Περίληψη: Αδικοπραξία - Παραγραφή - Επιμήκυνση παραγραφής - Ποινική απόφαση - Ψυχική οδύνη - Δεδικασμένο ποινικής απόφασης - Δικαιοδοσία - Ένσταση - Αντένσταση - Έννομο συμφέρον - Περιορισμός αιτήματος.
Από την τελεσιδικία απόφασης που βεβαιώνει την ύπαρξη αξίωσης για ζημία από αδικοπραξία επιμήκυνση παραγραφής σε εικοσαετή, και δη και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης που ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου της πρώτης δίκης, εφόσον δεν έχει υποκύψει στην βραχυχρόνια πενταετή παραγραφή. Το δεδικασμένο της ποινικής απόφασης που δέχεται ή απορρίπτει την πολιτική αγωγή καλύπτει μόνο το κύριο ζήτημα της επιδίκασης ή μη της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης και όχι την αδικοπραξία ως έννομη σχέση, αφού το ποινικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για τούτο. Μη νόμιμη η αντένσταση περί επιμήκυνσης με τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου της πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή για το επίδικο επί πλέον, του αιτηθέντος με επιφύλαξη και εν όλω επιδικασθέντος στο ποινικό δικαστήριο, ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που πρόβαλε η ενάγουσα έναντι της προταθείσας από τον εναγόμενο ένστασης πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης, η οποία (ένσταση) μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό έχει την έννοια της έλλειψης εννόμου συμφέροντος για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον έχει παραγραφεί η αξίωση την οποία αυτή πρόκειται να προπαρασκευάσει.
[...] Η κρινόμενη, από 18.05.2010, έφεση του ηττηθέντος εναγομένου και παρεμπιπτόντως ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 408/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α ΚΠολΔ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011, που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου ασκήσεως αυτής (18.05.2010) προ της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού στις 25.07.2011, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 13 αυτού] ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομίζεται απόδειξη περί επιδόσεως αυτής και εντός τριών (3) ετών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής (άρθρα 495 επ., 511 επ., 591 παρ. 1 ΚΠολΔ)]. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητος, με την από 24.12.2003 (αριθ. εκθ. κατ. 1081/2003), αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά του ήδη εκκαλούντος, αφού ισχυρίστηκε ότι στις 20.10.1998 ο εναγόμενος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, από υπαιτιότητά του (αμέλεια), προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό της πεζής Γ. Σ., μητέρας της, κατά το αυτοκινητικό ατύχημα, που έγινε κάτω από τις συνθήκες που ιστορούνται στην αγωγή, ζήτησε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με προσωπική του κράτηση, να της καταβάλει (μεταξύ των άλλων κονδυλίων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, αφού τα αντίστοιχα κεφάλαια της εκκαλουμένης δεν προσβάλλονται με την έφεση) το ποσό των 45.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ο εναγόμενος της ανωτέρω αγωγής και ήδη εκκαλών με την από 10.02.2004 (αριθμ. εκθ. κατ. 134/2004) προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση στην οποία ένωσε και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, αφού ισχυρίστηκε ότι το φερόμενο στην προαναφερόμενη αγωγή ως ζημιογόνο αυτοκίνητο, κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, ήταν ασφαλισμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 489/1976, για τις ζημιές που θα προκαλούσε σε τρίτους, στην προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρία Γενικών Ασφαλειών G. U.» (Γ. Ε. Α.Ε.Ε.Γ.Α.), της οποίας, μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ανακλήθηκε οριστικώς, νομίμως, η άδεια λειτουργίας με την 156/16, 21.09.2009 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) και στο σύνολό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της υπεισήλθε, εκ του νόμου, αυτοδικαίως, το, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», την προσεπικάλεσε να παρέμβει στη μεταξύ αυτού και της ενάγουσας ανωτέρω δίκη και να τον υποστηρίξει και, σε περίπτωση ήττας του, ζήτησε να του καταβάλει κάθε ποσό που θα επιδικασθεί στην ενάγουσα της κύριας αγωγής.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ανωτέρω Δικαστήριο, τόσο η ενάγουσα όσο και ο παρεμπιπτόντως ενάγων, περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και της παρεμπίπτουσας αγωγής αντιστοίχως σε αναγνωριστικό. Οι δύο υποθέσεις συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (408/2009), με την οποία η μεν κύρια αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού απορρίφθηκε η προτεινόμενη από τον εναγόμενο ένσταση παραγραφής κατ’ αποδοχήν της αντενστάσεως της ενάγουσας περί επιμηκύνσεως της παραγραφής, η δε παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκε κατ’ αποδοχήν ενστάσεως παραγραφής εν επιδικία που πρότεινε η παρεμπιπτόντως εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτή ο εναγόμενος της κυρίας αγωγής και παρεμπιπτόντως ενάγων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεως, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η εις βάρος του κυρία αγωγή και, επικουρικώς, σε περίπτωση που δεν απορριφθεί αυτή, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ ΑΚ «κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμα η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή». Βασική προϋπόθεση για την, προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή, επιμήκυνση της αρχικά βραχυχρόνιας παραγραφής (όπως της πενταετούς παραγραφής της ΑΚ 937 παρ. 1, που ενδιαφέρει εν προκειμένω) σε εικοσαετή είναι, κατά το εν προκειμένω ενδιαφέρον μέρος, η προηγούμενη βεβαίωση της αξιώσεως με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία.
Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ ΑΚ, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση (και το οποίο δεν είχε καταστεί αντικείμενο της προηγούμενης δίκης). Και αυτό, διότι και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Ωστόσο, η νέα αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (ΟλΑΠ 24/2003 Δνη 1995. 577, ΟλΑΠ 38/1996 Δνη 1997. 41, ΑΠ 521/2008, ΑΠ 642/2007 σε τρ.ν.πλ. «νόμος»). Δηλαδή, κατά τα ανωτέρω, η αξίωση αποζημιώσεως που ασκείται με τη δεύτερη αγωγή αποζημιώσεως θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με την προηγούμενη απόφαση που εκδόθηκε επί της πρώτης αγωγής αποζημιώσεως, δηλαδή ουσιαστικώς πρόκειται για την ίδια κατά βάση αξίωση, η οποία όμως αφορά διαφορετικό (μεταγενέστερο) χρόνο. Περαιτέρω, υπό τον ΚΠολΔ, οι (καταδικαστικές ή αθωωτικές) αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη (ΑΠ 580/2001, ΑΠ 431/2000 αμφότερες σε τ.ν.πλ. «νόμος», Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, β′ έκδοση 2007, σελ. 105). Όμως, αναφορικά με την ποινική απόφαση για την πολιτική αγωγή, από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 67 ΚΠΔ προκύπτει ότι, για την αξίωση που κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο, μετά από άσκηση πολιτικής αγωγής, δημιουργείται δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει και το πολιτικό δικαστήριο (Κονδύλης ό.π. σελ. 107.). Το δεδικασμένο, όμως, της ποινικής αποφάσεως που δέχεται ή απορρίπτει την πολιτική αγωγή καλύπτει μόνο το κύριο ζήτημα της επιδικάσεως ή αποδικάσεως της αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως που ζητήθηκε. Η έννομη σχέση της αδικοπραξίας, μολονότι αποτελεί προδικαστικό ζήτημα του παραπάνω κύριου ζητήματος και η εξέτασή της είναι αναγκαία για την απόφαση επί του κυρίου ζητήματος, εντούτοις δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο και τούτο, διότι το ποινικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει για την αδικοπραξία ως έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου.
Συνεπώς, δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 331 ΚΠολΔ. Αν, λοιπόν, μετά την έκδοση αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου που δέχεται την πολιτική αγωγή, ασκηθεί αγωγή για περαιτέρω αποζημίωση ή για επί πλέον χρηματική ικανοποίηση στο πολιτικό δικαστήριο, αυτό δεν δεσμεύεται από την ποινική απόφαση ως προς την τέλεση της αδικοπραξίας. Το πολιτικό δικαστήριο θα δικάσει εκ νέου την υπόθεση χωρίς να δεσμεύεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για το ότι ο εναγόμενος (κατηγορούμενος στην ποινική δίκη) τέλεσε υπαίτια την αδικοπραξία (Κονδύλης, ό.π. σ. 108 - 109). Επομένως, με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα, από τη στιγμή που το ποινικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει για την αδικοπραξία κατά την έννοια της ΑΚ 914, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι με την τελεσίδικη ποινική απόφαση, με την οποία επιδικάσθηκε ολόκληρο το αιτηθέν, με επιφύλαξη, ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, συντρέχει η βασική προϋπόθεση της διατάξεως του άρθρου 268 ΑΚ, δηλαδή απόφαση τελεσίδικη περί βεβαιώσεως της αξιώσεως (και για επί πλέον, πέραν της ασκηθείσας, χρηματική ικανοποίηση). Η διάταξη αυτή πρέπει να νοηθεί ότι αναφέρεται σε βεβαίωση προκύπτουσα από απόφαση τελεσίδικη παράγουσα δεδικασμένο, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω για τους προαναφερθέντες λόγους. Δεν παράγει δεδικασμένο απόφαση σε θέμα που αναφέρεται σε έννομη σχέση για την οποία στερείται δικαιοδοσίας να αποφασίσει.
