με την οποία η ενάγουσα ζητεί, κατ’ αρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη επεξεργασία προσωπικών της δεδομένων (διαβίβαση πιστοποιητικού αναλυτικής βαθμολογίας σε Υπηρεσιακό Συμβούλιο). Στην έννοια των προσωπικών δεδομένων περιλαμβάνονται και δεδομένα που άπτονται της δημόσιας παρουσίας προσώπου, όπως είναι δραστηριότητες σχετικές με την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του δράση. Η θεμελιούμενη στο αρ. 23 του ν. 2472/97 ευθύνη προς αποζημίωση δεν αναφέρεται μόνο σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα, αλλά αφορά και στο Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. Η ευθύνη του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική. Βάρος αποδείξεως. Στην περίπτωση που υπεύθυνος επεξεργασίας είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του αρκεί η αντικειμενική παρανομία της επεξεργασίας, δίχως να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του. Ο βαθμός όμως του πταίσματος του οργάνου δέον όπως συνεκτιμηθεί για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Δεν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του αρ. 5 § 2 του ν. 2472/97, που θα δικαιολογούσε την, άνευ της συγκατάθεσης της ενάγουσας διαβίβαση της βαθμολογίας. Κρίση του Δικαστηρίου ότι η διαβίβαση καθεαυτή της αναλυτικής βαθμολογίας της ενάγουσας στο υπηρεσιακό συμβούλιο, εντασσόμενη στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας αξιολογήσεώς της, της δημιούργησε, ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, προκαλώντας της ηθική βλάβη. Μερική είναι η νίκη και η ήττα των διαδίκων όταν αυτή έχει ίση έκταση και όχι όταν έχει διαφορετική, όπως συμβαίνει όταν επιδικάζεται ποσό μικρότερο του αιτηθέντος. Αυτεπάγγελτη διαγραφή από το υπόμνημα της ενάγουσας ανάρμοστων φράσεων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Απορρίπτει το αίτημα κηρύξεως της αποφάσεως ως προσωρινώς εκτελεστής.
[...] 1. Επειδή, η υπό κρίση αγωγή εισάγεται νομίμως προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην αρμόδιου, μετά τη δημοσίευση της 2800/2012 παραπεμπτικής αποφάσεως αυτού υπό τριμελή σύνθεση.
2. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα 6597/06.03.2012 και 5319/03.04.2013 διπλότυπα εισπράξεως τύπου Α΄, καθώς και το 0524972 αντίγραφο γραμματίου εισπράξεως), η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να της καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., 57, 59, 299 Α.Κ. και 23 του Ν. 2472/1997, το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που κατά τους ισχυρισμούς της υπέστη από την παράνομη επεξεργασία από αυτό προσωπικών της δεδομένων, νομιμοτόκως από της επιδόσεως αυτής ως την πλήρη εξόφληση, κηρυχθησομένης ως προσωρινώς εκτελεστής της εκδοθησομένης αποφάσεως.
3. Επειδή, ο Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (ΦΕΚ Α΄ 50), ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 24.10.1995 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών», ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» και στο άρθρο 2, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, προ της τροποποιήσεώς του με το άρθρο 18 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006 (ΦΕΚ Α΄ 133), ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα" κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. ... β) … γ) "υποκείμενο των δεδομένων" το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει του αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία") κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, στ) ... ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας" οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ..., η) "… θ) … ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. ...». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) ..., δ) …». στο άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του. 2 Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) … δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτήν είτε στον υπέυθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα. ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων τα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώσεις ελευθερίες αυτών» και στο άρθρο 23 ότι: «1. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεως όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστον στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη».
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 57 Α.Κ. ορίζεται ότι: «Oποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. … Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται», στο άρθρο 59 Α.Κ. ότι: «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις» και στο άρθρο 932 ΑΚ ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. ...». Τέλος, στο άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται προς αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...», και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των ... άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».
