Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Δικαστική απαγόρευση της απεργίας για το μέλλον, όταν αυτή πραγματοποιείται για την ίδια αιτία, τους ίδιους λόγους και τα ίδια αιτήματα

Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 2675/2013.

Έννοια ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με το Ν 1387/1983, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3863/2010. Στα άρθρα 3 και 4 του Ν 1387/1983 προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Διαδικασία ομαδικών απολύσεων κατά το άρθρο 5 του ιδίου νόμου. Από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 εδ. α’, 25 παρ. 3 Συντ. και 19 παρ. 1 Ν 1264/1982 συνάγεται ότι η απεργία περιλαμβάνεται στα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα ατομικά δικαιώματα και ειδικότερα στα συναφή με τη συνδικαλιστική ελευθερία δικαιώματα, τα οποία οφείλει να προστατεύει το κράτος, εφόσον (η απεργία) κηρύσσεται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του νόμου. Η καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας διαπιστώνεται από το δικαστήριο μέσα στο πλαίσιο του άρθρου 22 παρ. 4 Ν 1264/1982, ύστερα από στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη. Ειδικότερα, καταχρηστική είναι η απεργία όταν διεκδικεί αιτήματα, η ρύθμιση των οποίων ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Τούτο παρέχει στον εργοδότη την εξουσία να διευθύνει και οργανώνει την επιχείρηση, να αποφασίζει για την οργανική της δομή και διάρθρωση, να συνιστά τμήματα ή εκμεταλλεύσεις και να καταργεί, να μεταφέρει την επιχείρηση ή τμήμα σε άλλο τόπο και να επιλέγει τα μέσα για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού. Εφόσον η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ, δεν αποτελεί νόμιμο αίτημα απεργίας ο περιορισμός των ως άνω εξουσιών του εργοδότη. Ο εργοδότης, κατά του οποίου στρέφεται η απεργία, έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τα άρθρα 70 ΚΠολΔ και 24 Ν 1264/1982, να ζητήσει να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η απεργία είναι παράνομη και καταχρηστική. Επίσης, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η παράνομη απεργία έχει ήδη κηρυχθεί ή πραγματοποιείται, δικαιούται ο εργοδότης να ζητήσει με καταψηφιστική αγωγή να διαταχθεί από το δικαστήριο η απαγόρευση στο μέλλον πραγματοποιήσεως άλλης με την ίδια μορφή και προϋποθέσεις απεργίας, για την ικανοποίηση των αυτών ή παρόμοιων αιτημάτων, διότι σε αντίθετη περίπτωση η προστασία εκ του άρθρου 281 ΑΚ θα ήταν ατελής. Κρίση ότι οι επίδικες απεργιακές κινητοποιήσεις προσβάλλουν τον πυρήνα του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και τείνουν στον περιορισμό της επιχειρηματικής και οικονομικής του ελευθερίας και είναι, ως εκ τούτου, καταχρηστικές.

