποίου είχε υπαχθεί το Ταμείο Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων βάσει της Β2/23/102/1982 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (Β΄ 57), ορίζονται τα εξής: «1. Η αναγνώρισις χρόνου προϋπηρεσιών ως συνταξίμου και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών (συντάξεων, εφ’ άπαξ, παροχών ασθενείας, ανεργίας, εξόδων κηδείας κ.λπ.) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του Προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού. Εις τας ανωτέρω διατάξεις υπάγονται οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι οποίοι καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του ΔΣ εκάστου εξ αυτών. 2. … 3. Η κατά την παράγραφον 1 απόφασις υπόκειται εις ένστασιν, ασκουμένην υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. 4. Το Διοικητικόν Συμβούλιον υποχρεούται να εκδώση την σχετικήν απόφασίν του εντός μηνός από της υποβολής της ενστάσεως. 5. Αι κατά τας παραγράφους 1 και 4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται να αναθεωρούνται υπό του εκδώσαντος ταύτας οίκοθεν ή κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον: α) Οποτεδήποτε, εάν η εκδοθείσα απόφασις στηρίζεται επί ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος ή επί πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, εφ’ όσον τα περιστατικά ταύτα προκύπτουν εξ αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως. β) Εντός ευλόγου χρόνου, εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διαπιστώθηκαν λογιστικά λάθη. 6 …». Οι διατάξεις αυτές του Ν 861/1979, με τις οποίες καθιερώνεται η δυνατότητα αναθεωρήσεως για συγκεκριμένους μόνο λόγους των αποφάσεων των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στις διατάξεις του ως άνω νόμου, είναι ειδικές. Κατά την έννοια, επομένως, των ειδικών αυτών διατάξεων, οι εν λόγω αποφάσεις είναι δυνατόν να αναθεωρούνται, είτε οίκοθεν από τα αρμόδια όργανα των ανωτέρω ασφαλιστικών οργανισμών είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μόνο για τους οριζόμενους στο άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 861/1979 λόγους. Λόγω δε του ως άνω ειδικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, αποκλείεται η ανάκληση των αποφάσεων των ανωτέρω οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως με βάση τις γενικές αρχές περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται μόνο αν δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 3415/2006, 365/2005, 354/2004, 668/2000 επταμ., 1610, 1611/1999 επταμ.).
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών, ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα από 25.12.1980 έως και 31.5.2002 εργάστηκε με σύμβαση αορίστου χρόνου, ως αποθηκάριος στην εταιρεία «…», ήταν έως την 1.5.1990 ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Επίσης ήταν και επικουρικά ασφαλισμένος στο Ταμείο Εξόδου και Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών Βιομηχανίας Καπνού (ΤΕΑΜΒΚ) έως την 1.6.1983, έκτοτε δε, μεταφέρθηκε στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (TEAM, στο οποίο, συγχωνεύθηκε το ΤΕΑΜΒΚ) έως την 1.5.1990 και στη συνέχεια στο ΙΚΑ – TEAM. Επίσης, ο ίδιος κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.1990 έως 31.5.2002 ασφαλίστηκε κύρια και επικουρικά στο Ταμείο Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ). Στις 29.5.2002 το Διοικητικό Συμβούλιο της πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας, μετά την ολοκλήρωση σχετικής πειθαρχικής σε βάρος του εκκαλούντος