Διεθνής Σύμβαση Γενεύης (CMR). Πεδίο εφαρμογής. Ευθύνη μεταφορέα και ύψος αποζημίωσης. Επί ύπαρξης ζημίας λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης, ο μεταφορέας ευθύνεται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, χωρίς τους ποσοτικούς περιορισμούς της Σύμβασης. Έννοια όρου «ηθελημένη κακή διαχείριση». Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο φέρων τον κίνδυνο απώλειας ή καταστροφής των πραγμάτων, κατά το χρονικό σημείο της επέλευσης του κινδύνου. Όταν ο μεταφορέας βρεθεί σε υπερημερία, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει. Η υπαναχώρηση είναι άτυπη.
[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3, 4, 5 παρ. 1, 6, 9 παρ. 1, 12 παρ. 5, 13 παρ. 1, 17, 18, 20 παρ. 1, 23 παρ. 1 και 2, 26, 27, 28 και 34-40 της από 19.5.1956 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης «επί του συμβολαίου διά την διεθνή μεταφοράν εμπορευμάτων οδικώς (CMR)», η οποία κυρώθηκε με το Ν 559/1977, από δε της θέσης της σε ισχύ (12.3.1977) αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ.), συνάγονται σαφώς, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα; Η διεθνής αυτή σύμβαση έχει εφαρμογή σε κάθε σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων διενεργούμενης οδικώς με οχήματα επ’ αμοιβή, εφόσον ο τόπος παραλαβής των μετακομίσεων εμπορευμάτων βρίσκεται σε διαφορετική χώρα από εκείνη στην οποία βρίσκεται ο τόπος παράδοσής τους (εφόσον η μία τουλάχιστον τυγχάνει συμβαλλόμενη χώρα). Ο μεταφορέας υποχρεούται να μεταφέρει τα παραληφθέντα πράγματα στον συμφωνηθέντα τόπο, ευθυνόμενος (νόθος αντικειμενική ευθύνη) έναντι του δικαιούχου για κάθε απώλεια ή βλάβη τους που έχει επισυμβεί από την παραλαβή μέχρι την παράδοσή τους (ΕφΠατρ 1012/2002 ΔΕΕ 2003,320), ανεξάρτητα αν τη μεταφορά ενήργησε αυτός προσωπικά ή μέσω υποκατάστατων, η δε ζημία την οποία υποχρεούται να καταβάλει στον δικαιούχο εκτιμάται αντικειμενικώς και υπολογίζεται διαζευκτικώς, με βάση την αξία των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν δεκτά προς μεταφορά, σύμφωνα προς την τιμή του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων ή την τρέχουσα τιμή της αγοράς ή, αν δεν υπάρχουν οι δύο αυτές τιμές, με αναφορά προς τη συνήθη τιμή εμπορευμάτων του αυτού είδους και της ίδιας ποιότητας (ΕφΘεσ 426/2008 ΕπισκΕΔ 2008,792, ΕφΑθ 2749/2006 ΔΕΕ 2006,1050, ΕφΘεσ 437/2002 Αρμ 2004,81, ΕφΘεσ 2290/1999 Αρμ 2001,337).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 28 παρ. 1 της ίδιας ως άνω Σύμβασης, στις περιπτώσεις όπου με βάση την κείμενη νομοθεσία η απώλεια ή η ζημία ή η καθυστέρηση που προκύπτει από μεταφορά» διεπόμενη από τη σύμβαση αυτή δημιουργεί θέμα εξωσυμβατικής απαίτησης, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί των διατάξεων της σύμβασης, οι οποίες αποκλείουν την ευθύνη του ή οι οποίες ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη αποζημίωση. Κατά το άρθρο, όμως, 29 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης, ο μεταφορέας δεν θα δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων της Σύμβασης οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της απόδειξης, εάν η ζημία επήλθε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης αυτού ή λόγω τέτοιας παράλειψής του η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση από μέρους του. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο μεταφορέας κατ’ εξαίρεση ευθύνεται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου χωρίς τους ποσοτικούς περιορισμούς της Σύμβασης, αν ο δικαιούχος ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η ζημία επήλθε από ηθελημένη κακή διαχείριση του μεταφορέα ή από πταίσμα το οποίο, σύμφωνα με την νομοθεσία του δικαστηρίου της χώρας που επιλήφθηκε της υπόθεσης, ισοδυναμεί με ηθελημένη κακή διαχείριση. Ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση» ως μορφή πταίσματος περιλαμβάνει εκτός από το δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη του ή η παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται (ΑΠ Ολ 18/1998 ΕλλΔνη 1998,307, ΑΠ 1319/2011 ΧρΙΔ 2012,524, ΕφΠειρ 421/2009 ΔΕΕ 2009,977, ΕφΑθ 7111/2006 ΕπισκΕΔ 2007,473).