5. Επειδή, από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει την έννομη προστασία που θεμελιώνεται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος και 57 - 59 του Α.Κ., συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του Α.Κ. και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της σε σχέση με αυτό, ώστε να θεωρείται απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου προσώπου, χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. Εφ. Αθ. 5717/2008, Εφ. Θεσ/νίκης 733/2009). Στην έννοια των προσωπικών δεδομένων που προστατεύονται από τον Ν. 2472/1997, περιλαμβάνονται και δεδομένα που άπτονται της δημόσιας παρουσίας του, όπως είναι δραστηριότητες σχετικές με την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του δράση, παρά το γεγονός ότι δεν αφορούν στην ιδιωτική ή οικογενειακή του ζωή, μεταξύ των οποίων και αξιολογήσεις της επιδόσεως του υποκειμένου (βλ. Α.Π. 1107/2011). Περαιτέρω, συνάγεται ότι η επεξεργασία των προσωπικών αυτών δεδομένων, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και η διαβίβαση δημοσίων εγγράφων που τα περιέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ΄ του νόμου, καθίσταται υποχρεωτική για τον υπεύθυνο επεξεργασίας, που δύναται να είναι και υπηρεσίες του Δημοσίου ή ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφ’ όσον συντρέχει μια από τις οριζόμενες στο άρθρο 5 παρ. 2 περιπτώσεις. Στην τελευταία περίπτωση η επεξεργασία είναι επιτρεπτή και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου.
6. Επειδή, περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ερμηνευτικώς ότι η θεμελιούμενη στο άρθρο 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνη προς αποζημίωση δεν αναφέρεται μόνο σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα, αλλά αφορά και στο Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Και τούτο, παρά το γράμμα της διατάξεως αυτής, καθώς αντίθετη ερμηνεία θα προσέκρουε τόσο στο πνεύμα του νόμου 2472/1997, όσο και στην αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 23 της υπερνομοθετικής ισχύος Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του όλου θεσμού, που επιφυλάσσει όμοια μεταχείριση του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα ως προς το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (βλ. ιδίως την 5η, 12η, 25η, 28η και 32η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας).
7. Επειδή, περαιτέρω, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών ή των οργάνων τους κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ` ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (βλ. Εφ.Αθ. 3833/2003). Η ευθύνη εξ άλλου του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική, επομένως η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (βλ. Α.Π. 1923/2006, Εφ.Α. 2887/2010). Στην περίπτωση ωστόσο που υπεύθυνος επεξεργασίας είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ. για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του αρκεί η αντικειμενική παρανομία της επεξεργασίας, δίχως να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1352/2011, 3595/2012, 1183/2013). Ο βαθμός όμως του πταίσματος του οργάνου δέον όπως συνεκτιμηθεί για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Ο δικαστής άλλωστε έχει την ευχέρεια, εκτιμώντας τα περιστατικά τα οποία τίθενται ενώπιον του, την περιουσιακή, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση των μερών και το είδος της προσβολής, να κρίνει εάν επήλθε ηθική βλάβη στον αιτούντα και, σε καταφατική περίπτωση, να καθορίσει και να επιδικάσει το ποσόν αυτής με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, δίχως να ταχθούν αποδείξεις (βλ. Α.Π. 440/1975, 856, 1336/1976. Ομοίως Δ.Ε. Αθ. 3882/2003, 409/2007, Ε.Θεσ/νίκης 3691/1990).