διαδικασίας (κατ’ επίκληση ανεπανόρθωτου κλονισμού της συμβατικής τους σχέσης από υπαιτιότητά του), αποφάσισε την καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, λόγω υποβολής σε βάρος του μήνυσης για παράνομη ιδιοποίηση ποσότητας τσιγάρων της εταιρείας αυτής. Ωστόσο, μετά την έκδοση του σχετικού με τη μήνυση αυτή με αριθμ. …/5.9.2003 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ξάνθης, η ίδια ανώνυμη εταιρεία κατέβαλε-στις 13.10.2003, με δημόσια παρακατάθεση, τη νόμιμη αποζημίωση του εκκαλούντος. Ακολούθως, με την 154/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης κρίθηκε ότι η από 3.6.2002 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εκκαλούντος είναι έγκυρη και απορρίφθηκε η αγωγή του, με την οποία είχε, μεταξύ άλλων, ζητήσει αφενός να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας αυτής και της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης, που του επιβλήθηκε από τις πειθαρχικές επιτροπές της προαναφερόμενης εταιρείας, αφετέρου να υποχρεωθεί η εταιρεία αυτή να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του. Η έφεση που άσκησε ο εκκαλών κατά της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε με την 429/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ο ίδιος δε στις 21.10.2004 κατέθεσε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Στις 11.4.2006 και 17.4.2006 ο εκκαλών με «εξώδικες δηλώσεις – παραιτήσεις» και «υπεύθυνη δήλωση – παραίτηση – ανάκληση» αντίστοιχα, που απευθύνονται στην «…», στον πρώην Πρόεδρο αυτής και σε εργαζόμενους της ίδιας εταιρείας, δήλωσε ότι ανακαλεί κάθε «σχετική» μήνυση, ότι παραιτείται από κάθε «σχετικό» δικόγραφο (αίτηση αναίρεσης και αγωγές κατά των εν λόγω προσώπων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης) και ότι διατηρεί μόνο την αξίωση έναντι της εταιρείας να καταβάλει αυτή τις υπόλοιπες ασφαλιστικές εισφορές που απαιτούνται για την συνταξιοδότησή του. Ακόμη δηλώσεις με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο υπέβαλαν και άλλα πρόσωπα που θεωρήθηκαν από την εταιρεία ότι εμπλέκονται στην υπόθεση της, κατά τα ανωτέρω, παράνομης ιδιοποίησης προϊόντων της. Κατόπιν τούτων, το Διοικητικό Συμβούλιο της «…», κατά την συνεδρίασή του στις 5.5.2006, αποφάσισε για λόγους εργασιακής ειρήνης αλλά και ανθρωπιστικούς «να καλύψει αναδρομικά η εταιρεία από οικονομικής πλευράς την αξία των υπολειπομένων αναγκαίων ασφαλιστικών ενσήμων», προκειμένου ο εκκαλών να συμπληρώσει 25 έτη ασφάλισης και να συνταξιοδοτηθεί από τον τελευταίο ασφαλιστικό του φορέα, έχοντας ως δεδομένο ότι αυτός και τα άλλα πρόσωπα δεν έχουν έναντι αυτής και των εργαζομένων της οποιαδήποτε άλλη αξίωση. Στο με αριθμ. …/5.5.2006 πρακτικό της συνεδρίασης αυτής επισημαίνεται ότι «κατ’ αυτόν τον τρόπο επιλύεται πλέον οριστικά και συμβιβαστικά μια μεγάλη αντιδικία μεταξύ όλων των παραπάνω εμπλεκομένων προσώπων, η οποία ταλαιπωρούσε την εταιρεία επί τέσσερα και πλέον χρόνια». Έτσι, η προαναφερόμενη εταιρεία στις 17.5.2006 κατέθεσε στο ΤΣΕΑΠΓΣΟ το ποσό των 26.748 ευρώ (σχετικό γραμμάτιο είσπραξης της Αγροτικής Τράπεζας), που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες εισφορές για την ασφάλιση στο Ταμείο αυτό του εκκαλούντος κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2002 έως 30.4.2006 (εισφορές για κύρια σύνταξη ασφαλισμένου 8.628,68 ευρώ και εργοδότη 12.943,03 ευρώ και εισφορές για επικουρική σύνταξη ασφαλισμένου 2.588,60 ευρώ και εργοδότη 2,588,60 ευρώ). Προηγουμένως, η ίδια, με το από 16.5.2006 έγγραφό