Κατόπιν τούτων, από τις διατάξεις της διεθνούς Σύμβασης CMR δεν αποκλείεται η παράλληλη ευθύνη του μεταφορέα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των μεταφερομένων εμπορευμάτων που οφείλεται σε πταίσμα του μεταφορέα, και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σύμφωνα με τη γενική αρχή της συρροής συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, αλλά αντίθετα τέτοια συρροή αναγνωρίζεται έμμεσα με τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης αυτής. Για να υπάρχει, όμως, ευθύνη αυτού σε πλήρη αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 297, 298 ΑΚ, η οποία (αποζημίωση) περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος, απαιτείται η ζημία να προκλήθηκε από «ηθελημένη κακή διαχείριση» του μεταφορέα. Συνεπώς, προς θεμελίωση της σχετικής αξίωσης προς αποζημίωση απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τις προϋποθέσεις της ευθύνης από αδικοπραξία, σύμφωνα με την ΑΚ 914, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 της ΔΣ CMR, στις οποίες περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, και η ζημία που υπέστη ο δικαιούχος λόγω της βλάβης ή απώλειας των μεταφερόμενων αντικειμένων καθώς και η υπαιτιότητα του μεταφορέα με την ανωτέρω μορφή της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» (ΕφΘεσ 426/2008 ΕπισκΕΔ 2008,792, ΕφΘεσ 437/2002 Αρμ 2004,81). Επί διεθνούς οδικής μεταφοράς πραγμάτων δικαιούχος της αποζημίωσης λόγω απώλειας ή βλάβης ή καθυστέρησης των πραγμάτων δεν είναι το πρόσωπο που έχει την κυριότητα των πραγμάτων, αλλά το πρόσωπο που νομιμοποιείται να ασκήσει τα δικαιώματα από τη σύμβαση μεταφοράς. Το ανωτέρω νομιμοποιούμενο πρόσωπο είναι είτε ο αποστολέας είτε ο παραλήπτης των πραγμάτων, αναλόγως του ποιος από τους δύο έχει το δικαίωμα διάθεσης των πραγμάτων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της CMR και ειδικότερα ποιος εκ των δύο κατά το χρονικό σημείο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) φέρει τον κίνδυνο απώλειας ή τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης των μεταφερομένων πραγμάτων (ΕφΑθ 5758/2003 ΕΜετΔ 2004,75). Το δικαίωμα αυτό του αποστολέα παύει όταν το δεύτερο αντίγραφο του εκδοθέντος από τον αποστολέα δελτίου παράδοσης CMR παραδοθεί στον παραλήπτη ή αν ο παραλήπτης ασκήσει το δικαίωμα αυτό.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 686, 383, 385 ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων αφού δεν προβλέπουν οι ειδικές διατάξεις της από 19.5.1996 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης (CMR) που κυρώθηκε με το Ν 559/1977, για την υπερημερία του εργολάβου-μεταφορέα (ΕφΑθ 5624/1999 ΕλλΔνη 43,497), προκύπτει ότι όταν ο μεταφορέας βρεθεί σε υπερημερία, σχετικά με την εκτέλεση του έργου (της μεταφοράς), ο εργοδότης (αποστολέας ή παραλήπτης), αφού παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής που έταξε στον εργολάβο ή στις περιπτώσεις του άρθρου 385 του ίδιου Κώδικα και χωρίς να τάξει την προθεσμία ι αυτή, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Η υπαναχώρηση είναι άτυπη, δεν είναι δε απαραίτητο να περιέχει τη λέξη «υπαναχώρηση» αλλά μπορεί να συνάγεται απ’ όλη τη στάση του εργοδότη (ΕφΘεσ 973/2003 ΕπισκΕΔ 2003,884, ΕφΘεσ 3039/1999 ΔΕΕ 2000,3067, ΠΠρΘεσ 1526/1990 ΕλλΔνη 1994,184). [...] Η ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται στο χώρο της ενέργειας με αντικείμενο που εστιάζεται στο σχεδιασμό, την παραγωγή και τη διάθεση συσσωρευτών, ενεργειακών συστημάτων και υπηρεσιών, με στόχο την παροχή ολοκληρωμένων ενεργειακών λύσεων. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της συνεργαζόταν με τη μεταφορική εταιρία με την επωνυμία «Ι. ΑΕ» η οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να εκτελεί, είτε η ίδια είτε άλλος διαδοχικός μεταφορέας, οδικές διεθνείς μεταφορές εισαγωγών και εξαγωγών για λογαριασμό της ενάγουσας προς τους προορισμούς που θα συμφωνούσαν κάθε φορά. Στις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2011 η εταιρία με την επωνυμία «C. BV» με έδρα την Ολλανδία, η οποία προμηθεύεται από την ενάγουσα πρώτη ύλη σε μπαταρίες για βιομηχανική χρήση, έστειλε προς το εργοστάσιο της ενάγουσας στο Ν. Όλβιο Ξάνθης παραγγελία για προμήθεια συγκεκριμένων προϊόντων που αυτή παράγει. Για τη μεταφορά της παραγγελίας αυτής στην Ολλανδία καταρτίσθηκε σύμβαση μεταφοράς μεταξύ της ενάγουσας και της «Ι. ΑΕ».