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του εναγόμενου πανεπιστημιακού ιδρύματος με ειδίκευση «αρχαιολογίας και τέχνης» και βαθμό πτυχίου «ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ, 6 23/29». Το έτος 1979 διορίσθηκε ως εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κλάδου ΠΕ02 Φιλολόγων και υπηρέτησε σε διάφορα Γυμνάσια του Νομού Σερρών. Εν συνεχεία τής χορηγήθηκε εκπαιδευτική άδεια, κατά την οποία εκπόνησε διδακτορική διατριβή και αναγορεύθηκε διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του εναγόμενου Ιδρύματος την 01.07.1999 με βαθμό «ΑΡΙΣΤΑ». Το έτος 1996 μετατέθηκε στο Μουσικό Γυμνάσιο Σερρών, του οποίου έγινε υποδιευθύντρια στις 29.09.1999. Ακολούθως, και προκειμένου να πληρωθεί η θέση του διευθυντή του εν λόγω σχολείου, η οριζόμενη από το άρθρο 16 του Ν. 1824/1988 περ. Ι΄ Καλλιτεχνική Επιτροπή με το από 05.08.2002 πρακτικό της, και μετά από εξέταση της υποψηφιότητας της ενάγουσας και του συνυποψηφίου της .................., πρότεινε ομοφώνως τον τελευταίο για την τοποθέτησή του στην εν λόγω θέση, με την αιτιολογία ότι υπερείχε της ενάγουσας ως προς την κατοχή τίτλων μουσικής εξειδίκευσης, ενώ διαπιστώθηκε ότι η τελευταία κατείχε ανώτατους τίτλους σπουδών με αντικείμενο που δεν συνέπιπτε κατ’ απόλυτη εξειδίκευση με τις τέχνες και τη μουσική. Το Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Νομού Σερρών, επιληφθέν ακολούθως, εκτιμώντας ότι η γνώμη της Καλλιτεχνικής Επιτροπής δεν είναι δεσμευτική για αυτό και κατόπιν αξιολογήσεως των προσόντων της ενάγουσας, αποφάσισε την κατάρτιση αξιολογικού πίνακα των υποψηφίων με πρώτη την ενάγουσα με σύνολο μορίων 42,33 και δεύτερο τον έτερο υποψήφιο με σύνολο μορίων 30,91 (βλ. 41/26.08.2002 πράξη) και την τοποθέτηση αυτής ως διευθύντριας του Μουσικού Σχολείου για το χρονικό διάστημα από 01.09.2002 έως 31.08.2006 (βλ. 43/27.08.2002 πράξη). Οι πράξεις αυτές επικυρώθηκαν από τον Περιφερειακό Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας με τις 102 και 103/27.08.2002 αποφάσεις του. Ωστόσο, ο .................. άσκησε αίτηση ακυρώσεως των εν λόγω πράξεων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την 1103/2004 απόφασή του τις ακύρωσε και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόκλιση του Π.Υ.Σ.Δ.Ε. από την απλή γνώμη της Καλλιτεχνικής Επιτροπής. Τον Απρίλιο του έτους 2004, και μετά από σχετικό ερώτημα σχετικώς με την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, έγινε γνωστό στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Σερρών από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων πως η ενάγουσα δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων από τη διαδικασία επιλογής διευθυντή του Μουσικού Σχολείου. Ακολούθως, στις 13.01.2005 το ίδιο όργανο (ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Σερρών) ζήτησε από την Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. την αποστολή καταστάσεως των μαθημάτων που απαιτούντο το έτος 1976, έτος ορκομωσίας της ενάγουσας, για τη λήψη του σχετικού πτυχίου της Φιλοσοφικής Σχολής (με ειδίκευση «αρχαιολογίας και τέχνης»). Σε απάντηση του ερωτήματος αυτού, το εναγόμενο απέστειλε το 19/14.01.2005 πιστοποιητικό, που υπογράφεται από τη Γραμματέα της Κοσμητείας της Φιλοσοφικής Σχολής, στο οποίο αναφέρονται τα μαθήματα που παρακολούθησε η ενάγουσα ανά έτος σπουδών και η σχετική βαθμολογία της ανά μάθημα, ως εξής: «Α΄ έτος σπουδών: Αρχαία Ελληνική Φιλολογία επτά, Νεώτερη Ελληνική Φιλολογία πέντε, Λατινική Φιλολογία πέντε, Εισαγωγή στην Αρχαιολογία (Α΄ εξαμ.) πέντε, Εισαγωγή στην Ψυχολογία (Β΄ εξαμ.) επτά, Αγγλικά έξι, Ρωμαϊκή Ιστορία επτά, Ιστορία Μεσαιωνικών και Νεώτερων Χρόνων έξι. Β΄ έτος σπουδών: Αρχαία Ελληνική Φιλολογία πέντε, Νεώτερη Ελληνική Φιλολογία επτά, Λατινική Φιλολογία έξι, Εισαγωγή στην Γλωσσολογία (Α΄ εξαμ.) επτά, Εισαγωγική στην Παιδαγωγική (Β΄εξαμ.) έξι, Αγγλικά οκτώ, Λαογραφία, έξι, Συστηματική Φιλοσοφία έξι. Γ΄ έτος σπουδών: Αρχαία Ελληνική Φιλολογία έξι, Κλασσική Αρχαιολογία εννέα, Βυζαντινή Αρχαιολογία οκτώ, Προϊστορική Αρχαιολογία επτά, Αγγλικά οκτώ, Ιστορία Τέχνης Δύσεως επτά, Φιλοσοφία εννέα. Δ΄ έτος σπουδών: Προϊστορική Αρχαιολογία οκτώ, Κλασσική Αρχαιολογία οκτώ, Βυζαντινή Αρχαιολογία επτά, Μεσαιωνική και Νεωτέρα Τέχνη της Δύσεως έξι, Ιστορία Νεώτερης Ελλάδος επτά, Ιστορία Φιλοσοφίας οκτώ». Εξ άλλου, κατόπιν νέου ερωτήματος μελών του Π.Υ.Σ.Δ.Ε., επιτροπή καθηγητών της Νομικής Σχολής του εναγομένου πανεπιστημιακού ιδρύματος γνωμοδότησε τον Απρίλιο του έτους 2005 περί της μη δυνατότητας εκ των προτέρων αποκλεισμού της ενάγουσας από τη διαδικασία επιλογής διευθυντή (βλ. σχετικό από 13.04.2005 έγγραφο). Ωστόσο, τον Ιούλιο του έτους 2005 το Π.Υ.Σ.Δ.Ε., σε συνεδρίασή του με θέμα την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, αποφάσισε τον αποκλεισμό της ενάγουσας από την περαιτέρω διαδικασία και μετά από συνέντευξη του .................. κατήρτισε αξιολογικό πίνακα αποτελούμενο μόνον από αυτόν (βλ. σχετικές 28/19.07.2005 και 29/20.07.2005 πράξεις του Π.Υ.Σ.Δ.Ε.). Ενσταση της ενάγουσας κατά του αξιολογικού πίνακα απορρίφθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτος. Ακολούθως, και για το λόγο ότι ο Περιφερειακός Διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας ανέπεμψε στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Σερρών τον αξιολογικό πίνακα, ζητώντας την επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με την 1103/2004 απόφαση και τις σχετικές γνωμοδοτήσεις (βλ. τα 7195/04.10.2005 και 7884/25.10.2005 σχετικά έγγραφα), το Π.Υ.Σ.Δ.Ε. επανήλθε τον Δεκέμβριο για την εκ νέου κατάρτιση αξιολογικού πίνακα, κατατάσσοντας πρώτη την ενάγουσα με σύνολο μορίων 41,10 και δεύτερο τον .................. με σύνολο μορίων 30,58. Μολαταύτα, μετά την πάροδο ολίγων ημερών τροποποίησε τον πίνακα, προτάσσοντας τον .................. (βλ. τις 64/02.12.2005 και 68/20.12.2005 πράξεις του Π.Υ.Σ.Δ.Ε.). Ο πίνακας αυτός επικυρώθηκε τον Ιούνιο του έτους 2006 και αποφασίσθηκε η τοποθέτηση του .................. ως διευθυντή του Μουσικού Σχολείου έως τις 30.08.2006 (βλ. 1960/13.06.2006 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας). Εξ άλλου, στις ανωτέρω (28/19.07.2005, 29/20.07.2005 και 68/20.12.2005) πράξεις του Π.Υ.Σ.Δ.Ε. και στις σχετικές εισηγήσεις των μελών του διατυπώνονται διάφορες εκτιμήσεις ως προς το αντικείμενο των σπουδών της ενάγουσας, ειδικότερα ότι αυτό δεν συνάδει κατ’ απόλυτο εξειδίκευση με την απαίτηση του νόμου ή, αντιθέτως, ότι οι βασικές σπουδές της στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής έχουν κατεξοχήν σχέση με τις τέχνες, δίχως καμία αναφορά στο βαθμό του πτυχίου της ή στην αναλυτική της βαθμολογία.
9. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με τα από 12.03.2012 και 08.04.2013 υπομνήματα, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να της καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., 57, 59 και 299 Α.Κ. και 23 του Ν. 2472/1997, το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που κατά τους ισχυρισμούς της υπέστη από την παράνομη διαβίβαση από το εναγόμενο προσωπικών της δεδομένων στο Π.Υ.Σ.Δ.Ε. Νομού Σερρών. Το ποσό αυτό ζητεί η ενάγουσα να της καταβληθεί νομιμοτόκως από της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής ως την πλήρη εξόφληση, τέλος δε να κηρυχθεί ως προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση. Αντιθέτως, με την από 06.02.2012 έκθεση απόψεων και τα από 13.03.2012 και 04.04.2013 υπομνήματά του, που ταυτίζονται κατά περιεχόμενο, το εναγόμενο πανεπιστημιακό ίδρυμα ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής.
10. Επειδή, ως προς το ζήτημα της παραβάσεως του Ν. 2472/1997, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αναλυτική της βαθμολογία, καίτοι άπτεται της δημόσιας παρουσίας της και δεν αφορά στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή, συνιστά προσωπικό δεδομένο προστατευόμενο από τον Ν. 2472/1997. Προβάλλει ότι η διαβίβαση αυτού από το εναγόμενο στο Π.Υ.Σ.Δ.Ε. έγινε δίχως να υπάρχει οποισδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος που να την επιβάλλει και άνευ της συγκατάθεσής της, με αποτέλεσμα αυτή να συνιστά επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων που αντιβαίνει στον ως άνω νόμο.
11. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο υποστηρίζει ότι η αναλυτική βαθμολογία της ενάγουσας, ως στοιχείο που αφορά τη δημόσια παρουσία της ως φοιτήτριας και την ακαδημαϊκή της πρόοδο, δεν σχετίζεται με την προστατευόμενη από τον Ν. 2472/1997 ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή, επιπροσθέτως δε ότι, σε κάθε περίπτωση, ο βαθμός κάθε φοιτητή ανακοινώνεται δημοσίως στους πίνακες ανακοινώσεων κάθε σχολής με αναγραφή του ονόματός του, καθιστάμενος έτσι ευρέως γνωστή πληροφορία στην οποία δύναται να έχει πρόσβαση ο καθένας. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι βάσει της υπάρχουσας υλικοτεχνικής υποδομής που διαθέτουν και των λειτουργικών συστημάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιούν οι γραμματείες όλων των Τμημάτων και Σχολών, μεταξύ των οποίων και της Φιλοσοφικής, όταν υποβάλλεται αίτημα για λήψη πιστοποιητικού καταστάσεως μαθημάτων, εκδίδεται πιστοποιητικό που αυτονόητα περιλαμβάνει τόσο την αναλυτική κατάσταση αυτών, όσο και την επιμέρους και τελική βαθμολογία του αποφοίτου, αφού, αν ζητεί κανείς να πληροφορηθεί μόνο περί των υποχρεωτικών μαθημάτων, δύναται να ανατρέξει στον οδηγό σπουδών κάθε σχολής. Επιπλέον, προβάλλει ότι εν προκειμένω η αναλυτική βαθμολογία της ενάγουσας δεν προσέθεσε καμία πρόσθετη ουσιαστική πληροφορία περί των επιδόσεών της, αφού το υπηρεσιακό συμβούλιο είχε ούτως ή άλλως υπ’ όψιν του τον βαθμό πτυχίου της, που αποτελείται από το άθροισμα της βαθμολογίας αυτής, περαιτέρω δε ότι, στο μέτρο που το συμβούλιο είχε ειδικό έννομο συμφέρον και εύλογο ενδιαφέρον να ζητήσει πληροφορίες σχετικώς με τα μαθήματα που παρακολούθησε η ενάγουσα, το συμφέρον αυτό περιλαμβάνει και τον συσχετισμό των μαθημάτων με την επίδοση, καθώς αυτή αποτελεί ένα συμπλήρωμα του πτυχίου και βοηθά στην καλύτερη αξιολόγησή της. Τέλος, προβάλλει ότι ο νόμος 2472/1997 δεν είχε σκοπό να περιορίσει το δικαίωμα προσβάσεως στα δημόσια έγγραφα, που κατοχυρώνεται στον νόμο 2690/1999. Επομένως, η έκδοση και κοινοποίηση του εν λόγω πιστοποιητικού συνιστά επιτρεπτή μορφή επεξεργασίας και αποτελούσε νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου ως υπευθύνου επεξεργασίας.
12. Επειδή, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δεδομένα που άπτονται της δημόσιας παρουσίας του υποκειμένου, παρά το γεγονός ότι δεν αφορούν στην ιδιωτική ή οικογενειακή του ζωή, αποτελούν προσωπικά δεδομένα που προστατεύονται από τον Ν. 2472/1997. Επομένως, η αναλυτική βαθμολογία της ενάγουσας, ως αξιολόγηση της επιδόσεώς της σε πανεπιστημιακά μαθήματα, καίτοι αφορά στην ακαδημαϊκή της παρουσία, συνιστά προσωπικό της δεδομένο προστατευόμενο από τον Ν. 2472/1997. Η ακολουθούμενη δε από το εναγόμενο πρακτική της ανακοινώσεως της βαθμολογίας εκάστου φοιτητή στους πίνακες ανακοινώσεων κάθε σχολής, υπό την έννοια ότι καθιστά αυτήν ευρέως γνωστή, ανεξαρτήτως του αν εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά το χρόνο φοιτήσεως της ενάγουσας (έτη 1971-1976) και αν θέτει ζητήματα συμφωνίας με τον Ν. 2472/1997, δεν δύναται να άρει τον χαρακτήρα του εν λόγω δεδομένου ως προσωπικού. Ο χαρακτήρας αυτός, επιπλέον, δεν αίρεται εκ του γεγονότος ότι από την αναλυτική βαθμολογία προκύπτει ο βαθμός πτυχίου που ούτως ή άλλως είχε στη διάθεσή του το υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εναγόμενο, καθώς το 19/14.01.2005 πιστοποιητικό περιείχε συγγενείς μεν, αλλά σημαντικά περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με το αντίγραφο πτυχίου. Βεβαίως, όμως, η ιδιότητα της αναλυτικής βαθμολογίας ως συνόλου παρατηρήσεων εκ των οποίων προκύπτει ως μέση τιμή ο βαθμός πτυχίου, είναι εκτιμητέα κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως σε περίπτωση προκλήσεως ηθικής βλάβης, από την άποψη της εντάσεως της προσβολής της ιδιωτικής σφαίρας. Εξ άλλου, συνέπεια του γεγονότος ότι ορισμένα προσωπικά δεδομένα αφορούν στη