της, είχε αποστείλει στο εν λόγω Ταμείο αναλυτική κατάσταση εισφορών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα αναδρομικής ασφάλισης του εκκαλούντος, διευκρινίζοντας ότι, για το διάστημα τούτο, δεν τον είχε αρχικώς ασφαλίσει, λόγω της δικαστικής διαμάχης, που περιγραφόταν στο (επισυναπτόμενο στο ίδιο έγγραφο) ως άνω πρακτικό του ΔΣ. Τα ανωτέρω έγγραφα (κατάσταση εισφορών, γραμμάτιο είσπραξης ΑΤΕ, πρακτικό ΔΣ), διαβιβάσθηκαν με το …/11.7.2006 έγγραφο της Διευθύντριας του ΤΣΕΑΠΓΣΟ στη νομική του σύμβουλο, για να διατυπώσει την άποψή της σχετικά [με] το εάν ο εκκαλών είναι ασφαλιστέος στο εν λόγω Ταμείο για το χρονικό διάστημα για το οποίο έγινε ο εξώδικος συμβιβασμός. Η δε νομική σύμβουλος απάντησε, με το …/13.9.2006 έγγραφό της, ότι ο εκκαλών δεν μπορεί να ασφαλιστεί στο Ταμείο αυτό, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της ότι παρείχε εξαρτημένη εργασία και ότι ελάμβανε μισθό ή ότι είχε αξίωση για καταβολή μισθού. Προς επίρρωση της άποψής της αυτής ανέφερε σχετικά ότι: α) προϋπόθεση για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ταμείου είναι σύμφωνα με το άρθρο 13 του Καταστατικού του η παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής, β) κατά το άρθρο 31 του Καταστατικού του δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως χρόνος υπηρεσίας στο Ταμείο διάστημα, για το οποίο δεν υφίσταται αξίωση για καταβολή μισθού, γ) σε περίπτωση απόλυσης, για να αναγνωριστεί ως ασφαλιστέος ο χρόνος που παρέμεινε ο εργαζόμενος εκτός εργασίας απαιτείται είτε η επαναπρόσληψή του είτε η αναγνώριση με δικαστική απόφαση ως άκυρης της απόλυσης και η υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας. Η Διευθύντρια του Ταμείου έθεσε υπόψη του Διοικητικού του Συμβουλίου την γνωμοδότησή αυτή και τα ανωτέρω έγγραφα, εισηγήθηκε δε, να μην γίνει δεκτή ασφαλιστική τακτοποίηση του εκκαλούντος σε αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2002 έως 30.4.2006, προς συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδότησής του. Αντίθετα, ήταν θετική η εισήγηση του Προέδρου του ΔΣ, σχετικά με την ασφαλιστική τακτοποίηση του εκκαλούντος για το συγκεκριμένο διάστημα, ο οποίος επισήμανε ότι «οι εξώδικοι συμβιβασμοί όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά η Πολιτεία παροτρύνει τέτοιες λύσεις». Προς τούτο, συμφώνησε και ο Αντιπρόεδρος του ΔΣ, αναφέροντας ότι η «…» δέχθηκε τον εξώδικο συμβιβασμό, διότι γνώριζε ότι ο εκκαλών «θα δικαιωθεί» από το δικαστήριο. Κατόπιν τούτων το ΔΣ αποφάσισε να εγκρίνει την εισήγηση του Προέδρου του και έδωσε εντολή στην αρμόδια Υπηρεσία «να ενεργήσει σχετικά». Στο σώμα της …/13.9.2006 απόφασης του ΔΣ καταχωρήθηκε από υπαλλήλους του Ταμείου επισημείωση, στην οποία αναγράφεται κατά λέξη ότι: «εκτελούμε την απόφαση βάσει του Ν 2683/1999 άρθρο 25 παρ. 4 και συμφωνούμε με την εισήγηση της υπηρεσίας και τη γνωμοδότηση της νομικής συμβούλου». Μετά την απόφαση αυτή ο εκκαλών υπέβαλε στο εν λόγω Ταμείο της με αριθ. Πρωτ. …/4.12.2006 αίτηση για την απονομή σύνταξης γήρατος και παράλληλα κατέθεσε την από 4.12.2006 αίτηση για την αναγνώριση του χρόνου της στρατιωτικής του υπηρεσίας ως χρόνου συντάξιμης προϋπηρεσίας. Κατόπιν της από 20.4.2007 εισήγησης του Γραφείου Παροχών του Ταμείου χορηγήθηκε στον εκκαλούντα από 4.6.2006 προσωρινή σύνταξη 900 ευρώ μηνιαίως. Ακόμη, με την …/24.2.2009 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος (ΙΚΑ) Ασφαλισμένων του Εντασσομένου ΤΣΠ-ΗΣΑΠ και του Εντασσομένου Κλάδου Σύνταξης ΤΣΕΑΠΓΣΟ αναγνωρίστηκαν 23,83 μήνες στρατιωτικής υπηρεσίας ως χρόνος ασφάλισης του εκκαλούντος στον Κλάδο Συντάξεως του ΙΚΑ ΕΤΑΜ (τ. ΤΣΕΑΠΓΣΟ). Όμως, στη συνέχεια, η Προϊσταμένη του αρμοδίου Τμήματος του ως άνω Τοπικού Υποκαταστήματος (ΙΚΑ) ζήτησε από την «…» να αποστείλει καταρχάς την …/29.5.2002 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, την …/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και την 429/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ενώ στη συνέχεια (σχετ. το … έγγραφο) μισθοδοτικές καταστάσεις θεωρημένες από την Επιθεώρηση Εργασίας για την περίοδο από 1.6.2002 έως 30.4.2006, καθώς και αντίγραφα απόδοσης φόρου μισθωτών υπηρεσιών και καταστάσεις εισφορών ΙΚΑ για την ίδια περίοδο. Με το από 20.5.2009 έγγραφό της η εταιρία αυτή γνωστοποίησε ότι ο εκκαλών δεν είχε εγγραφεί κατά την περίοδο αυτή στις μισθοδοτικές καταστάσεις της και ότι για την ίδια περίοδο δεν είχε αποδοθεί γι’ αυτόν φόρος μισθωτών υπηρεσιών, ωστόσο διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα επανόδου στο συγκεκριμένο ζήτημα μετά την παρέλευση τριών ετών, αναφέροντας ειδικότερα ότι το Ταμείο γνώριζε εξαρχής την εργασιακή κατάσταση του εκκαλούντος κατά την περίοδο αυτή και ότι με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου εγκρίθηκε η είσπραξη των εισφορών, ώστε να κινηθεί η διαδικασία συνταξιοδότησής του. Η ίδια Προϊσταμένη, με το …/29.6.2009 έγγραφο προς το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ξάνθης, αναφέρθηκε στα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά τις παραπάνω ενέργειές της και ζήτησε να πληροφορηθεί αν η ασφάλιση του εκκαλούντος για την περίοδο από 1.6.2002 έως 30.4.2006 είναι «ισχυρή», προκειμένου να εξεταστεί η αίτησή του για συνταξιοδότηση. Σε απάντηση του εγγράφου τούτου διαβιβάστηκε από το εν λόγω Τοπικό Υποκατάστημα η από 9.7.2009 «έκθεση ελέγχου-ερεύνης» του Τμήματος Εσόδων, σύμφωνα με την οποία η ασφάλιση του εκκαλούντος κατά την επίμαχη χρονική περίοδο δεν είναι «ισχυρή», ενόψει αφενός των προαναφερόμενων αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων και των όσων είχε δηλώσει η «…» σχετικά με τη μη καταχώρηση του εκκαλούντος στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και τη μη απόδοση φόρου μισθωτών υπηρεσιών γι’ αυτόν στη διάρκεια της ως άνω χρονικής περιόδου και αφετέρου της βασικής προϋπόθεσης, υπό την οποία χωρεί η ασφάλιση στο ΙΚΑ, δηλαδή ότι ο εργαζόμενος διαθέτει την παραγωγική του δραστηριότητα στον εργοδότη έναντι αμοιβής. Βάσει τούτων, με την …/21.7.2009 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος μετά από επίκληση όσων αναφέρονται στην εν λόγω έκθεση ελέγχου, ακυρώθηκε η ασφάλιση του εκκαλούντος για την επίμαχη χρονική περίοδο (από 1.6.2002 έως 30.4.2006). Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ίδιου Υποκαταστήματος τη με αριθμ. Πρωτ. …/5.8.2009 ένσταση, με την οποία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: α) με την απόφαση αυτή ανατρέπεται «δεδικασμένο» της ίδιας της Διοίκησης, ενόψει της χορήγησης σε αυτόν προσωρινής σύνταξης μετά από έλεγχο των χρονικών προϋποθέσεων και της αναγνώρισης, με προηγούμενη απόφασή της, του χρόνου ασφάλισης που ακυρώθηκε, β) η ίδια απόφαση, στην οποία δεν αναφέρονται οι νομικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, είναι αναιτιολόγητη και αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, δεδομένης της ανατροπής με δυσμενή αποτελέσματα της πραγματικής κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά από την συνταξιοδότησή του επί τρία έτη. Επί της ενστάσεως αυτής, συντάχθηκε η …/19.11.2009 αρνητική εισήγηση του Τμήματος Εσόδων προς την ΤΔΕ, ακολούθως δε εκδόθηκε η ένδικη απόφαση της ΤΔΕ που φέρει αριθμό και ημερομηνία …/20.10.2009, παρ’ ότι αναγράφεται σ’ αυτήν και η ανωτέρω ημερομηνία 19.11.2009 της εισήγησης. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση της ΤΔΕ έγινε δεκτή η ένσταση του εκκαλούντος, μετά από αναφορά στα στοιχεία του φακέλου, στην ακροαματική διαδικασία, στο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ξάνθης και στη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του εκκαλούντος με τη «…». Σύμφωνα με σχετική επισημείωση επί του εγγράφου της ίδιας απόφασης της ΤΔΕ, αυτή εκδόθηκε και υπογράφηκε από τα μέλη της ΤΔΕ στις 7.12.2009, ενώ στην πρώτη σελίδα του εγγράφου της ένστασης έχει σημειωθεί η ένδειξη «δεκτή» και η ημερομηνία: 20.11.2009 και έχει τεθεί κάτω από αυτήν υπογραφή του αρμόδιου οργάνου του εφεσίβλητου ιδρύματος. Ακολούθως, το εφεσίβλητο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ άσκησε την ένδικη προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης της ΤΔΕ και αμφισβήτησε την νομιμότητα της αιτιολογίας της, προβάλλοντας όσα είχε εκθέσει στη γνωμοδότησή της η νομική σύμβουλος του ΤΣΕΑΠΣΓΟ σχετικά με τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του εκκαλούντος στην ασφάλιση, αλλά και τη «διαφωνία» των ασφαλιστικών οργάνων του Ταμείου για την, προηγηθείσα, …/13.9.2006 απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου. Εξάλλου, με την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε ο εκκαλών επανέλαβε όσα είχε αναφέρει και στην ένστασή του, πλην όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, απέρριψε ως απαράδεκτη την εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση, με το σκεπτικό ότι ο εκκαλών μπορούσε να είναι κύριος διάδικος και όχι τρίτο πρόσωπο δικαιούμενο σε παρέμβαση, θεώρησε δε το δικόγραφο της παρεμβάσεως αυτής ως υπόμνημα. Επίσης έκρινε ότι η ένδικη προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως, με την αιτιολογία ότι αυτή κατατέθηκε μέσα σε ενενήντα ημέρες από την αναγραφόμενη στο σώμα της προσβαλλόμενης με αυτήν απόφασης ημερομηνία έκδοσής της (7.12.2009). Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο εκκαλών δεν απασχολήθηκε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο – γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητήθηκε – καθώς και ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα λήψης μισθού κατά την ίδια περίοδο, εφόσον, ανεξάρτητα από την έκδοση του απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε επαναπροσλήφθηκε στη … ούτε η καταγγελία της σύμβασής του ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση. Παράλληλα δέχθηκε ότι, ανεξάρτητα από τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του με την εταιρεία αυτή, την καλή του πίστη, την έγκριση της ασφάλισής του από το Δ.Σ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ και την ανεπιφύλακτη είσπραξη των εισφορών από το Ταμείο αυτό, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής της τυπικής ασφάλισης, διότι αυτή (εφαρμογή) προϋποθέτει πραγματική απασχόληση. Με τα δεδομένα αυτά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε με την εκκαλουμένη ότι η ασφάλιση του εκκαλούντος κατά την εν λόγω περίοδο δεν είναι ισχυρή, με την αιτιολογία δε αυτή και μετά την απόρριψη των ισχυρισμών του σχετικά με την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ισότητας και με την ανατροπή «δεδικασμένου της Διοίκησης», έκανε δεκτή την προσφυγή του εφεσιβλήτου Ιδρύματος και ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση της ΤΔΕ.