[...] Λίγες ημέρες πριν από την παραλαβή των εμπορευμάτων η μεταφορική εταιρία «Ι. ΑΕ» ενημέρωσε την ενάγουσα ότι δεν θα εκτελούσε η ίδια την μεταφορά, αλλά θα την ανέθετε σε μεταφορική εταιρία με έδρα τη Σλοβενία. Στις 24.10.2011 εμφανίστηκε στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας στο Ν. Όλβιο Ξάνθης το με αριθμό κυκλοφορίας ... φορτηγό αυτοκίνητο διεθνών μεταφορών προκειμένου να παραλάβει το προαναφερόμενο πρώτο φορτίο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. .../25.10.2011 διεθνής φορτωτική (CMR) από τη δεύτερη εναγόμενη, εκπρόσωποι της οποίας ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι ενεργούσαν για λογαριασμό και κατ' εντολή της πρώτης εναγόμενης η οποία με τη σειρά της είχε λάβει σχετική εντολή από την Ι., και ότι θα παραλάμβαναν οι ίδιοι και το δεύτερο φορτίο. Στις 26.10.2011 εμφανίσθηκε στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας στο Ν. Όλβιο και το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... φορτηγό αυτοκίνητο ιδιωτικών μεταφορών προκειμένου να παραλάβει το προαναφερόμενο δεύτερο φορτίο και εκδόθηκε από την β΄ εναγόμενη η υπ’ αριθμ. .../26.10.2011 διεθνής φορτωτική (έγγραφο CMR). Τις επόμενες ημέρες, όμως, και αφού είχαν παρέλθει οι συμφωνηθείσες ημερομηνίες άφιξης, η ενάγουσα πληροφορήθηκε από τους εκπροσώπους της ολλανδικής εταιρίας «C. BV» ότι η παραγγελία δεν είχε φθάσει στην Ολλανδία και προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να επικοινωνήσει με την μεταφορική εταιρία «Ι. ΑΕ». Για το λόγο δε ότι περνούσαν οι μέρες χωρίς να παραλαμβάνει η εταιρία «C. BV» τα εμπορεύματα και χωρίς να έχει η ενάγουσα καμία ενημέρωση για την τύχη αυτών, στις 11.11.2011 απέστειλε στη δεύτερη εναγόμενη επιστολή με την οποία ζητούσε πληροφορίες σχετικά με την τύχη των εμπορευμάτων της και την ίδια μέρα έλαβε την απάντηση από αυτήν ότι μετά από εντολή από την πρώτη εναγόμενη ξεφόρτωσε τα εμπορεύματα στις 27 και 28 Οκτωβρίου στην αποθήκη της (πρώτης εναγόμενης) στη Σλοβενία. Στη συνέχεια, και μετά από αυτή την πληροφόρηση, η ενάγουσα με την από 15.11.2011 εξώδικη δήλωσή της προς την «Ι. ΑΕ», η οποία επιδόθηκε σ’ αυτή την ίδια ημέρα, κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση. Στις 22.11.2011, κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα η από 21.11.2011 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της πρώτης εναγόμενης με την οποία την ενημέρωνε για πρώτη φορά ότι τα εμπορεύματα της δεν είχαν παραδοθεί στην Ολλανδία αλλά βρισκόταν στις εγκαταστάσεις της στη Σλοβενία και ότι ασκούσε το δικαίωμα της επίσχεσης Ειδικότερα, την ενημέρωνε ότι διατηρούσε ληξιπρόθεσμη απαίτηση ποσού 54.053 ευρώ κατά της «Ι. ΑΕ», ότι ανέλαβε την μεταφορά γιατί πίστευε ότι θα την εξοφλούσε και ότι για το λόγο ότι δεν εξοφλήθηκε κρατούσε τα εμπορεύματα στην έδρα της στη Σλοβενία ως εγγύηση μέχρι να εξοφληθεί η απαίτησή της για τις έως τότε μεταφορές που πραγματοποίησε για λογαριασμό της. Σε απάντηση της παραπάνω εξώδικης δήλωσης, η ενάγουσα απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη την από 19.12.2011 εξώδικη απάντηση-δήλωση η οποία επιδόθηκε στις 29.12.2011 