δημόσια παρουσία του υποκειμένου είναι ότι δύνανται αυτά να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας και δίχως τη συγκατάθεσή του. Η παραδοχή όμως αυτή προϋποθέτει επεξεργασία που εμπίπτει σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 περιπτώσεις. Τούτο δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, διότι το εναγόμενο στο αιτηθέν πιστοποιητικό παρέθεσε και το προσωπικό δεδομένο της αναλυτικής της βαθμολογίας, δηλαδή στοιχείο πέραν του αιτηθέντος, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 που απαιτεί, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (εν προκειμένω με τη μορφή της διαβιβάσεως) των προσωπικών δεδομένων, να μην είναι αυτά περισσότερα από τα απαιτούμενα εν όψει του σκοπού της. Στον βαθμό που το αρμόδιο για την επιλογή διευθυντή υπηρεσιακό συμβούλιο θεώρησε ως αναγκαίο στοιχείο για την αξιολόγηση της υποψηφιότητας της ενάγουσας μόνο την κατάσταση των μαθημάτων που αυτή παρακολούθησε, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, που θα δικαιολογούσε την, άνευ της συγκατάθεσής της, διαβίβαση της βαθμολογίας. Η κρίση δε περί του αν η αναλυτική βαθμολογία αποτελεί συμπλήρωμα του βαθμού πτυχίου και ως τέτοιο βοηθητικό στοιχείο για την αξιολόγηση της ενάγουσας δεν επαφίεται επ’ ουδενί στο εναγόμενο ως υπεύθυνο επεξεργασίας, αλλά στο υπηρεσιακό συμβούλιο, ως αρμόδιο για την επιλογή προσώπου για τη θέση του διευθυντή. Τα περί του αντιθέτου, λοιπόν, προβαλλόμενα από το εναγόμενο δέον όπως απορριφθούν προεχόντως ως ερειδόμενα επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Για τον λόγο δε ότι δεν ζητήθηκε αναλυτική βαθμολογία, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι το εναγόμενο υπείχε υποχρέωση διαβιβάσεώς της σύμφωνα με τον νόμο 2690/1999, όπως αβασίμως ισχυρίζεται. Τέλος, η έλλειψη δυνατότητας του εναγομένου, από πλευράς λειτουργικού συστήματος των εν χρήσει ηλεκτρονικών υπολογιστών, να εκδώσει πιστοποιητικό μαθημάτων δίχως παράθεση της σχετικής βαθμολογίας δεν ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή, ενώ τα προβαλλόμενα περί συμφωνίας της πρακτικής εκδόσεως πιστοποιητικών με τα συναλλακτικά ήθη είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, ως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα.
13. Επειδή, εν συνεχεία, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η παράνομη διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων από το εναγόμενο ως υπεύθυνο επεξεργασίας οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων του, με βαθμό πταίσματος που υπερβαίνει την αμέλεια, καθώς και ότι εξ αυτής της παράνομης ενέργειας υπέστη ηθική βλάβη. Η τελευταία συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς της, αφ’ ενός στο γεγονός ότι το Π.Υ.Σ.Δ.Ε. βασίσθηκε στο 19/14.01.2005 πιστοποιητικό προκειμένου να καταλήξει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι σπουδές της δεν συνέπιπταν κατά απόλυτη εξειδίκευση με τις απαιτήσεις του νόμου και εν συνεχεία να την αποκλείσει από τη διαδικασία, ότι, δηλαδή, το υπηρεσιακό συμβούλιο χρησιμοποίησε το πιστοποιητικό αυτό για να δώσει μια επίφαση νομιμότητας στην τελική επιλογή του να προκρίνει τον συνυποψήφιό της. Αφ` ετέρου, στο επιπλέον γεγονός ότι καθ’ όλο το σχετικό διάστημα ένιωθε ότι η ακαδημαϊκή της πορεία, η καριέρα της ως εκπαιδευτικού και η όλη κοινωνική της παρουσία περνούσε από το μικροσκόπιο του εν λόγω υπηρεσιακού συμβουλίου μέσα σε ένα κλίμα προκατάληψης εις βάρος της, έχοντας την εντύπωση ότι γινόταν προσπάθεια για τον κατ’ οιονδήποτε τρόπο αποκλεισμό της από τη θέση του διευθυντή, για τον λόγο αυτόν, δεδομένης της κακοβουλίας του συγκεκριμένου συμβουλίου προς το πρόσωπό της, η κοινοποίηση των προσωπικών της δεδομένων στα μέλη του, που έδωσε αφορμή για πολλά σχόλια ως προς τις ακαδημαϊκές της επιδόσεις σ’ έναν ευρύτερο κύκλο προσώπων που συνεχώς θα αυξάνεται, της δημιούργησε ιδιαίτερη στενοχώρια.
14. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο προβάλλει ότι δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη του, αφού η ανακοίνωση της αναλυτικής βαθμολογίας της ενάγουσας δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά επέμβαση ή διατάραξη της προσωπικότητάς της, αφού η βαθμολογία της ήταν ήδη γνωστή στο υπηρεσιακό συμβούλιο, περαιτέρω ότι η επίκληση των περί ηθικής βλάβης γίνεται όλως αορίστως, δίχως να εξειδικεύεται σε τι συνίσταται αυτή, τέλος δε και όλως επικουρικώς ότι το αιτούμενο ποσό είναι προφανώς δυσανάλογο με την προσβολή που ισχυρίζεται ότι υπέστη.
15. Επειδή, εν πρώτοις, η επίδοση της ενάγουσας στα πανεπιστημιακά μαθήματα δεν μνημονεύεται στις πράξεις του υπηρεσιακού συμβουλίου, απεναντίας το ζήτημα που απασχόλησε τα μέλη του κατά την αξιολόγηση της υποψηφιότητάς της ήταν αποκλειστικώς εάν το αντικείμενο των σπουδών της συνάδει ή μη κατ’ απόλυτο εξειδίκευση με την απαίτηση του νόμου οι σπουδές να σχετίζονται με τις τέχνες. Επομένως, όσα η ενάγουσα προβάλλει περί του ότι το Π.Υ.Σ.Δ.Ε. στηρίχθηκε στο 19/14.01.2005 πιστοποιητικό επικαλούμενο την αναλυτική της βαθμολογία προκειμένου να την αποκλείσει από τη σχετική διαδικασία είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαβίβαση καθεαυτή της αναλυτικής βαθμολογίας της ενάγουσας στο υπηρεσιακό συμβούλιο, εντασσόμενη στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας αξιολογήσεώς της που: α) αντικειμενικώς, διαρκούσε για μεγάλο διάστημα (η αρχική απόφαση επιλογής της για τη θέση του διευθυντή ελήφθη τον Αύγουστο του έτους 2002 και κατά το χρόνο διαβιβάσεως του ως άνω πιστοποιητικού, ήτοι τον Ιανουάριο του έτους 2005, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί), β) εδύνατο να αμφισβητηθεί για τη νομιμότητά της (μη εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, εκ των προτέρων αποκλεισμός της ενάγουσας από τη διαδικασία) και γ) περιείχε απογοητεύσεις και αγωνία για την ίδια (που είχε, αρχικώς, επιλεγεί, ενώ, μετά την ακυρωτική απόφαση, έπρεπε να υποστηρίξει εκ νέου την υποψηφιότητά της), τής δημιούργησε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, προκαλώντας της ηθική βλάβη. Η τελευταία μάλιστα τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη παρανομία του εναγομένου, η διαπίστωση της οποίας αρκεί για τη θεμελίωση της αστικής του ευθύνης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι το εναγόμενο ευθύνεται για τη χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας λόγω της προκληθείσας ηθικής της βλάβης.
16. Επειδή, λαμβανομένου υπ’ όψιν του επαγγέλματος της αιτούσας, των ακαδημαϊκών της γνώσεων και προσόντων, της σημασίας του προστατευόμενου αγαθού (προσωπικού δεδομένου) ως ανήκοντος στην ιδιωτική σφαίρα, της εντάσεως (αναλυτικά στοιχεία ενός ήδη γνωστού μέσου όρου βαθμολογίας) και του είδους της προσβολής (αποστολή διοικητικού εγγράφου σε υπηρεσιακό συμβούλιο), αλλά και του γεγονότος ότι εκ των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο του εναγομένου έδρασε με δόλο, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 23 του Ν. 2472/1997, 932 Α.Κ. και 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., να καταδικασθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.500,00 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως αυτής, ήτοι από 08.03.2010 (βλ. την 9621 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...), έως την πλήρη εξόφληση.