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 του Ν 702/1977 (Α΄ 268), όπως ίσχυε στο χρόνο που ενδιαφέρει, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά των πράξεων των δικών του οργάνων, άρα και των ΤΔΕ. Εξάλλου, οι οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων – συνεπώς και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σε σχέση με τα δικά του όργανα, με τα οποία εκφράζεται η βούληση του οικείου οργανισμού- δεν επέχουν θέση διοικουμένου αλλά θεωρούνται διοικητικές αρχές. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων της περιπτ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 64 και της παρ. 2 του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 2717/1999 (Α΄ 97), προκύπτει ότι η προθεσμία προσφυγής του ασφαλιστικού οργανισμού κατά των πράξεων των δικών του οργάνων είναι ενενήντα ημέρες από την έκδοση ή τη δημοσίευση της πράξεως, αν τούτο επιβάλλεται από το νόμο (βλ. ΣτΕ: 3295/2011, 26/2010, 4362/2009, 2585/2008, 1062, 2761/2007).
7. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 66 παρ 2 του ΚΔΔ έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση ότι η προθεσμία των ενενήντα ημερών για την άσκηση προσφυγής από το εφεσίβλητο Ίδρυμα κατά της επίμαχης απόφασης της ΤΔΕ, που, κατά τα προλεχθέντα, φέρει αριθμό και ημεροχρονολογία: …/20.10.2009, άρχισε – όχι από την εν λόγω ημεροχρονολογία – αλλά από την μεταγενέστερη ημερομηνία που έχει σημειωθεί επ’ αυτής εκ των υστέρων (7.12.2009) με προφανή σκοπό να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η προσφυγή. Αντίθετα, το εφεσίβλητο Ίδρυμα με το υπόμνημά του προβάλλει ότι για την έκδοση των αποφάσεων των ΤΔΕ απαιτείται η καθαρογραφή και η υπογραφή τους από τα μέλη της, μέσα σε ένα δίμηνο από τη συνεδρίαση της, υποστηρίζει δε ότι από την έκδοσή τους, κατά τον τρόπο τούτο, αρχίζει η προθεσμία άσκησης κατ’ αυτών προσφυγής στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο. Δεδομένου, όμως, ότι η, επί της ένστασης του εκκαλούντος, εισήγηση του Τμήματος Εσόδων – που ασφαλώς προηγήθηκε – φέρει αριθμό και ημεροχρονολογία: …/ 19.11.2009 και η ίδια αυτή ημεροχρονολογία αναγράφεται ακολούθως και στο έγγραφο της απόφασης της ΤΔΕ, καθίσταται απολύτως προφανές ότι, από απλή γραφική παραδρομή έχει αναγραφεί ως ημερομηνία της Συνεδρίασης 42 της ΤΔΕ, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση αυτή, η 20η.10.2009. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω μεταγενέστερη (της εισηγήσεως) απόφαση της ΤΔΕ έχει ληφθεί μετά την 19η.11.2009, σύμφωνα δε με την προαναφερόμενη ενυπόγραφη σημείωση («δεκτή») στην πρώτη σελίδα του εγγράφου της ένστασης έχει ληφθεί στις 20.11.2009. Από αυτά, παρέπεται ότι η προθεσμία των ενενήντα ημερών από την έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης, η οποία προβλέπεται για την άσκηση κατ’ αυτής προσφυγής από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ, δεν είχε συμπληρωθεί κατά την κατάθεση της ένδικης προσφυγής στις 4.2.2010, και επομένως ορθά, αν και με διαφορετική αιτιολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφυγή αυτή είναι εμπρόθεσμη.