[...] Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εκκαλούσα με την αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξέθετε ότι, από πολλών ετών δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά, βάση δε της εταιρίας για τη Βόρεια Ελλάδα αποτελεί το υποκατάστημά της στη Θεσσαλονίκη, όπου απασχολεί περισσότερους από διακόσιους (200) εργαζομένους. Ότι οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της ελληνικής αγοράς οδήγησαν στην πτώση των πωλήσεων των άνω προϊόντων της εταιρίας και για το λόγο αυτό αποφάσισε και ανακοίνωσε στις 30.9.2013 ότι η διακίνηση των προϊόντων της στη Θεσσαλονίκη θα γίνεται από την 1.10.2013 και εφεξής, λόγω του χαμηλότερου κόστους, μέσω εξωτερικών συνεργατών μεταφορικών επιχειρήσεων και όχι με τα ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως. Ότι στην προσπάθειά της να εξευρεθεί μία αμοιβαίως αποδεκτή λύση, προχώρησε την τελευταία διετία σε διαβουλεύσεις με το πρώτο εναγόμενο σωματείο των εργαζομένων της, εν γνώσει και επί παρουσία των εκπροσώπων και της Πανελλαδικής Ομοσπονδίας ..., οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες εξαιτίας της άρνησης συνεννόησης και αποδοχής του άνω σωματείου. Ότι, κατόπιν τούτων, αποφάσισε και προχώρησε ασκώντας το διευθυντικό της δικαίωμα, στην οριστική κατάργηση του Τμήματος Διακίνησης της Θεσσαλονίκης, οι δε συμβάσεις εργασίας των απασχολουμένων σ’ αυτό, που καταγγέλθηκαν ή πρόκειται να καταγγελθούν στη συνέχεια είναι συνολικά είκοσι πέντε (25), ήτοι αντιπροσωπεύουν ποσοστό λιγότερο από το 2/100 του συνολικά απασχολούμενου πανελλαδικά προσωπικού της εταιρίας της, ενώ οι υπόλοιποι απασχολούμενοι στις εγκαταστάσεις της τελευταίας στη Θεσσαλονίκη ουδόλως θίγονται από την ανωτέρω απόφασή της. Ότι το πρώτο εναγόμενο σωματείο, που είναι συνδικαλιστική οργάνωση του Ν 1264/1982, κήρυξε τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή απεργίες, οι οποίες είναι για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν, παράνομες και καταχρηστικές. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε α) να αναγνωρισθεί ο παράνομος και καταχρηστικός χαρακτήρας των απεργιακών κινητοποιήσεων και δη των κηρυχθεισών 48 ωρών απεργιών και να απαγορευθεί η πραγματοποίηση και η συνέχισή τους, β) να απαγορευθεί στο μέλλον η κήρυξη και η πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων με την ίδια μορφή και τους ίδιους λόγους για την ικανοποίηση των αυτών αιτημάτων, γ) να απειληθεί εις βάρος του πρώτου εναγομένου σωματείου χρηματική ποινή ύψους 4.000 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως και δ) να της επιτραπεί να επιδώσει την απόφαση και μετά την 19.00 ώρα, καθώς και σε ημέρες αργίας και εξαιρετέες ημέρες.

[...] Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και η ενάγουσα με τις ένδικες αυτοτελείς εφέσεις τους και ζητούν, για τους εκτιθέμενους στα αντίστοιχα εφετήρια λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οι μεν εναγόμενοι την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή, η δε ενάγουσα ζητεί την εξαφάνισή της μόνο κατά το μέρος της που αφορά στην απόρριψη του αιτήματος περί απαγόρευσης μελλοντικών απεργιακών κινητοποιήσεων με τα ίδια ή παρόμοια αιτήματα, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν 1387 της 19.8.1993, όπως η παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 παρ. 1 του Ν 3863/2010, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζομένους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τους έξι εργαζομένους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζομένους και ποσοστό 5/100 του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζομένους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζομένους. Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 γ΄ του ιδίου νόμου, όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση του εδ. γ΄ από το Ν 2736/1999, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζομένους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μετά από πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Με τα άρθρα 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Το άρθρο 5 του αυτού νόμου ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων.

Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό (τα του Ν 1387/1983, ορίζονται τα εξής: «1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3.2. Eάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα. 4. Ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχθηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις ...». Με τον πιο πάνω Ν 1387/1983 έγινε προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 72/129/ΕΟΚ, η οποία τροποποιήθηκε με τη νεότερη Οδηγία 92/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 20.7.1998. Κωδικοποίησε σε ένα ενιαίο κείμενο το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων Οδηγιών, οι δε τροποποιήσεις που επέφερε η τελευταία μεταφέρθηκαν στην Ελληνική έννομη τάξη με τους Ν 2736/1999 και 2874/2000. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η Κοινοτική Οδηγία βασίζει την προστατευτική της παρέμβαση στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων στη θέσπιση τριών βασικών εργοδοτικών υποχρεώσεων: α) την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού, β) την υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης αυτών και γ) την παράλληλη υποχρέωση ενημέρωσης της δημόσιας αρχής σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις σε συνδυασμό με την υποχρέωση αναμονής του εργοδότη για κάποιο ολιγόχρονο χρονικό διάστημα (30 ημερών) πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Επιπλέον, από τις άνω διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου προβλέπεται και η παρέμβαση της δημόσιας αρχής μετά από την περάτωση της διαδικασίας των διαβουλεύσεων, με την πρόβλεψη της δυνατότητας του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνουν τις σχεδιαζόμενες απολύσεις. Όπως σαφώς συνάγεται από τις ως άνω διατάξεις, μεταξύ των διατυπώσεων που πρέπει να τηρηθούν για το νομότυπο ομαδικών απολύσεων, είναι και 1) η υποβολή του σχετικού πρακτικού διαβούλευσης που έγινε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, στον αρμόδιο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και β) η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη των συμβάσεων να γίνει μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας, μέσα στην οποία τα ως άνω δημόσια όργανα έχουν το δικαίωμα να εκδώσουν απόφαση, με την οποία είτε θα παρατείνουν την εικοσαήμερη προθεσμία διαβουλεύσεων είτε να εγκρίνουν είτε να μην εγκρίνουν τις προτεινόμενες από τον εργοδότη ομαδικές απολύσεις. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση, κατά την οποία οι προτεινόμενες ομαδικές απολύσεις προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει. Μόνο σε μία περίπτωση έχει εφαρμογή η ως άνω διαδικασία ομαδικών απολύσεων. Όταν οι απολύσεις αυτές γίνονται «λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης». Το τελευταίο μπορεί να συμβεί, λ.χ., σε περίπτωση πτωχεύσεως ή λύσεως της επιχειρήσεως με δικαστική απόφαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι πιο πάνω υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Έτσι, οι ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση του ανωτέρω νόμου 1387/1983, είναι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 αυτού, άκυρες, ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 6, στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση (ΑΠ Ολ 3/2008, ΑΠ 1541/2011, ΑΠ 1681/2007 Nomos, ΕφΘεσ 953/2009 Αρμ 2010, 378).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 εδ. α’ και 25 παρ. 3 Συντ. και 19 παρ. 1 του Ν 1264/1982, που ορίζουν, η μεν πρώτη, ότι η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων, η δε δεύτερη ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται, συνάγεται ότι η απεργία περιλαμβάνεται στα υπό του Συντάγματος προβλεπόμενα ατομικά δικαιώματα και ειδικότερα εντάσσεται στα συναφή με τη συνδικαλιστική ελευθερία δικαιώματα, τα οποία οφείλει να προστατεύει το κράτος και ότι αυτή προστατεύεται από το νόμο, εφόσον προκηρύσσεται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσονται από αυτόν. Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αποβλέπει, κατ’ αρχήν, στη διαφύλαξη και προαγωγή συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων. Ενόψει, όμως, του ότι το δικαίωμα της απεργίας έχει και διάσταση ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η άσκησή του εντάσσεται μέσα στα πλαίσια των εννόμων σχέσεων (συμβάσεων εργασίας) του ιδιωτικού δικαίου παρέχεται και η δικαστική προστασία υπό του άρθρου 281 ΑΚ προκειμένου να οριοθετηθεί η άσκηση του δικαιώματος. Η καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας διαπιστώνεται από το δικαστήριο μέσα στα πλαίσια των διατάξεων των άρθρων 22 παρ. 4 του Ν 1264/1982, ύστερα από στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, όπως η πολύ μεγάλη ζημία στην επιχείρηση τούτου, το μέγεθος της επίπτωσης των ζημιογόνων συνθηκών στο κοινωνικό σύνολο ή την εθνική οικονομία, σε συνδυασμό προς τη μορφή και τη διάρκειά της, το μέγεθος της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχειρήσεως και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών (ΑΠ 528/1990 ΕΕργΔ 49,832, ΑΠ 75/1998, ΕλλΔνη 1999,1364, ΕφΠειρ 258/2008 ΔΕΕ 2010,225). Ειδικότερα, καταχρηστική είναι η απεργία όταν διεκδικεί αιτήματα, η ρύθμιση των οποίων ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Τούτο παρέχει στον εργοδότη την εξουσία να διευθύνει και οργανώνει την επιχείρηση, να αποφασίζει για την οργανική της δομή και διάρθρωση, να συνιστά τμήματα ή εκμεταλλεύσεις και να καταργεί, να μεταφέρει την επιχείρηση ή τμήμα σε άλλο τόπο και να επιλέγει τα μέσα για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού. Εφόσον η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ, δεν αποτελεί νόμιμο αίτημα απεργίας ο περιορισμός των ως άνω εξουσιών του εργοδότη (ΑΠ 568/2012 Nomos, ΕφΑθ 1770/2011 ΕΕργΔ 2012, 39). Ο εργοδότης, κατά του οποίου στρέφεται η απεργία, έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ και 24 του Ν 1264/1982, να ζητήσει να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η απεργία είναι παράνομη και καταχρηστική. Επίσης, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η παράνομη απεργία έχει ήδη κηρυχθεί ή πραγματοποιείται, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα και πάντως το έννομο συμφέρον του εργοδότη, δικαιούται ο τελευταίος να ζητήσει με καταψηφιστική αγωγή να διαταχθεί από το δικαστήριο η απαγόρευση στο μέλλον πραγματοποιήσεως άλλης με την ίδια μορφή και προϋποθέσεις απεργίας για την ικανοποίηση των αυτών ή παρόμοιων αιτημάτων, καθόσον τούτο, ενόψει του ότι η εκδήλωση της απεργίας με τη μορφή αυτή και τις ίδιες προϋποθέσεις δεν παύει να είναι καταχρηστική, δεν αποκλείεται από τον ως άνω Ν 1264/1982 ή τις διατάξεις άλλου νόμου (ΑΠ 528/1990 ΔΕΝ 1991,455, ΕφΑθ 1770/2011 ό.π., ΕφΑθ 5799/2001, ΕφΘεσ 1608/2000 Αρμ 2000,1116, ΕφΑθ 787/1991 ΕλλΔνη 34,110, ΕφΑθ 1472/1991 ΕλλΔνη 1993,140, ΕφΑθ 1/1991 ΔΕΝ 1992,298, ΕφΑθ 3541/1988 ΕΕργΔ 47,648).