17. Επειδή, εξ άλλου, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί ως προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, πλην δεν επικαλείται την ύπαρξη εξαιρετικών λόγων συνηγορούντων προς τούτο, ούτε το γεγονός ότι η επιβράδυνση της εκτελέσεως θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 80 παρ. 3 Κ.Δ.Δ.. Ως εκ τούτου, το σχετικό αίτημα δέον όπως απορριφθεί.
18. Επειδή, το άρθρο 275 Κ.Δ.Δ. ορίζει ότι: «1. Τα δικαστικά έξοδα καταλογίζονται σε βάρος του διαδίκου που ηττάται. … Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας, τα δικαστικά έξοδα συμψηφίζονται ανάμεσα στους διαδίκους. Στην περίπτωση αυτή, τα τέλη που προκαταβλήθηκαν βαρύνουν όλους τους διαδίκους εξίσου, καταλογιζόμενα αναλόγως. … 4. Τα δικαστικά έξοδα, τα οποία αποδίδονται στο διάδικο που νίκησε, καταλογιζόμενα σ’ εκείνον που ηττήθηκε, είναι, ιδίως: … β) το κατά το άρθρο 274 τέλος δικαστικού ενσήμου, …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μερική είναι η νίκη και η ήττα των διαδίκων όταν αυτή έχει ίση έκταση (πρβλ. Α.Π. 1541/1985) και όχι όταν έχει διαφορετική, όπως συμβαίνει όταν επιδικάζεται ποσό μικρότερο του αιτηθέντος (πρβλ. Α.Π. 270/1968). Στην περίπτωση, επομένως αυτή, κατ’ ορθή ερμηνεία της διατάξεως και σύμφωνα με την αρχή της ήττας (πρβλ. Α.Π. 1401/2008, πρβλ. επίσης τη ρύθμιση του άρθρου 178 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 92 του γερμανικού Κ.Πολ.Δ., που αποτέλεσε τη βάση του), πρέπει τα δικαστικά έξοδα να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, το δε προκαταβληθέν δικαστικό ένσημο να καταλογισθεί αναλόγως. Ως εκ τούτου, καίτοι δεν έχει επισυναφθεί στη δικογραφία κατάλογος των εξόδων (πρβλ. Α.Π. 196/1974, 1401/2008), πρέπει αυτά, ανερχόμενα κατά πιθανολόγηση σε 345,84 ευρώ για την ενάγουσα και 126,00 ευρώ για το εναγόμενο, να καταμερισθούν αναλόγως της νίκης και ήττας τους, καταλογιζομένου εις βάρος του εναγομένου και υπέρ της ενάγουσας του ποσού των 22,00 ευρώ εκ του προκαταβληθέντος δικαστικού ενσήμου.
19. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 43 Κ.Δ.Δ.: «1. Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα πρέπει να είναι διατυπωμένα ευπρεπώς. 2. Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί, με την απόφασή του, να διατάξει τη διαγραφή ανάρμοστων φράσεων από δικόγραφο ή υπόμνημα». Εν προκειμένω, στο από 08.04.2013 υπόμνημα της ενάγουσας αναφέρονται οι φράσεις: «Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος Τσαλαπάτης φεύγοντας από το Μουσικό Σχολείο Σερρών το έτος 2002, άφησε χρεωμένη τη Σχολική Επιτροπή με χρέος περίπου 5.000.000 δρχ. καθώς επίσης βρέθηκαν στο ερμάριο του γραφείου του ένσημα αναπληρωτών και ωρομίσθιων καθηγητών αξίας 11.000.000 δρχ. πράγμα για το οποίο έχει επιληφθεί το Ι.Κ.Α. Σερρών». Οι φράσεις αυτές δεν είναι αναγκαίες για την υπεράσπιση των ισχυρισμών της ενάγουσας και εξέρχονται των ορίων που επιβάλλει η τήρηση του μέτρου στη διατύπωση του δικανικού λόγου κατά τη σύνταξη των δικογράφων, για το λόγο αυτό πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, να διαταχθεί η διαγραφή τους από το υπόμνημα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Καταδικάζει το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Απορρίπτει το αίτημα κηρύξεως της αποφάσεως ως προσωρινώς εκτελεστής. Κατανέμει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με τη νίκη και ήττα των διαδίκων, καταλογιζομένου εις βάρος του εναγομένου και υπέρ της ενάγουσας του ποσού των είκοσι δύο (22) ευρώ. Διατάσσει τη διαγραφή από το από 08.04.2013 υπόμνημα των φράσεων που κρίθηκαν διαγραπτέες, κατά το αιτιολογικό.