Περίληψη: Η υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του διοικητικού εφετείου συνισταμένη στην κατ'ουσία εξέταση απαραδέκτου αντεφέσεως ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το αναιρετικό δικαστήριο.
[...] 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1532528-530 ειδικά έντυπα παραβόλου του έτους 2004).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 114/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Περαιώς, με την οποία συνεκδικάσθηκαν έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και αντέφεση των αναιρεσειόντων κατά της 553/2001 απoφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και απορρίφθηκαν. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή αποζημιώσεως των ήδη αναιρεσειόντων, ασκηθείσα κατ΄επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, και είχε υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής σε καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες το ποσό των 30.000.000 δρχ. και στον τρίτο αναιρεσείοντα 11.600.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του γιού και αδελφού αυτών, αντιστοίχως, ..........., ο οποίος οφειλόταν σε παράνομες παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου. Περαιτέρω, με την τελευταία αυτή απόφαση είχε αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να καταβάλει σε καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες, πέραν των πιο πάνω ποσών, το ποσό των 4.100.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ίδια αιτία και είχε κριθεί δε ότι για το τελευταίο αυτό ποσόν δεν οφείλονταν τόκοι, εφόσον το σχετικό αίτημα της αγωγής είχε μετατραπεί από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, ύστερα από την 4000/2012 παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος σε πενταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, στο άρθρο 100 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι : «1. Αν ασκηθεί έφεση, ο εφεσίβλητος μπορεί, και μετά την πάροδο της προθεσμίας της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ακόμη και αν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης. 2. Με την αντέφεση μπορούν να προβληθούν όλοι οι λόγοι, οι οποίοι μπορούν να προβληθούν και με την έφεση, μόνο όμως μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. 3. Η αντέφεση ασκείται με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του εφετείου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν για την άσκηση της έφεσης. 4. Αν η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αν εκείνος που άσκησε την έφεση παραιτηθεί από αυτήν, απορρίπτεται και η αντέφεση. Στις περιπτώσεις αυτές, αν η αντέφεση έχει ασκηθεί μέσα στην προβλεπόμενη για τον αντεκκαλούντα προθεσμία για άσκηση έφεσης, ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Το παραδεκτό της αντέφεσης δεν επηρεάζεται αν η έφεση απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους.». Εξ άλλου, το άρθρο 97 του ίδιου Κώδικα, το οποίο αναφέρεται στο μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι : «To δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης ...». Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι : «Aν η έφεση κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο, κατά περίπτωση, είτε εξαφανίζει εν όλω ή εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και δικάζει, κατά το μέρος που εξαφανίζει την απόφαση, το ένδικο βοήθημα, είτε τη μεταρρυθμίζει».