Στην προκειμένη περίπτωση ... αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία αποτελεί μέλος του πολυεθνικού ομίλου ... και δραστηριοποιείται από πολλών ετών στην Ελλάδα. Βάση της ενάγουσας εταιρίας για την Βόρεια Ελλάδα αποτελεί το Υποκατάστημα αυτής όπου απασχολούνται περίπου διακόσιοι εργαζόμενοι. Στο άνω Υποκατάστημα της ενάγουσας λειτουργούσε μέχρι και τις 30.9.2013 Τμήμα Διακίνησης των προϊόντων της στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδος, όπου απασχολούνταν πενήντα πέντε περίπου εργαζόμενοι, οδηγοί και βοηθοί οδηγών ιδιοκτητών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως της ενάγουσας, με τα οποία πραγματοποιούνταν οι μεταφορές των προϊόντων της τελευταίας. Το πρώτο εναγόμενο σωματείο είναι νόμιμα συνεστημένη πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση. Επειδή η διατήρηση και λειτουργία του προαναφερόμενου Τμήματος Διακίνησης της ενάγουσας ήταν ασύμφορη οικονομικά για την τελευταία, δεδομένου ότι υπήρχε προφανής (οικονομική) δυσαναλογία μεταξύ της διακίνησης των προϊόντων της με τα ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως και αυτής (διακίνησης) με φορτηγά δημοσίας χρήσεως μέσω εξωτερικών συνεργατών, που δεν συνδέονταν με την ενάγουσα με σχέση εξαρτημένης εργασίας, η τελευταία αποφάσισε την οριστική κατάργηση του εν λόγω Τμήματος. Όπως αποδείχθηκε, η ως άνω απόφασή της ήταν απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένου ότι το κόστος μεταφοράς ενός κιβωτίου στην αγορά (από μεταφορικές επιχειρήσεις με φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσεως) ήταν, κατά τις αρχές του έτους 2011, τριάντα λεπτά (0,30), ενώ στην ενάγουσα η μεταφορά με τα δικά της φορτηγά αυτοκίνητα κόστιζε ένα (1) ευρώ. Σημειωτέον ότι, εκ του νόμου, η ενάγουσα μπορούσε να μεταφέρει με τα ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως μόνον τα δικά της προϊόντα (άρθρα 1 του Ν 1959/1991 και 2 του Ν 3887/2010). Προτού, όμως, η ενάγουσα καταλήξει στην πιο πάνω απόφασή της και στην προσπάθειά της να βρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση, επεδίωξε να έλθει σε σχετικές συζητήσεις και διάλογο με τους εκπροσώπους του πρώτου εναγομένου σωματείου, καθώς και με αυτούς της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας ... . Πράγματι, σε συνάντηση των ανωτέρω, η ενάγουσα πρότεινε, ενόψει της ειλημμένης απόφασής της για την οριστική κατάργηση του προαναφερόμενου Τμήματος Διακίνησης, να παραχωρήσει δωρεών στους απασχολούμενους τότε οδηγούς και βοηθούς οδηγού την κυριότητα των φορτηγών αυτοκινήτων της και οι τελευταίοι να αναλάβουν, ως ανεξάρτητοι επιτηδευματίες, τη διανομή των προϊόντων της, είτε ιδρύοντας ατομική εταιρία είτε μέσω τρίτης εταιρίας που θα ίδρυαν όλοι μαζί. Η ενάγουσα αναλάμβανε τα έξοδα της σύστασης της νέας εταιρίας, το κόστος έκδοσης αδειών δημοσίας χρήσεως, ενώ εξασφάλιζε, κατ’ αρχήν, τριετές συμβόλαιο μεταξύ της τελευταίας και της υπό σύσταση εταιρίας. Ακόμη, για όσους εργαζόμενους δεν αποδέχονταν την άνω πρόταση, η ενάγουσα προσέφερε το διπλάσιο της δικαιούμενης νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ποσό, ενώ γι’ αυτούς που θα συμμετείχαν στη νέα εταιρία, η ενάγουσα υποσχέθηκε να καταβάλει και τη νόμιμη, λόγω καταγγελίας της εργασιακής τους σύμβασης, αποζημίωση. Οι εκπρόσωποι του πρώτου εναγομένου σωματείου δεν απάντησαν στην ανωτέρω πρόταση μέχρι την ταχθείσα σ’ αυτούς προθεσμία και για το λόγο αυτό η ενάγουσα επεδίωξε και πέτυχε και άλλη συνάντηση στον ίδιο χώρο, οπότε και οι τελευταίοι, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους απέρριψαν τις πιο πάνω προτάσεις. Οι προσπάθειες της ενάγουσας συνεχίστηκαν και κατά το επόμενο έτος, οι σχετικές όμως συζητήσεις δεν κατέληξαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Μόνο τρεις από τους εργαζομένους αποδέχθηκαν τις προτάσεις της ενάγουσας για τη διάθεση σ’ αυτούς φορτηγού αυτοκινήτου και τη συνεργασία τους ως ανεξάρτητοι επιτηδευματίες ενώ, ο τότε Πρόεδρος του σωματείου αποχώρησε από την εταιρία τον Δεκέμβριο του έτους 2012, λαμβάνοντας διπλάσια αποζημίωση ύψους 230.000 ευρώ. Τον Μάρτιο του έτους 2013 η ενάγουσα επανήλθε με νέα βελτιωμένη πρόταση, σύμφωνα με την οποία όσοι οδηγοί και βοηθοί οδηγού επιθυμούσαν τη συνεργασία με αυτήν, ως ανεξάρτητοι, πάντα, επιτηδευματίες για τη