Περίληψη: Η λύση του γάμου επέρχεται μόνο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν πριν το αμετάκλητο επέλθει ο θάνατος ενός των διαδίκων καταργείται η περί διαζυγίου δίκη, αφού από το θάνατο και λόγω αυτού έχει επέλθει η λύση του γάμου και δεν νοείται μετά από αυτήν η με διαζύγιο λύση του. Συνεπώς, η επιζώσα εν διαστάσει σύζυγος θεωρείται χήρα σύζυγος κατά την έννοια του συνταξιοδοτικού κώδικα, δικαιούται να λάβει σύνταξη από μεταβίβαση από το θανόντα σύζυγό της (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α ΣΚ) και συντρέχει σ’ αυτή μαζί με τα λοιπά μέλη της υπάρχουσας κατά το χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου μέλη της πατρικής οικογένειας. Το γεγονός ότι με βάση την διαθήκη του ο αποβιώσας αποκλήρωσε την πρώην σύζυγό του, ώστε αυτή να στερηθεί της νόμιμης μοίρας και να μην καλείται ως αναγκαία κληρονόμος στην κληρονομική του διαδοχή, με συνέπεια την εικαζόμενη βούληση του συζύγου κληρονομούμενου για τη λύση του γάμου, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Άλλωστε οι συνταξιοδοτικές διατάξεις είναι ειδικές και υπερισχύουν έναντι των διατάξεων του Α.Κ., αφού όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα (όπως η αίτηση για κανονισμό σύνταξης από μεταβίβαση), αυτά γεννώνται μεν με το θάνατο του κληρονόμου, ασκούνται όμως όχι βάσει της κληρονομικής διαδοχής αλλά «ιδίω δικαίω» με τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζει ο εκάστοτε εφαρμοστέος συνταξιοδοτικός νόμος. (αντίθ. μειοψ.)
Διατάξεις: άρθρο 5 [παρ. 1 περ. α΄] ΠΔ 169/2007
Ι. Με την κρινόμενη από 2.5.2011 (αριθμ. κατάθ. 97/2011) αίτηση αναίρεσης της ... θυγατέρας του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου ..., για την οποία έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (...) και το παραδεκτώς προς υποστήριξη των λόγων αυτής από 7.7.2013 κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους η αναίρεση της 537/2011 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής, παρά την δικονομική απουσία της αναιρεσείουσας η οποία, όπως προκύπτει από την από 29.1.2013 έκθεση επίδοσης της κλήσης προς συζήτηση του Β.Π., υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη συζήτηση αυτής.
ΙΙ. Με την 25270/2008 συνταξιοδοτική πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η θυγατέρα του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου και ήδη αναιρεσείουσα αναγνωρίστηκε δικαιούχος από μεταβίβαση και κανονίστηκε σ’ αυτήν σύνταξη, πληρωτέα από τις 6.1.2008. Με την ίδια πράξη απορρίφθηκε η αίτηση της συζύγου αυτού για κανονισμό σύνταξης για το λόγο ότι η επιζώσα εν διαστάσει σύζυγος, ευρισκόμενη κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου σε δικαστική αντιδικία για την έκδοση διαζυγίου δεν εμπίπτει στην έννοια της επιζώσας χήρας συζύγου, κατά το άρθρο 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Η τελευταία άσκησε έφεση κατά της ως άνω πράξης η οποία έγινε δεκτή με συνέπεια να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη συνταξιοδοτική πράξη (27570/2008) της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και να οριστεί η εκκαλούσα συνδικαιούχος από μεταβίβαση της σύνταξης που λάμβανε ο θανών πολιτικός συνταξιούχος. Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται η αναιρεσείουσα, θυγατέρα του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 του ΠΔ 169/2007, ήτοι ότι η διάταξη αυτή θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 21 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι δεν εμπίπτει στον σκοπό της συνταξιοδοτικής ρύθμισης που αφορά στην προστασία της υφιστάμενης κατά το χρόνο του θανάτου του υπαλλήλου οικογένειας, η περίπτωση του επιζώντος εν διαστάσει, κατά το χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου, συζύγου, ο οποίος βρίσκεται σε μακρά δικαστική αντιδικία με τον αποθανόντα, ζητεί δε την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. α΄ του ΠΔ/τος 169/2007 (ΦΕΚ Α΄ 210) «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» ορίζεται ότι: «Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) Η χήρα του υπαλλήλου από αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, ο οποίος είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή που πέθανε στην υπηρεσία ....». Περαιτέρω το άρθρο 1438 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο. Το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα επόμενα άρθρα» (1439-1441 ΑΚ). Τέλος το άρθρο 604 ΚΠολΔ ορίζει ότι: «Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1, αν πεθάνει ο ένας από τους διαδίκους πριν γίνει η απόφαση αμετάκλητη η δίκη καταργείται ως προς το κύριο αντικείμενο της ...» Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ προκύπτει ότι η λύση του γάμου με διαζύγιο επέρχεται μόνο αφότου γίνει αμετάκλητη η περί αυτού απόφαση. Ειδικότερα, όταν λόγο διαζυγίου αποτελεί ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης αντικείμενο της δίκης αυτής δεν είναι η διάγνωση του λόγου του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου, είναι δε αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε γεγονός υπαίτιο ή ανυπαίτιο για τον κάθε σύζυγο. Συνεπώς, η διάπλαση, στην περίπτωση αυτή, της έννομης σχέσης (λύση του γάμου) μπορεί να γίνει μόνο με δικαστική απόφαση, την οποία ο νομοθέτης θέλει να έχει καταστεί αμετάκλητη, ως εκ τούτου, αποκλείεται η επίκληση της μεταβολής της έννομης σχέσης, χωρίς την έκδοση της απόφασης αυτής. Αν όμως πριν το αμετάκλητο της απόφασης, επέλθει ο θάνατος ενός των διαδίκων συζύγων καταργείται η περί διαζυγίου δίκη και μάλιστα η έννομη σχέση της δίκης η δημιουργηθείσα με την αγωγή περί διαζυγίου. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί καταργημένη τη δίκη, αφού ήδη από το θάνατο και λόγω αυτού, έχει επέλθει η λύση του γάμου και δεν νοείται μετά από αυτή, η με διαζύγιο, λύση του. Παρέπεται ότι στην περίπτωση αυτή η επιζώσα, έστω εν διαστάσει, σύζυγος θεωρείται χήρα σύζυγος, κατά την έννοια του συνταξιοδοτικού κώδικα και δικαιούται να λάβει σύνταξη κατά μεταβίβαση από το θανόντα σύζυγό της σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 περ. α΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη και Σταμάτιου Πουλή, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, που προβλέπει το δικαίωμα σύνταξης του επιζώντος συζύγου, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 21 παρ. 1 περί προστασίας από το Κράτος της οικογένειας, του γάμου, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, αποβλέπει, σύμφωνα με τον σκοπό θέσπισής της, στην προστασία της υπάρχουσας, κατά τον χρόνο θανάτου του δημοσίου υπαλλήλου, οικογένειάς του. Συνεπώς, δεν εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό της συνταξιοδοτικής αυτής ρύθμισης η περίπτωση επιζώντος συζύγου, που κατά τον χρόνο θανάτου του υπαλλήλου τελεί σε διάσταση με αυτόν και βρίσκεται σε μακρά δικαστική αντιδικία για τη λύση του γάμου τους με διαζύγιο, ώστε να μην υφίστανται πλέον μεταξύ τους ο δεσμός του γάμου στην ουσιαστική του έννοια, χωρίς να ενδιαφέρει τον συνταξιοδοτικό νομοθέτη το γεγονός ότι δεν έχει λυθεί ακόμη η έννομη σχέση του γάμου κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που απαιτούν αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 5-1-2008 ημερομηνία θανάτου του ..., πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου, εκκρεμούσε προς εκδίκαση στον Άρειο Πάγο η αίτηση αναίρεσης που είχε ασκήσει η σύζυγός του ... κατά της 1840/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή της κατά της 22102/2005 (πρωτόδικης) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (βλ. την από 4.5.2009 βεβαίωση του ΑΠ). Με την τελευταία αυτή απόφαση, έγινε δεκτή η ασκηθείσα αγωγή του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου και απαγγέλθηκε η λύση του γάμου, ο οποίος είχε τελεσθεί στις 15.2.1988, λόγω του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης, που τεκμαιρόταν αμάχητα από την ύπαρξη τετραετούς διάστασης μεταξύ τους από το Μάρτιο του 2001. Μετά το θάνατο του ανωτέρω συνταξιούχου τόσο η ..., όσο και η ..., κατέθεσαν αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης, κατά