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Στις 7.2.1994, το 294 ΤΕΑ μετέβη στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Καλυθιών Ρόδου, προκειμένου να διεξαγάγει προγραμματισμένη (δυνάμει της ΑΠ. Φ. 302/38/23813/Σ.400/12.11.1993 Διαταγής Προγραμματισμού κυριότερων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων 95 ΑΔ ΤΕΑ) εκπαιδευτική άσκηση Ανορθόδοξου Πολέμου κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.1994 έως 11.2.1994. Στις 10.2.1994, στο πλαίσιο της ανωτέρω ασκήσεως, το πρόγραμμα της οποίας περιλάμβανε κατά την ημέρα εκείνη τη διεξαγωγή του αντικειμένου «Οργάνωση Ακτής για Υποδοχή Ενισχύσεων», συγκροτήθηκε ομάδα από τον Υπολοχαγό ..., γιό και αδελφό, αντιστοίχως, των αναιρεσειόντων (υπ' αριθμ. πρωτ. 40173/13.12.2000 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αλεξανδρουπόλεως), ως Διοικητή του ασκούμενου Λόχου, τον ΔΕΑ ..., ως ομαδάρχη της 2ας ομάδας 2ας Διμοιρίας του Λόχου και τον στρατιώτη ....., ως οδηγό του με αριθμο ΕΑ ... οχήματος τύπου MERCEDES 240 DC του 294 ΤΕΑ, στο οποίο αυτοί επιβιβάστηκαν, για τη διεξαγωγή της προβλεπόμενης και διατεταγμένης αναγνωρίσεως της περιοχής, στην οποία θα λάμβανε χώρα η συγκεκριμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Η περιοχή αυτή προσδιορίζεται μεταξύ επαρχιακής οδού ακτής Ερημοκάστρου - ρέμα Ποτός - Καλυθιές (σχετ. Φ/Α.ΣΒ-412 ΕΑ 23309 Οχήματος κ.λπ). Η ομάδα αυτή, αναχώρησε από τον καταυλισμό στις 15.30' της ίδιας ημέρας με σκοπό την εκτέλεση της διατεταγμένης αυτής ασκήσεως . Σύμφωνα δε με τις μαρτυρίες του Ανθυπολοχαγού ... και του Ανθυπασπιστή ...α, στο ανωτέρω ρέμα σε περίπτωση βροχοπτώσεως συγκεντρώνονται τα όμβρια ύδατα της ευρύτερης περιοχής. Στις 18.00΄ μμ ο υπολοχαγός ... έστειλε σήμα σε αξιωματικούς που βρίσκονταν στον καταυλισμό της μονάδας και ζήτησε βοήθεια γνωστοποιώντας σε αυτούς ότι το όχημα στο οποίο είχαν επιβιβαστεί, προκειμένου να πραγματοποιήσουν την ανωτέρω άσκηση, είχε ακινητοποιηθεί στο ρέμα Ποτός. Ακολούθως, έστειλε και άλλα δύο σήματα στους ανωτέρω αξιωματικούς (στις 18.20΄ και στις 18.35΄) γνωστοποιώντας τους ότι έπρεπε να στείλουν βοήθεια κατεπειγόντως και συγκεκριμένα ερπυστριοφόρο όχημα Μ 113 προκειμένου να μετακινήσει το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν. Εν τω μεταξύ, από τις 16.30' το απόγευμα επικρατούσε κακοκαιρία στην περιοχή με συνεχώς αυξομειούμενη βροχόπτωση, η οποία σταδιακώς εξελίχθηκε σε καταρρακτώδη με πυκνή πτώση χαλαζιού με αποτέλεσμα να ανεβαίνει συνεχώς η στάθμη του νερού του ρέματος Ποτός. Περί ώρα 18.50' ομάδα διασώσεως με ένα ερπυστριοφόρο όχημα Μ113, δύο οχήματα STAYER και ένα όχημα MERCEDES πλησίασε στο σημείο του ατυχήματος όπου με δυσκολία λόγω του σκότους και της καταρρακτώδους βροχής εντοπίστηκε το όχημα, στο οποίο επέβαινε ο ... μαζί με τους άλλους δύο επιβαίνοντες σχεδόν βυθισμένο στο ορμητικά νερά. Απόπειρα του ερπυστριοφόρου οχήματος να ρυμουλκήσει το όχημα στο οποίο επέβαινε ο ανωτέρω αξιωματικός, απέτυχε λόγω του ύψους των υδάτων του ρέματος, τελικώς δε το εγκλωβισμένο όχημα παρασύρθηκε από τον ορμητικό χείμαρο και εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο του συνεργείου διασώσεως. Μετά από αυτά, οι ενέργειες του συνεργείου διασώσεως για τον εντοπισμό του ανωτέρω αυτοκινήτου απέβησαν μάταιες, τελικώς δε μετά από έρευνες που διήρκεσαν έξι ημέρες εντοπίστηκε και ανασύρθηκε νεκρός από το βυθό της θάλασσας κοντά στις εκβολές του ποταμού ο ... στις 14.2.1994. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομίας του ιατροδικαστή ..., ο θάνατός του ανωτέρω οφειλόταν σε πνιγμό. Προς διερεύνηση των συνθηκών του τραγικού αυτού συμβάντος και καταλογισμό ευθυνών στους τυχόν υπευθύνους, διενεργήθηκε, στις 2.3.1994 ένορκη προανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 275, 277 και 280 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και την υπ' αριθμ. Ε.Π.Φ. 453/18/46591/Σ.431/11.2.1994/Διαταγή της 95 ΑΔΤΕΑ/10 ΕΓ. Σύμφωνα με το σχετικό πόρισμα, τα αίτια του συ΅βάντος αποδόθηκαν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και να αποφευχθούν.