Εν προκειμένω, στην ένδικη κυρία αγωγή (αριθμ. εκθ. κατ. 1081/29.12.2003) ιστορείται, ότι το αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο, εξ υπαιτιότητος του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, τραυματίστηκε θανάσιμα η Γ. Σ., μητέρα της, αξιούσης χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εκ του θανάτου αυτής, ενάγουσας και ήδη πρώτης εφεσιβλήτου, έλαβε χώρα στις 20.10.1998. Η αγωγή αυτή ασκήθηκε στις 29.12.2003, με την κατάθεσή της, κατά την ημερομηνία αυτή, στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και την αυθημερόν επίδοση αντιγράφου αυτής στον εναγόμενο (βλ. σημείωση του δικαστικού επιμελητή Ν.Κ. επί του αντιγράφου αυτής που επιδόθηκε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα), ήτοι μετά την πάροδο πενταετίας από το ατύχημα και τον εξ αυτού θάνατο της ανωτέρω, με τον οποίο, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, ταυτίζεται και η γνώση εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη πρώτης εφεσιβλήτου της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Με την υπ’ αριθμόν 1360/02.12.2002 τελεσίδικη (ποινική) απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας επιδικάστηκε στην ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητο χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εκ του θανάτου της ως άνω μητρός της ολόκληρο το (αιτηθέν, συμβολικό) ποσό των 29,35 ευρώ, για το οποίο και είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, επιφυλαχθείσα να αξιώσει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό για την ως άνω αιτία με αγωγή ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, όπως και πράγματι άσκησε την ένδικη, αλλά μετά την πάροδο πενταετίας εκ της γνώσεως της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Όμως, σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν συνιστά απόφαση τελεσίδικη περί βεβαιώσεως της αξιώσεως, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ ΑΚ για την επιμήκυνση της παραγραφής, αφού αυτή δεν παράγει δεδικασμένο ως προς την έννομη σχέση της αδικοπραξίας, εκ της οποία απορρέει η αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση. Επομένως, ελλειπούσης της βεβαιώσεως της αξιώσεως δια τελεσιδίκου αποφάσεως παραγούσης δεδικασμένο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για επιμήκυνση της παραγραφής κατά την ανωτέρω διάταξη και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η τελεσιδικία της ανωτέρω αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου επήλθε προ της παρόδου της βραχυχρόνιας πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ.
Συνεπώς, η αντένσταση περί επιμηκύνσεως, με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, της βραχυχρόνιας πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή για το επίδικο επί πλέον, του αιτηθέντος με επιφύλαξη στο ποινικό δικαστήριο και εξ ολοκλήρου επιδικασθέντος με την ποινική αυτή απόφαση, ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, που πρόβαλε η ενάγουσα έναντι της προταθείσας από τον εναγόμενο ένστασης πενταετούς παραγραφής της ασκούμενης με την ένδικη αγωγή αξιώσεως (άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ), η οποία (ένσταση) μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό έχει την έννοια της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον έχει παραγραφεί η αξίωση την οποία η αγωγή αυτή πρόκειται να προπαρασκευάσει (ΑΠ 1241/2004 τ.ν.πλ. «νόμος», ΑΠ 540/1999 Δνη 41. 133), δεν είναι νόμιμη και έπρεπε να απορριφθεί. Εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε διαφορετικά από τα παραπάνω ως προς τη νομιμότητα της ανωτέρω αντενστάσεως της ενάγουσας περί επιμηκύνσεως της πενταετούς παραγραφής της ενδίκου αξιώσεως σε εικοσαετή και συγκεκριμένα την έκρινε νόμιμη και περαιτέρω τη δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία της προαναφερόμενης διατάξεως νόμου (268 εδ. α’ ΑΚ) και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της εφέσεως ως ουσιαστικά βάσιμος (ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων εφέσεως, που αναφέρονται στο κεφάλαιο της εκκαλουμένης που έκρινε επί της κυρίας αγωγής), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της, που έκρινε επί της κυρίας αγωγής και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο αναφορικά με την κυρία αγωγή για κατ’ ουσίαν έρευνα (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη κατ’ αποδοχήν της ανωτέρω ενστάσεως του εναγομένου περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της κυρίας ενάγουσας για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον έχει παραγραφεί (κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ) η αξίωση την οποία η αγωγή αυτή πρόκειται να προπαρασκευάσει (ΑΠ 1241/2004 ό.π., ΑΠ 540/1999 ό.π.). Επίσης, παρέλκει η έρευνα του έκτου λόγου εφέσεως που αναφέρεται στο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως που απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή του εκκαλούντος κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου, ασφαλιστή του ως δικονομικού εγγυητή, διότι ο λόγος αυτός ασκήθηκε υπό την αίρεση της ευδοκιμήσεως (έστω και μερικώς) της κυρίας αγωγής. Τέλος, πρέπει, να συμψηφιστούν εν όλω τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του ιδιαιτέρου δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).