μεταβίβαση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5 του ΣΚ, ήτοι ως χήρα σύζυγος και άγαμη θυγατέρα, αντίστοιχα. Με την 27570/2008 συνταξιοδοτική πράξη, η θυγατέρα αυτού αναγνωρίστηκε δικαιούχος από μεταβίβαση και κανονίστηκε σ’ αυτήν σύνταξη πληρωτέα από τις 6.1.2008. Με την ίδια πράξη απορρίφθηκε το αίτημα της συζύγου του για κανονισμό σύνταξης για το λόγο ότι η επιζώσα σύζυγος ευρισκόμενη κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου σε δικαστική αντιδικία για την έκδοση διαζυγίου δεν εμπίπτει στην έννοια της επιζώσας χήρας συζύγου του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Η τελευταία άσκησε έφεση κατά της ως άνω συνταξιοδοτικής πράξης και ζήτησε την ακύρωση αυτής, ώστε να αναγνωριστεί ως δικαιούχος της σύνταξης κατά μεταβίβαση. Το Τμήμα έκρινε κατά πλειοψηφία ότι, εφόσον ο θάνατος του πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου ...συνέβη προτού η προμνησθείσα δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, η δίκη του διαζυγίου καταργήθηκε ως προς το κύριο αντικείμενο αυτής και ο γάμος της εκκαλούσας λύθηκε, λόγω θανάτου του συζύγου της. Συνεπώς η εκκαλούσα, ως επιζώσα χήρα σύζυγος, κατά την έννοια του άρθρου 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα δικαιούται σύνταξης κατά μεταβίβαση. Ακολούθως, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η ως άνω έφεση και μεταρρυθμίστηκε η συνταξιοδοτική πράξη, ορίστηκε δε η ανωτέρω, συνδικαιούχος από μεταβίβαση, στην σύνταξη που ελάμβανε ο θανών πολιτικός συνταξιούχος ... και καθορίστηκε η καταβολή του μεριδίου της σε 3,5/10, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ της κανονισθείσας, με την ανωτέρω πράξη, στην θυγατέρα αυτού σύνταξης, αναδρομικά από τις 6.1.2008, ημερομηνία θανάτου του δικαιοπαρόχου συζύγου της. Έτσι που έκρινε το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 5 του ΣΚ, εφόσον δε ο θάνατος του πολιτικού συνταξιούχου επισυνέβη πριν την αμετάκλητη λύση του γάμου με δικαστική απόφαση, η δίκη του διαζυγίου καταργήθηκε ως προς το κύριο αντικείμενο της, και αυτό διότι η λύση του γάμου επήλθε δια του θανάτου και λόγω αυτού, δεν νοείται δε, μετά από αυτήν, η με το διαζύγιο λύση του. Επιπροσθέτως, αλυσιτελώς προβάλλεται από την αναιρεσείουσα ο ισχυρισμός ότι με βάση την 14833/29.3.2006 διαθήκη του, ο αποβιώσας πατέρας της αποκλήρωσε την πρώην σύζυγό του, με συνέπεια αυτή, να στερείται της νόμιμης μοίρας και να μην καλείται καν ως αναγκαία κληρονόμος στην κληρονομική του διαδοχή (άρθρα 1842, 1843 ΑΚ), σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 1822 του ΑΚ, το κληρονομικό δικαίωμα καθώς και το τυχόν δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου έχει ασκήσει αγωγή διαζυγίου, με συνέπεια την εικαζόμενη βούληση του συζύγου κληρονομούμενου για τη λύση του γάμου, δοθέντος ότι η λύση του γάμου επέρχεται, όπως προεκτέθηκε, ως αναγκαία συνέπεια της απόφασης και μόνο, ενώ δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης.
Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις του συνταξιοδοτικού κώδικα όπως η εφαρμοστέα είναι ειδικές και υπερισχύουν έναντι των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, αφού όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα όπως η αίτηση για κανονισμό σύνταξης από μεταβίβαση, γεννώνται μεν με το θάνατο του κληρονομούμενου (1710 ΑΚ), ασκούνται όμως όχι βάσει της κληρονομικής διαδοχής (jure hereditatio) αλλά «ιδίω δικαίω» με τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζει ο εκάστοτε εφαρμοστέος συνταξιοδοτικός νόμος (βλ. ΕλΣυν Ολ απόφ. 416/2002). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι που να πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ενώ πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε από την αιτούσα για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 61 παρ.3 και 117 του ΠΔ 1225/1981).
[Απορρίπτει την από 2.5.2011 (αριθμ. κατάθ. 97/2011) αίτηση αναιρέσεως της ... κατοίκου Αθηνών (οδός ...), κατά της 537/2011 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.]