με την οποία την ενημέρωνε ότι εφόσον δεν διατηρούσε εναντίον της ίδιας καμία απαίτηση παρακρατούσε παράνομα τα εμπορεύματά της. Παράλληλα την ενημέρωνε ότι δεν υπήρχε καμία οφειλή της ίδιας προς την «Ι. ΑΕ» διότι η τελευταία από το έτος 2009 είχε εκχωρήσει όλες τις απαιτήσεις της από την μεταξύ τους σχέση στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «MILLENIUM BANK ΑΕ», στην οποία είχαν καταβληθεί όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της. Την καλούσε δε εντός δύο ημερών από τη λήψη της να αποδεσμεύσει τα εμπορεύματα που παρακρατούσε παράνομα και να τα παραδώσει στον προορισμό τους. Λίγες μέρες μετά, η πρώτη εναγόμενη επικοινώνησε μαζί της και της ζήτησε να της υποδείξει (η ενάγουσα) τον τόπο παράδοσης. Η ενάγουσα, όμως, ήδη είχε παραδώσει νέο φορτίο, όμοιο με το παρακρατηθέν, στην ολλανδική εταιρία «C. BV» και εφόσον δεν υπήρχε κανένας λόγος παράδοσης στην Ολλανδία, έπρεπε να επιστραφούν τα παρακρατηθέντα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της στο Ν. Όλβιο Ξάνθης.
Τα εμπορεύματα παραδόθηκαν τελικά από την πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα στις 16.1.2012 και η ενάγουσα της κατέβαλε μέσω εμβάσματος το ποσό των 4.400 ευρώ για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς. Όπως αποδείχθηκε, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται ανωτέρω, κατά το χρόνο παραλαβής των εμπορευμάτων από τις εγκαταστάσεις της ενάγουσας στο Ν. Όλβιο Ξάνθης, η πρώτη εναγόμενη γνώριζε την ληξιπρόθεσμη οφειλή της «Ι. ΑΕ» προς την ίδια και είχε εξ αρχής την πρόθεση να μεταφέρει τα εμπορεύματα στις εγκαταστάσεις της στη Σλοβενία και όχι στην Ολλανδία με σκοπό να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης. Κατά της ενάγουσας, όμως, δεν διατηρούσε καμία απαίτηση, με αποτέλεσμα η παρακράτηση των εμπορευμάτων στις αποθήκες της να είναι παράνομη. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη, αφού παρακράτησε τα εμπορεύματα για το παραπάνω αναφερόμενο χρονικό διάστημα ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης, τα επέστρεψε στην ενάγουσα, αφού έλαβε τη σχετική εξώδικη δήλωση της τελευταίας, χωρίς, όμως, να εξηγεί το λόγο για τον οποίο συμφώνησε να τα επιστρέψει αν και η απαίτησή της δεν είχε εξοφληθεί. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω, συντρέχει εξωσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης λόγω της παράνομης παρακράτησης των εμπορευμάτων σε τόπο διαφορετικό του συμφωνηθέντος τόπου παράδοσης. Η πρώτη εναγόμενη επικαλείται την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης CMR που περιορίζουν την οφειλόμενη αποζημίωση, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα επήλθε από ηθελημένη κακή διαχείρισή της, καθόσον κατά το χρόνο παραλαβής των εμπορευμάτων από το Ν. Όλβιο Ξάνθης, είχε ήδη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά της μεταφορικής εταιρίας «Ι. ΑΕ» και εξ αρχής η πρόθεση της ήταν να παραλάβει τα εμπορεύματα και να τα μεταφέρει στη Σλοβενία προκειμένου να ασκήσει πίεση στη μεταφορική εταιρία ώστε να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. [...]
(Δέχεται εν μέρει την αγωγή.)