διανομή των προϊόντων της, θα ελάμβαναν, πέραν των ανωτέρω όρων, ποσό 30.000 ευρώ ο καθένας για το κόστος έκδοσης αδείας δημοσίας χρήσεως, η δε ενάγουσα αναλάμβανε και τα έξοδα για τις αναγκαίες επισκευές και τεχνικές αναβαθμίσεις των φορτηγών αυτοκινήτων. Οι εκπρόσωποι του πρώτου εναγομένου-σωματείου απέρριψαν και την τελευταία αυτή πρόταση και έτσι η ενάγουσα στις 30.9.2010 προχώρησε τελικά στην οριστική κατάργηση του άνω Τμήματος Διακίνησης από την 1.10.2013 και την καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων των απασχολουμένων σ’ αυτό, ως ακολούθως: Στις 30.9.2012 δώδεκα (12) εργαζομένων και την 1.10.2013 άλλων ένδεκα (11), ήτοι συνολικά μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία τριάντα τριών (33) εργαζομένων.

Εξάλλου, από τα ίδια, πιο πάνω, αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι το πρώτο εναγόμενο σωματείο, μετά από έκτακτες γενικές συνελεύσεις αποφάσισε, κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας και ψήφισε τις εξής απεργίες: [...] Αίτημα όλων των ανωτέρω απεργιών που κηρύχθηκαν ήταν «η άμεση επαναπρόσληψη των 33 άδικα απολυθέντων και η επαναλειτουργία του εργοστασίου». Αίτημα, δηλαδή, των ανωτέρω απεργιακών κινητοποιήσεων ήταν η επανέναρξη λειτουργίας του καταργηθέντος Τμήματος Διακίνησης της ενάγουσας αφού, σε κάθε περίπτωση δεν είναι άλλως δυνατή η επαναπρόσληψη των πιο πάνω 33 μελών του σωματείου, των οποίων καταγγέλθηκαν οι εργασιακές συμβάσεις. Η αμετακίνητη αυτή θέση από αίτημα του πρώτου εναγομένου σωματείου, που αποτελεί και την αποκλειστική αιτία των κηρυχθεισών επιδίκων απεργιών, ήτοι η επαναλειτουργία του Τμήματος Διακίνησης εκφράστηκε ρητά και κατηγορηματικά ενώπιον του Υφυπουργού Εργασίας, όπως τούτο προκύπτει από το συνταχθέν «Πρακτικό Συμφιλίωσης». Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται στο άνω «Πρακτικό Συμφιλίωσης» επί λέξει τα εξής: «... Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έθεσαν το αίτημά τους να παραμείνει ανοικτό το εργοστάσιο και να αρχίσουν εκ νέου οι διανομές ...». Η απόφαση όμως της ενάγουσας για οριστική κατάργηση του Τμήματος Διανομής, που είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των τριάντα τριών (33) απασχολουμένων σ’ αυτό, που λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης του διευθυντικού της δικαιώματος για οργανωτική δομή και τη διάρθρωση της επιχείρησής της δικαιολογείται απολύτως από τους προαναφερόμενους οικονομοτεχνικούς λόγους. Συνεπώς οι επίδικες απεργιακές κινητοποιήσεις, που προσβάλλουν τον πυρήνα του ως άνω διευθυντικού δικαιώματος της ενάγουσας και τείνουν στον περιορισμό της επιχειρηματικής και οικονομικής της ελευθερίας, είναι καταχρηστικές. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι πρόκειται περί ομαδικών απολύσεων εκ μέρους της ενάγουσας, οι οποίες είναι άκυρες, διότι η τελευταία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της περί διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του πρώτου εναγομένου σωματείου και έγγραφης ενημέρωσης τόσο αυτών όσο και της αρμόδιας δημόσιας αρχής, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του Ν 1387/1983 είναι απορριπτέος, καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται περί αιτήματος κηρύξεως των επιδίκων απεργιακών κινητοποιήσεων ως καταχρηστικών, η δε διάγνωση του εάν είναι ή όχι ομαδικές οι απολύσεις των άνω τριάντα τριών (33) εργαζομένων και σε καταφατική περίπτωση η αναγνώριση της ακυρότητας αυτών (λόγω μη τηρήσεως των πιο πάνω προϋποθέσεων), αποτελεί αντικείμενο σχετικής αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και κήρυξε καταχρηστικές τις επίδικες απεργιακές κινητοποιήσεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες εναγόμενοι, με την ένδικη έφεσή τους.