8. Επειδή, περαιτέρω, με την έφεση και το προς ανάπτυξή της υπόμνημα, ο εκκαλών προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν έχει εφαρμογή η αρχή της τυπικής ασφάλισης, η οποία επιβάλλει το σεβασμό των πραγματικών καταστάσεων που δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των διοικουμένων και προκύπτουν με την ανοχή και τη σύμπραξη της Διοίκησης, όταν δεν αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη και δεν οφείλονται σε δόλια ενέργεια τους. Συναφώς αναφέρει ότι εισπράχθηκαν ανεπιφύλακτα από το ΤΣΕΑΠΣΓΟ οι εισφορές για την ασφαλιστική του τακτοποίηση κατά την ένδικη χρονική περίοδο, ότι αμφισβητήθηκε μετά την παρέλευση μακρού χρόνου, και μάλιστα κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, η ιδιότητά του ως ασφαλισμένου, η οποία αναγνωρίστηκε με την απόφαση του ΔΣ του Ταμείου, ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε χορηγήθηκε σε αυτόν προσωρινή σύνταξη και ότι, ενώ ανέμενε την ολοκλήρωση της διαδικασίας συνταξιοδότησής του, ακυρώθηκε εντελώς ξαφνικά η ασφάλισή του κατά τη χρονική αυτή περίοδο, δίχως τούτο να προβλέπεται από διάταξη νόμου. Ακόμη προβάλλει ότι η … με τον εξώδικο συμβιβασμό αναγνώρισε το μη νόμιμο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και την οφειλή σε αυτόν αμοιβής χωρίς την παροχή εργασίας και ότι το γεγονός της μη πραγματικής απασχόλησής του δεν επηρέασε την ασφαλιστική του σχέση, η οποία παρέμεινε ενεργής λόγω της διακοπής της απασχόλησης από υπαιτιότητα της εν λόγω εργοδότριας εταιρείας. Αντίθετα με την έκθεση απόψεων το εφεσίβλητο Ίδρυμα επικαλείται τα άρθρα 13 και 31 του Καταστατικού του ΤΣΕΑΠΣΓΟ και το άρθρο 2 παρ 1 του ΑΝ 1846/1951 και επαναλαμβάνει για άλλη μια φορά ότι προϋπόθεση για τη δημιουργία ασφαλιστικής σχέσης είναι η θέση από τον εργαζόμενο της παραγωγικής του δραστηριότητας στη διάθεση του εργοδότη έναντι αμοιβής, ενώ με το υπόμνημά του παραπέμπει σε όσα αναφέρονται στην εν λόγω έκθεση και στην …/19.11.2009 εισήγηση προς την ΤΔΕ.
9. Επειδή, από το περιεχόμενο της ανωτέρω …/21.7.2009 απόφασης του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ ΕΤΑΜ Ξάνθης, συνάγεται ότι αυτή είναι, κατ’ ουσίαν, απόφαση ανακλητική της προηγηθείσας …/13.9.2006 απόφασης του ΔΣ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ, διότι με την απόφαση αυτή ακυρώθηκε ο κρίσιμος χρόνος ασφάλισης (από 1.6.2002 έως 30.4.2006) του εκκαλούντος, που είχε προηγουμένως αναγνωρισθεί από το εν λόγω συλλογικό όργανο ως ασφαλιστέος στο Ταμείο. Ειδικότερα δε, από το γεγονός ότι υπόψη του συλλογικού αυτού οργάνου είχε τεθεί το …/5.5.2006 πρακτικό του ΔΣ της «…», σχετικά με την αναδρομική καταβολή ασφαλιστικών εισφορών με σκοπό τη συμπλήρωση των νομίμων χρονικών προϋποθέσεων για την συνταξιοδότηση του εκκαλούντος, συνάγεται ότι το ΔΣ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ προέβη στην εκ των υστέρων αναγνώριση του χρόνου ασφάλισης, έχοντας ως δεδομένο ότι αυτή αποσκοπούσε στην άμεση θεμελίωση από τον εκκαλούντα συνταξιοδοτικού δικαιώματος και ότι επρόκειτο για αναγνώριση συντάξιμης προϋπηρεσίας. Επομένως, η ως άνω απόφασή του εμπίπτει στις αποφάσεις που λαμβάνονται κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν 861/1979 (στον οποίο είχε υπαχθεί το Ταμείο τούτο), στις οποίες περιλαμβάνονται (εκτός εκείνων που αφορούν άμεσα και υπό στενή έννοια σε θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος) και εκείνες που επηρεάζουν κατά νόμο τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, όπως είναι αυτές που αφορούν την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης προς το σκοπό θεμελίωσης τέτοιου δικαιώματος. Εξάλλου, οι ειδικές διατάξεις της παρ. 5 του ίδιου ως άνω άρθρου 1, που διέπουν την ανάκληση των εν λόγω αποφάσεων