6. Επειδή, οι γονείς και ο αδελφός του αποβιώσαντος ... άσκησαν, κατ' επίκληση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αγωγή αποζημιώσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και ζήτησαν, μεταξύ άλλων, χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του υιού και αδελφού τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει, σε καθέναν από τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες (γονείς του ...) το ποσό των 30.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του ανωτέρω αξιωματικού και 11.600.000 δρχ. στον τρίτο αναιρεσείοντα (αδελφό του αποβιώσαντος) για την ίδια αιτία, νομιμοτόκως. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να καταβάλει σε καθέναν αναιρεσείοντα για την ίδια αιτία το ποσό των 4.100.000 δρχ., έκρινε δε ότι για το ανωτέρω ποσό δεν οφείλονταν τόκοι, εφόσον οι αναιρεσείοντες είχαν μετατρέψει το αίτημα της αγωγής τους για ποσό πέραν των 30.000.000 δρχ. από καψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησε έφεση το Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με αίτημα να επιδικασθούν μικρότερα ποσά στους αναιρεσείοντες λόγω ψυχικής οδύνης, οι δε αναιρεσείοντες άσκησαν αντέφεση με αίτημα αφενός μεν να τους επιδικασθούν μεγαλύτερα ποσά λόγω ψυχικής οδύνης, αφετέρου δε τόκοι για τα ποσά που είχε αναγνωρίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι αυτοί εδικαιούντο. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ως προς το αίτημα της αντεφέσεως για την καταβολή τόκων και για το ποσό που είχε αναγνωρίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι εδικαιούντο οι αναιρεσείοντες έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, για την οικεία χρηματική οφειλή η τοκοδοσία αρχίζει από την επίδοση καταψηφιστικής και όχι αναγνωριστικής αγωγής. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι για το ποσό ως προς το οποίο οι αναιρεσείοντες είχαν μετατρέψει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους σε αναγνωριστικό το Δημόσιο δεν όφειλε τόκους.
7. Επειδή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, με την έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου η υπόθεση μεταβιβάστηκε στο διοικητικό εφετείο μόνον ως προς κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως που αφορούσε το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως για την αντιμετώπιση της ψυχικής οδύνης των αναιρεσειόντων. Eξ' άλλου, η ορθότητα της κρίσεως της πρωτόδικης αποφάσεως ως προς το ζήτημα της επιδικάσεως τόκων μόνον επί καταψηφιστικής και όχι και επί αναγνωριστικής αγωγής και το αντίστοιχο κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως μόνον με έφεση των αναιρεσειόντων μπορούσε να αχθεί και να εξεταστεί από το διοικητικό εφετείο, αφού το κεφάλαιο περί τόκων αποτελεί αυτοτελές σε σχέση με την κύρια οφειλή κεφάλαιο της αποφάσεως (πρβ. ΣτΕ 2974/2010). Δεδομένου δε ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε επιδοθεί, νομοτύπως, στους αναιρεσείοντες στις 16.9.2002, η από 28.7.2003 αντέφεσή τους, που κατατέθηκε στο Διοικητικό Εφετείο στις 29.7.2003, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έφεση, αφού ασκήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση από αυτούς εφέσεως. Συνεπώς, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 100 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η αντέφεση των αναιρεσειόντων, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως που αφορούσε τη μη επιδίκαση τόκων επί αναγνωριστικής αγωγής, ήταν απαράδεκτη, γιατί με αυτήν προβλήθηκαν αιτιάσεις εκτός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου. Το δικάσαν δε διοικητικό εφετείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αντί να απορρίψει την αντέφεση κατά το ανωτέρω μέρος ως απαράδεκτη, ερεύνησε τους λόγους αυτής και την απέρριψε ως αβάσιμη, υπερέβη την εξουσία του, η οποία ειδικώς στην περίπτωση ασκήσεως αντεφέσεως περιορίζεται στα κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως που πλήττονται με τους λόγους εφέσεως. Η πλημμέλεια αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως - πλημμέλεια για την οποία, άλλωστε, το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο καλεί το Δικαστήριο να αποφανθεί με το από 19.12.2011 υπόμνημα που κατέθεσε εντός της προθεσμίας που του χορήγησε μετά από αίτημά του ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, προβάλλοντας σχετικό ισχυρισμό, με τον οποίο επιδιώκει την επικύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως με άλλη νομική βάση που στηρίζει την από μέρους του εφετείου απόρριψη της αντεφέσεως των αναιρεσειόντων και συνεπάγεται την απόρριψη των λόγων του αναιρετηρίου και της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της - συναπτόμενη με την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση αντεφέσεως, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το αναιρετικό, ενόψει και του ότι η σχετική πλημμέλεια προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως (πρβ. ΣτΕ 5063/1997 Ολομ.). Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ορθώς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε την αντέφεση των αναιρεσειόντων, οι λόγοι δε αναιρέσεως, οι οποίοι βάλλουν κατά των κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι λόγοι της αντεφέσεως ως αβάσιμοι και αφορούν ειδικότερα στην αναγνώριση καταβολής τόκων και επί αναγνωριστικής αγωγής καθώς και στο ύψος του επιτοκίου τόσο του επιδικασθέντος όσο και του αναγνωρισθέντος ως οφειλόμενου στους αναιρεσείοντες ποσού, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. (πρβ. ΣτΕ 5063/1997 Ολομ.).
8. Επειδή, κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
9. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υποθέσεως, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ.1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), τους αναιρεσείοντες από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου.
Διά ταύτα: Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Και Απαλλάσσει τους αναιρεσείοντες από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.