[...] Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής περί απαγόρευσης μελλοντικών απεργιακών κινητοποιήσεων με την ίδια αιτία και τους ίδιους λόγους για την ικανοποίηση των αυτών αιτημάτων απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ως μη νόμιμο, όπως απορρίφθηκε και το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής από το πρώτο εναγόμενο χρηματικής ποινής ύψους 4.000 ευρώ για κάθε μελλοντική απεργιακή κινητοποίηση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ο εργοδότης, κατά του οποίου στρέφεται η απεργία, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει, εκτός από την αναγνώριση της απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής, να διαταχθεί η απαγόρευση πραγματοποιήσεως στο μέλλον άλλης απεργίας με την ίδια μορφή και προϋποθέσεις για την ικανοποίηση των αυτών αιτημάτων. Κατά συνέπεια, το ανωτέρω αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 70, 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ, πολλώ μάλλον αφού σε αντίθετη περίπτωση η προστασία εκ του άρθρου 281 ΑΚ θα ήταν ατελής (βλ. Ζερδελή, Αγωγή για παράλειψη παράνομης απεργίας, ΕΕργΔ 1012,769). Ενόψει δε της ως άνω κρίσεως του Δικαστηρίου αυτού και της καταχρηστικότητας των επιδίκων απεργιακών κινητοποιήσεων, του ανεδαφικού των αιτημάτων αυτών και της τακτικής που ακολουθείται από το πρώτο εναγόμενο σωματείο, το οποίο προχωρεί, για την ίδια αιτία και με τα αυτά αιτήματα, στην κήρυξη 48ωρων απεργιών συνεχώς από τις 30.9.2013, είναι βέβαιο ότι θα εξαγγείλει και θα επαναλάβει και στο μέλλον τέτοιες κινητοποιήσεις με την αυτή μορφή, τους λόγους και τα ίδια αιτήματα. Επομένως, το ως άνω αγωγικό αίτημα είναι βάσιμο και κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε κατά τα προαναφερθέντα, το πιο πάνω αγωγικό αίτημα ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα με την ένδικη έφεσή της. Επομένως η έφεση της ενάγουσας πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά την ανωτέρω διάταξή της, ως προς την οποία προσβλήθηκε. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και αφού δικαστεί κατ’ ουσία η αγωγή ως προς το ανωτέρω αίτημά της, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να απαγορευθεί στο μέλλον η πραγματοποίηση από το πρώτο εναγόμενο απεργιακών κινητοποιήσεων για την ίδια αιτία, τους αυτούς λόγους και τα ίδια αιτήματα, με την απειλή εις βάρος του χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ για κάθε ημέρα πραγματοποιήσεως της απεργίας κατά παράβαση της καταψηφιστικής διατάξεως. [...]

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.