της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, είναι εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των παρ. 6 και 7 του Ν 3029/2002, η μεταγενέστερη της έκδοσης της με αριθμ. …/13.9.2006 απόφασης ένταξη του ΤΣΕΑΠΣΓΟ στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ δεν συνεπάγεται και την εφαρμογή των γενικών αρχών για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων που ισχύουν στη νομοθεσία του Ιδρύματος (πρβλ. ΣτΕ 365/2005). Περαιτέρω, οι ειδικές διατάξεις της προαναφερόμενης παρ. 5, που αποκλείουν στην προκείμενη περίπτωση την ανάκληση της …/13.9.2006 απόφασης βάσει των γενικών αρχών, αναφέρουν περιοριστικά τις περιπτώσεις όπου παρέχεται ευχέρεια στην Διοίκηση να ανακαλεί αποφάσεις, όπως η συγκεκριμένη του ΔΣ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ. Ωστόσο για την ανάκληση της εν λόγω απόφασης δεν συνέτρεχαν οι περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις ούτε του εδαφίου α της ως άνω παραγράφου 5 (ψευδής μαρτυρική κατάθεση, έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα), ούτε και του εδαφίου β της ίδιας παραγράφου (πλάνη περί τα πράγματα), εφόσον το ΔΣ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ ήταν σε γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την σχέση και την «εργασιακή κατάσταση» του εκκαλούντος με την «…» κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Άλλωστε, όσα αναφέρονται στην από 9.7.2009 «έκθεση ελέγχου-ερεύνης», σχετικά με τη μη καταχώριση του εκκαλούντος στις μισθοδοτικές καταστάσεις της εταιρείας αυτής και τη μη απόδοση για αυτόν από την ίδια εταιρεία φόρου μισθωτών υπηρεσιών κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να θεωρηθούν νέα στοιχεία, διότι οι παραλείψεις αυτές είναι άμεσο αποτέλεσμα της κατάστασης στην οποία περιήλθε ο εκκαλών μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και έως την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της σχετικής εργατικής διαφοράς. Η κατάσταση δε αυτή σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του …/5.5.2006 πρακτικού του ΔΣ της «…», το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε τεθεί υπόψη του ΔΣ του ΤΣΕΑΠΣΓΟ μαζί με την, αντίθετη, γνωμοδότηση της νομικής συμβούλου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη …/21.7.2009 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Ξάνθης ο κρίσιμος χρόνος που είχε προηγουμένως αναγνωρισθεί για τον εκκαλούντα, ως ασφαλιστέος, με την …/13.9.2006 απόφαση του ΔΣ του συγχωνευθέντος ΤΣΕΑΠΣΓΟ. Επομένως, ορθώς και νομίμως η ΤΔΕ έκανε δεκτή την ένστασή του κατά της εν λόγω αποφάσεως του Διευθυντή με την ανωτέρω απόφασή της, ενώ, κρίνοντας αντίθετα το πρωτόδικο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε τον νόμο και για το λόγο τούτο η απόφαση αυτή πρέπει να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της κρινόμενης έφεσης. 10. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο, διακρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας την ένδικη προσφυγή, κρίνει ότι αυτή πρέπει για τους ίδιους ως άνω λόγους να απορριφθεί, ως αβάσιμη και να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο της εφέσεως. Όμως, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το εφεσίβλητο – προσφεύγον Ίδρυμα από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – καθ’ ου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
[Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την 370/2010 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Προτωδικείου Κομοτηνής.]